«Νυχτερινοί επισκέπτες», ένα διήγημα της Έλενας Σαλιγκάρα 

Ήμουν ξαπλωμένος στον καναπέ κι έβλεπα κάποιο από τα άθλια προγράμματα της τηλεόρασης. Τα μάτια μου κόντευαν να κλείσουν από τη νύστα και τη βαρεμάρα -δεν ήμουν συνηθισμένος να κάθομαι βραδιάτικα μόνος στο σπίτι. Έτυχε εκείνη τη νύχτα η γυναίκα μου με τις δυο κόρες μας να έχουν βγει.

Μάλλον με είχε πάρει ο ύπνος όταν άκουσα κάποιον θόρυβο έξω από την πόρτα. Για μια στιγμή νόμισα πως το ονειρεύτηκα. Σηκώθηκα πάνω, σκέφτηκα πως οι γυναίκες της ζωής μου επιτέλους γύρισαν. Περίμενα μερικά δεύτερα μα δεν ακούστηκε το κλειδί. Αντί αυτού άκουγα μουρμουρητά και έναν ήχο, σαν κάποιος να προσπαθεί να παραβιάσει την πόρτα.

Έτρεξα κι άνοιξα απότομα. Ακόμη απορώ πώς έκανα κάτι τέτοιο. Μπροστά μου είδα έναν άνδρα και μια γυναίκα, που μου ήταν παντελώς άγνωστοι. Είχαν περίεργο ύφος, η γυναίκα με κοιτούσε σχεδόν έντρομη.

«Τι κάνετε εδώ;»

Η γυναίκα άρχισε να τρέχει. Με έκπληκτα μάτια την είδα να φτάνει σαν τρομαγμένο αγρίμι ως τη σκάλα και στο πρώτο σκαλοπάτι να γλιστράει. Τα υπόλοιπα τα κατέβηκε κουτρουβαλώντας. Ο άνδρας έτρεξε πίσω της. Εγώ είχα μείνει στήλη άλατος, από τη μια να ακούω τα βογκητά και τα κλαψουρίσματα της και από την άλλη τον άνδρα να τη ρωτάει πού χτύπησε.

Τους πλησίασα. Η γυναίκα πεσμένη στο πάτωμα, το πρόσωπό της γεμάτο γρατσουνιές. Λίγο αίμα έτρεχε από το μέτωπο. Με το ένα χέρι κρατούσε τη μύτη της, με το άλλο το γόνατό της ενώ έλεγε πως την πόναγε η μέση αλλά και ο αγκώνας της. Έδειχνε σαν να μην ξέρει που πονάει περισσότερο. Ή μάλλον έδειχνε σαν να μην ξέρει γενικά τι της συμβαίνει.

«Να φωνάξω ένα ασθενοφόρο;»

Με μια φωνή μού είπαν «όχι». Ο άνδρας ήταν σκυμμένος από πάνω της. Τον μιμήθηκα, με κοίταξε στα μάτια σαν χαμένος ενώ εγώ με ένα νεύμα τού έδειξα προς το διαμέρισμά μου. Τη βοηθήσαμε να σηκωθεί και σιγά σιγά ανεβήκαμε τη σκάλα. Την ξαπλώσαμε στον καναπέ κι έπειτα από δυο ποτήρια νερό φάνηκε να νιώθει καλύτερα. Της έδωσα λίγο πάγο να βάλει στη μύτη της και ένα βαμβάκι με οινόπνευμα για να σκουπίσει τα αίματα. Το ύφος της όμως παρέμενε περίεργο.

Παρατήρησα και τους δυο καλύτερα. Ήταν αδύνατοι, γύρω στα σαράντα. Φορούσαν κάτι ρούχα που σίγουρα δεν τα φαίνονταν φρεσκοπλυμένα. Του άνδρα τού έλειπε ένα μπροστινό δόντι και τα μαλλιά της γυναίκας έμοιαζαν μπερδεμένα.

«Είσαι καλός άνθρωπος» είπε εκείνη και με έβγαλε από τις σκέψεις μου. «Εμείς ήρθαμε να σε κλέψουμε κι εσύ μας έβαλες στο σπίτι σου».

Ο άνδρας την αγριοκοίταξε. Εγώ δεν είπα τίποτα. Παραλίγο να πέσω θύμα ληστείας και αντί αυτού είχα τους «κλέφτες» καθισμένους στον καναπέ μου. Δεν μπορούσε να το συλλάβει ο νους μου.

«Μην καλέσεις τους μπάτσους, φίλε», μίλησε επιτέλους ο άνδρας.

Για να είμαι ειλικρινής ήθελα πολύ να τους καλέσω.

«Πρεζάκια είμαστε. Γυρεύαμε έστω και δέκα ευρώ ή κάτι για να το πουλήσουμε. Δεν θα πειράζαμε κανέναν. Αλήθεια».

Το βλέμμα του απλανές, ωστόσο γύρευε κάποια αντίδρασή μου.

Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα άνοιξε. Η οικογένειά μου είχε επιστρέψει. Τα γέλια τους κόπηκαν μόλις αντίκρισαν το θέαμα στο σαλόνι μας. Με δυο λόγια εξήγησα τι είχε συμβεί.

«Λυπηθείτε μας, κυρίες. Δεν είμαστε κακοποιοί».

Με αυτά τα λόγια η γυναίκα σηκώθηκε. Με το ζόρι κρατιόταν όρθια. Κίνησαν για την εξώπορτα. Η σύζυγός μου άνοιξε την τσάντα και τους έδωσε ένα χαρτονόμισμα.

«Πάρτε αυτό για να φάτε κάτι. Προσπαθήστε να ξεφύγετε, είστε νέοι άνθρωποι. Είναι κρίμα».

Κούνησαν τα κεφάλια τους συγκαταβατικά σαν φοβισμένα παιδάκια που είχαν κάνει αταξία.

Μόλις έφυγαν διπλοκλείδωσα και πήρα βαθιά ανάσα. Οι κόρες μου έδειχναν σοκαρισμένες, ακόμη κι εγώ αναρωτιόμουν αν είχα πράξει σωστά. Αργότερα, στο κρεβάτι δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το πρωί, λίγο πριν φύγω για τη δουλειά, έψαχνα το ρολόι μου. Θυμόμουν πως το είχα αφήσει στο τραπεζάκι πλάι στην εξώπορτα και αμέσως σκέφτηκα πως μάλλον το ζευγάρι μού το βούτηξε φεύγοντας. Το βρήκα όμως στην κουζίνα.

Λίγους μήνες μετά, η ανάμνηση εκείνης της νύχτας εξασθένισε. Σχεδόν είχα ξεχάσει το περιστατικό. Ένα μεσημέρι βρισκόμουν σταματημένος σε κεντρικό φανάρι της πόλης όταν μια γυναίκα χτύπησε το τζάμι του αυτοκινήτου μου. Το άνοιξα κι εκείνη μου πρότεινε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Ήταν εκείνη. Έδειχνε εμφανώς καλύτερα. Μου χαμογέλασε ελαφρά πριν πάει στον επόμενο κι εγώ ψέλλισα ένα ευχαριστώ παίρνοντας το φυλλάδιο. Έριξα το βλέμμα λίγο παραπέρα. Στον απέναντι δρόμο ήταν ο άνδρας που έκανε την ίδια δουλειά.

Λίγο πριν ανάψει το πράσινο, φάνηκε πάλι στο παράθυρό μου.

«Εγώ σε ευχαριστώ», είπε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας.

(βασισμένο σε αληθινά γεγονότα)

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη