«Ξέφωτο με κάποιες απορίες, λόγια της στιγμής ταξιδεύουν…», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Μελβούρνη 2024.

Με τις απορίες και τα δεδομένα  ενός αφηρημένου τοπίου στις προτάσεις του να ψιθυρίζουν ταξίδια φυγής μα και να δίνουν απαντήσεις της στιγμής, βρέθηκα σε αυτό το ξέφωτο. Μια αίσθηση θαλπωρής ότι  ο χρόνος ήταν απλά ένα νούμερο από δευτερόλεπτα του τώρα και του χτες πηλίκο πράξεων μου μα και μια καλή θερμοκρασία της μεταξύ τους μέθεξης και καλής γειτονίας κύμα, με βοήθησε να βλέπω την απεραντοσύνη, το γνώριμο άπειρο της θέασής του με άλλα μάτια.

Πιθανόν και η ξενιτιά να συνέβαλε για αυτό. Πιθανόν να μην έφυγα ποτέ από τον γενέθλιο τόπο, παρά μόνο σωματικά. Πιθανόν να ζω την ψευδαίσθηση ή την αλήθεια ότι ζω σε δυο πατρίδες και στο ανάμεσά τους -ρωγμή, ανάγκη, συνήθεια, άρρητο…- που τις ενώνει και τις χωρίζει,  βρέθηκα να ρίχνω γέφυρες, να περνάω ουρανούς, διόδια, φάρους, σκιές, μοναξιές, όνειρα και ό,τι φέρνει ο χρόνος και η λήθη του.

Η πόλη όμως μπροστά μου αυτή την ώρα  ταξίδευε.  Έτσι ήθελα να την φανταστώ, έτσι ένιωθα και πιο καλά κοντά της, έστω και από αυτή την απόσταση.

Λες και έφευγα νοερά από τους κόλπους, τους δρόμους και την βουή των αγορών της και πέταγα σε άλλα τοπία, σε άλλες στιγμές της μνήμης μου. Ήταν η άλλη μου επιλογή, εκεί όπου η φαντασία στέκεται σε κάποιες λεπτομέρειες, μικρές φωτιές της μνήμης που έχουν την ικανότητα, που έχουν και την δυνατότητα να λαμπαδιάσουν αλλιώς κάποια τεταρτημόρια της στιγμής.

Η θάλασσα βουβή από φουρτούνες παρακολουθούσε το απόγευμα, κύμα το κύμα και στο δικό της βηματισμό των αργών, νωχελικών ταξιδιών μου έγνεψε λέξεις.

Άλλωστε τα κύματα τα αλμυρά σαν καθρεφτισμοί γινόντανε κάτοπτρα της στιγμής μου και αναλόγως της γωνίας θέασης χορεύανε τις σιωπές μου στο δικό τους ρυθμό.

Όλες οι μηχανές των λογισμών ήταν σε κατάσταση ρελαντί και τα γρανάζια των πτυχώσεων και της κάθε μνήμης τους σε μια κατάσταση γλυκιάς ενατένισης.

Λες και όλος ο κόσμος ήταν αυτή η εικόνα, η -ας την πούμε- αφηρημένη, ας την πούμε συγκεκριμένη που συνεχώς άλλαζε και αιθεροβατούσε.

Σανίδες σωτηρίας οι φτερουγισμοί των γλάρων μαζί με το μελτεμάκι με έβγαζαν σε στεριές απίθανες και πολύ συγκεκριμένες.

Τα βιωμένα τοπία τους, γεμάτα μα και άδεια από πρόσωπα που γνώρισα ή αφουγκράστηκα τις προτάσεις τους, έρχονταν και αυτά στην παρέα σε αυτό το ξέφωτο.

Τα πλατάνια της πλατείας του χωριού, οι κουμαριές, τα λιθάρια της Μπιστούρας και το Γιοφύρι της Άρτας κάνανε παιγνίδι, γινόντανε το κέντρο, η επίθεση και η άμυνα των αλλά και στων συναισθήσεων του παρόντος μου χρόνου τα κύματα. Ο ωκεανός δεν μου φταίει σε τίποτε, ψιθύριζα και οι κουβέντες της μάνας στην πίσω αυλή, με τον βασιλικό στην γλάστρα στο τραπέζι, αμάραντα μπαινοβγαίνανε στη θύμηση και στις ανάσες της θέασής του.

Μέχρι εκεί που έφτανε η κάθε εικόνα, σπιτάκι χαγιάτι του χωριού και από τα όλα τα μέρη στην πέτρα και στο χώμα του, ήτανε ένα παρόν που έσκασε σαν φιγούρα από τσάμικο. Έκλεινα άνοιγα τα μάτια, με ένα οκ, με ένα yes please και ένα κουράγιο, ξημέρωμα, λιαζόμουνα, κρύωνα στου χωριού τα μονοπάτια, στις καστανιές και στου αηδονιού το τραγούδι. Όλα δια ζώσης είχανε μα και θα χάνουνε την χάρη και τον ιδρώτα τους.

Όλες οι εικόνες και ντοπιολαλιές από τον αέρα μπροστά μου τόσο αθόρυβα μα και τόσο δυνατά  λες και το μαντίλι του χορού τους ήτανε ένα γαϊτανάκι στιγμών, παροδικών, περασμένων που ακόμη ενώ μαζεύει κλωστές και χρώματα μνήμης στην ίδια ακαριαία ώρα τις απλώνει σαν σχοινιά που κρατούν τις άγκυρες του χρόνου μου.

Μα και μοιάζουν με το καπνό αεροπλάνου που σχίζει τους ουρανούς, περνάει από χώρες και τις συντεταγμένες τους και αλλάζει μεσημβρινούς και ημισφαίρια ταχύτατα. Σχίζει και τα μέσα μου και όλων των μακρινών απόδημων τα σωθικά όταν βλέπουν, ακούν αεροπλάνα.

Εκείνη την ώρα δεν ακούστηκε κανένα τραμ της πόλης να περνάει, που είναι και αυτό σημείο κατατεθέν της πόλης της Μελβούρνης, ούτε και το τραγούδι της Μοσχολιού περπάτησε μαζί μου. Ούτε και αμαξάρες και cara – car στα αγγλικά το αυτοκίνητο, αλλά πολλές λέξεις γίνανε ελληνοαυσταλέζικες, φερειπείν η σκεπή στα αγγλικά roof, στα καθημερινά μας ρούφι – περάσανε βιαστικά. Εδώ γράφουνε οι κάμερες και τα όρια ταχύτητας στους δρόμους ελέγχονται.

Εκείνη την ώρα, η στιγμή νηφαλιότητας του τοπίου είχε τον πρώτο λόγο στις προτάσεις αφηρημένης μέθεξης και συναντίληψης των δρώμενων της εντός μου πολιτείας.

Όλα εμπρός και εντός μου συντονίζονται, αλληλοσυμπληρώνονται και ανανεώνουν τον χρόνο  αλλά και τον χρόνο τους.

Παραφράζοντας και γνώριμο  τραγούδι του Δ. Σαββόπουλου, στο να και νάμα των στίχων του, στο ας κρατήσουν οι χοροί…

 


 

[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη