«Νύχτες σε άλλο πλάνο και παράθυρο», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Σπαράγματα αλήθειας οι νύχτες που φύγανε ή τραπήκανε σε φυγή διεκδικούν στο χρόνο μου ένα ακόμη κομμάτι κατανόησης και μιας δεύτερης ευκαιρίας αποτίμησης. Κάτι σαν επαναπροσδιορισμό, μια δεύτερη απόσταξη των χειλιών και μια πιθανότητα καλύτερης θέασης των ματιών.   Σινιάλα στα παράθυρα της μνήμης, με τα καινούργια δεδομένα της νύχτας, γίνονται μια πραγματικότητα που ταξιδεύουν το τώρα μου. Νύχτα γίνονται αυτά τα ταξίδια. Δεν μακραίνουν τα καράβια τους, ούτε και τα βήματά τους χάνονται ή χαθήκανε ή πήγανε στο βρόντο χωρίς πυξίδα και σειρά. Καθώς,  όπως φαίνεται και μάλλον είναι μια άλλη αλήθεια, τόσο γρήγορα και αδιάφορα τα χνώτα και οι γραμμές των δευτερολέπτων αυτών κινούν νήματα και νοήματα από το χτες πολύ μα πάρα πολύ καλά.

Νύχτες άυπνες, ακατοίκητες, κατοικημένες με μοναξιές του πλήθους. Νύχτες του τυχαίου, του μοιραίου, του διπλανού, του αλλοπαρμένου, του άγνωστου  χι, του ψι, της γάτας που σε κοιτάει. Νύχτες των εικόνων, νύχτες και νύχτα των κεριών, των σταγόνων, των υπόστεγων, των χαρτιών, των μηνών, των αναγκαίων, της αξιοπρέπειας, των θυμών. Νύχτες του φαντάζομαι και του υπάρχω, νύχτες νοσταλγίας, ελεγείας, παραπόνου, πόνου, βροχής και χαμόγελου.

Νύχτες που ταξιδεύουν από λιμάνι σε λιμάνι το καημό ,από αέρα στον αέρα  το είναι τους, γυροφέρνουν μια στο χώμα, μια στο χάρτη του χρόνου τα εισιτήριά τους. Χωρίς ελέγχους και διόδια και φανάρια πλοηγούν, οδηγούν, επιπλέουν, βουτάνε στου χρόνου τα κιτάπια. Ζόρικες οι νύχτες μερικές φορές. Μα νύχτες που τις κοιτώ στα μάτια και που η σιωπή τους είναι ένας μονόλογος χωρίς σενάριο, στέκομαι  σημειωτόν, στήνω και αυτί και τους δίνω το λόγο.  Γιατί οι νύχτες που φύγανε σαν σελίδες ημερολογίων η χοάνη του χρόνου έκανε την δουλειά της καλά. Αλλά και αν ξεφυλλιστήκανε βιαστικά  σε λάθος χρόνο, με λάθος ακροατή, παραλήπτη αλλά και αν μείνανε στα ψιλά γράμματα της σιωπής που μοιάζει με το καιρό, βρίσκουν όμως τον  τρόπο και αυτή την ώρα επιστρέφουν.

Από κάποιο ντουλάπι, από κάποιο τοίχο, από κάποιο ουρανό, από κάποια φώτα πορείας, από κάποιο γρατζούνισμα στην πόρτα τα καταφέρνουν και εμφανίζονται ξανά.

Με μια άλλη όμως αυθορμησία πιά αλλά και με άλλη φορεσιά στα λόγια τους μα και πιο ώριμες, εναποθέτουν τις όψεις και τις απόψεις τους. Δώσανε σημεία ζωής εκεί που πήγανε, πήρανε ό,τι πήρανε από επιθυμίες και δρόμους και τόπους και νάτες λοιπόν δίνουν το παρόν τους.

Στο πλήρωμα του χρόνου, μια ακόμη ξενάγηση στα όνειρά τους είναι μια αλήθεια αδιαπραγμάτευτη. Κάτι σαν συμβατό δότη.

Αφού με νυχτοήμερα λέξεων ζούμε τα ταξίδια που προσδοκούμε -μπορεί και να αιθεροβατούμε στα βιωμένα και το νόημα να μην καταλάβαμε με την πρώτη- εντούτοις στο καθρέφτισμα των διαδρομών του νου και της καρδιάς, στην πορεία ή σε κάποια πάροδό τους, υπάρχουν και άλλα ξέφωτα αλλά και αδιέξοδα. Μέλι γάλα ούτε ήταν ούτε είναι.

Αφού όλα είναι όρια των γεύσεων  μιας πείνας, μιας δίψας και μιας κουτοφαντασίας και το ξημέρωμα είναι και αυτό ένα μυστήριό τους, φαντάζομαι η νύχτα, το σκοτάδι, το έρεβος, το μη φως με τι να μετριέται και πώς να προσδιορίζεται.   Τα ερωτήματα από παράθυρο σε παράθυρο πληθαίνουν τις νύχτες. Ακόμη και τα φώτα της γιορτής, των επισκέψεων, των τηλεοπτικών παραθύρων σβήσανε νωρίς με ένα «περάστε- σκουπίστε-τελειώσατε» έχεις ανοιχτό λογαριασμό. Διανυκτερεύουν οι σιωπές;  Νύχτα με νύχτα τι στεριώνεις και κει που πας πώς είναι; Με τα στραβοπατήματα της νύχτας ξεμπερδεύεις εύκολα; Ποια επιφωνήματα σερβίρονται δωρεάν; Κατά τεμάχιο και κατά το δοκούν τα ανάκλιντρα όνειρα πότε καταργούνται; Ποια μεγάφωνα εκπέμπουν αναχωρήσεις; Το σκυλί της διπλανής πόρτας γιατί αλυχτάει; Με ποια υλικά οι ιδρώτες της νύχτας είναι φτιαγμένες; Σε ποια τελική στροφή φεγγαριού και από ποια γαλαρία σε βγάζουν όλοι αυτοί οι δρόμοι των σκέψεων;

Στο πλήρωμα του χρόνου όλοι εμείς καραβοκύρηδες, καπεταναίοι, ναυαγοί των τοιχών, των κυμάτων, των χρωμάτων μας, σερνόμαστε, υποκύπτουμε, παρακάμπτουμε τα χίλια μύρια των νυχτών αλλά στεκόμαστε όρθιοι στο πέρασμα και στην δοκιμασία του. Από όλα του τα ρήματα περνάμε και υπάρχουμε. Όταν δε ακούς και την φωνή -την όποια φωνή- μέσα στο σκοτάδι, κάπου αναρωτιέσαι από πού έρχεται και σπάει ακαριαία η μονοτονία της σιωπής και ετούτης της στιγμής. Κάποια φωνήεντά της, με παρατεταμένα άλφα και έψιλον που έρχονται από την γωνία της νύχτας, σε συναντούν. Χωρίς τελεία, χωρίς περισπωμένες οι λέξεις από άλλες νύχτες φτιάχνουν παιγνίδι.

Οι νύχτες που δεν λογαριάζουν κανένα και τίποτε ,είναι μόνες και κατάμονες σαν την καλαμιά στον κάμπο.  Σαν τον βράχο στο πέλαγος, σαν αγορά που κατεβάζει ρολά, σαν αγάλματα που δεν έληξε η δόξα και αγώνας τους. Αλλά και  σαν ξενιτιές που δεν βρήκανε πατρίδα. Άλλες φορές πάνε στο άγνωστο, το αφηρημένο, με βάρκα την ελπίδα και άλλοτε στο καιάδα του μέσα σκοταδιού, βυθίζονται, γκρεμίζονται σαν να μην υπήρξανε ποτέ. Οι νύχτες στην επαναφορά τους μεθούν με μια γουλιά έρωτα και σε μια πίστα από λόγια χορεύουν, μια με τις πυγολαμπίδες, μια με τις βροχές. Ανοίγω το παράθυρο της κουζίνας για να έρθουν αυτές οι μελωδίες και οι ψίθυροι από τις νύχτες που κατοικούν γύρω μου. Ανοίγω και το κινητό και με τα εικονομηνύματα ποιήματα αναμετριέμαι.  Διαλέγω μερικά.

Λόγια του ποιητή μας  Τ. Λειβατίδη  από ένα από τα πολλά του ποιήματα «ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου» και σε  ένα άλλο παράθυρο μηνύματος λόγια του ποιητή μας Δ. Σολωμού «πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους και έπειτα η καρδιά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβεν» γεμίζουν τον χρόνο μου. Εννοείται, συνοδεύονται και με το κατάλληλο χρωματικό καδράρισμα σαν απόφθεγμα ζωής.  Δεν ξέρω αν ανοίχτηκαν βιβλία και βιβλία τους ή ήταν έτοιμα από σελίδες των κουμπιών και των εφαρμογών των κοινωνικών δικτύων αλλά  κλείνω αυτά τα παράθυρα των συναντιλήψεων και των σύντομων αυτών επικοινωνιών  με ένα χαμόγελο  γρήγορο και κοιτάω σαν χρονοφύλακας τις σιωπές  του δωματίου της νύχτας.  Με μεγεθυντικό φακό τις κοιτάω να φεύγουν τοίχο-τοίχο.

Και από το ματάκι της εξώπορτας κόβω την κίνηση του διαδρόμου της πολυκατοικίας. Λίγο πριν ανανεώσω το ραντεβού μου με την καθημερινότητα της ρουτίνας και της ανάγκης του μεροκάματου, η γειτόνισσα, που δεν ξέρω το όνομά της, τριπλοκλειδώνει την δικιά της πόρτα. Το ίδιο θα συμβεί και αύριο όπως και χτες.

Όμως, γιατί υπάρχει πάντα ένα όμως,  θα χαιρετηθούμε με νεύματα  τα απογεύματα όταν γυρνάμε ο καθένας από την δουλειά του και με ένα τυπικό χαμόγελο ανοίγοντας ο καθένας το δικό του γραμματοκιβώτιο με τους  λογαριασμούς του στο όνομά του αλλά και τις εκπληκτικές προσφορές της αγοράς των φυλλαδίων των διαφημιστικών θα πούμε ένα τυπικό γειά.

Μετά όμως από όλα αυτά, ο καθένας στη νύχτα του. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, με ένα μπορεί θα βγούμε ο καθένας  στο μπαλκόνι του, θα κάνουμε ένα τσιγάρο και θα πούμε καμμιά αλήθεια της προκοπής.  Έτσι θα ξεγελάσουμε και τη νύχτα, την καλή και η βραδιά δεν θα ‘ναι βάρδια μεροκάματου.

 


 

[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη