«Ντοπιολαλιά», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η Πέρσα, καθόταν στην κουνιστή της πολυθρόνα με μια κούπα άδεια από café au lait στα χέρια και δίπλα της στα τραπεζάκι μια στοίβα κόλλες Α4 δυο τρία στυλό μπιγκ και ένας χαρτοκόπτης που εκτελούσε χρέη press peppier.

Δεν είχε καθόλου κέφι για γράψιμο και το ότι το μυαλό της ήταν άδειο από ιδέες συνηγορούσε στην απραξία της. Τούτο, ήταν κάτι που σπανίως της συνέβαινε και μία από τις φορές αυτές, ήταν και η σημερινή. Το μυαλό της βέβαια πάντα στην πρίζα και οι όποιες ιδέες υπήρχαν σε εμβρυακή κατάσταση περίμεναν την στιγμή για έναν, ακόμη και πρόωρο, φυσιολογικό τοκετό χωρίς εμβρυουλκίες και καισαρικές τομές. Επί του παρόντος όμως, άδεια από έμπνευση, ποιος; Αυτή που ήταν, όπως την χαρακτήριζαν, η ίδια η  έμπνευση. Σαχλαμάρες οι όποιοι χαρακτηρισμοί. Έρχεται κάποτε και γiα σένα η στιγμή, που θες από κούραση, θες από ανία, που κυριολεκτικά αδειάζεις. Μα αυτό το άδειασμα δεν το φοβόταν η miss Marple. Γι’ αυτό και δεν τη έπιανε και κανένα άγχος.

‘’Ωραία κυρία Πέρσα μας’’ έλεγε φωναχτά και μάλιστα εις επήκοον του παπαγάλου της ο οποίος ξεσήκωνε λέξεις και φράσεις της που του άρεσε η χροιά τους και τις επαναλάμβανε ηδονικά και αστεία, ‘’τι κάνουμε τώρα;’’

‘’Τι κάνουμε, τι κάνουμε;’’ ο Κοκός.

‘’Ωραία, φτάσαμε να μας κοροϊδεύει και ο Κοκός τώρα, χα χα χα…’’

‘’Χα χα χα’’ ο Κοκός.

«Κοκό σκάσε. Ούτε το κέφι σου έχω, ούτε όρεξη για κουβέντες και μιμήσεις. Στο κλουβί σου και σκασμός, γιατί θα σε αφήσω νηστικό. Άσε που θα σου στερήσω το ελεύθερο πέταγμα εκτός κλουβιού για μια ώρα και θα κλαις με μαύρο δάκρυ. Συνεννοηθήκαμε;»

«Συνεννοηθήκαμε; Χα χα χα»…

«Κοκό σκασμός είπα».

«Σκασμός, σκασμός… Και ευχαριστώ και γεια σου και καληνύχτα και σ’ αγαπώ και σε φιλώ και άντε καλόν ύπνο»…

«Άντε καλό μου πετούμενο εσύ, ξεφτέρι μου’ χεις γίνει. Μιλάς πολύ καλύτερα από τη Βαγγελιώ, που μόλις ήρθε από  το κατσικοχώρι της εκεί όπου μιλούν μία ακατανόητη γλώσσα που ουδεμία σχέση έχει με την Ελληνική, δεν καταλαβαίνω Χριστό απ’ ό, τι μου λέει. Ντοπιολαλιά σου λέει ο άλλος! Πως αμέ; Μια λαλιά που έλκει την καταγωγή της από καμιά Κινέζικη γλώσσα που πια δεν μιλιέται μήτε στη Κίνα.

Άκου έναν διάλογο συγχωριανών της και αν μπορέσεις και ξεσηκώσεις καμιά φράση θα σού δώσω διπλή μερίδα κέικ από το αγαπημένο σου.  Άκου Κοκό…»

«Γειασ Γιανμ».

«Γειασ»

«Σέντσαν Γιανμ;»

«Μέντσαν»

«Τσαλς τσέντσαν;»

«Τσέντσαν»…

Που σε μπορετή ελεύθερη μετάφραση σημαίνει:

«Γεια σου ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥ»

«Γεια σου»

«Σε έντυσαν Γιάννη μου (φαντάρο);

«Με έντυσαν»

«Τους άλλους  τους έντυσαν;»

«Τους έντυσαν»!!!

Ή ένα ανεκδιήγητο άλλο:

«Πώς σλεν;»¨

«Γιαν μλεν»

«Πώς σλεν;»

«Γιαν σλεν μλεν.

Μεταφράζω:

«Πώς σε λένε;»

«Γιάννη με λένε;»

«Πώς σε λένε (είπες);

«Γιάννη σού λέω με λένε».

«Όποιος τα βλέπει και γραμμένα ίσως κατά προσέγγιση ψιλοκαταλάβει τι κορακίστικα λένε αυτοί οι δύο χωρικοί. Μα προφορικά, αδύνατον. Εξυπακούεται δε, ότι ούτε ο Κοκός μπορεί να μιμηθεί αυτήν την περίεργη γλώσσα που της λείπουν τα πιο πολλά φωνήεντα και που τρώει συλλαβές. Όσο για αντωνυμίες προσωπικές και κτητικές άγνωστες. Που σημαίνει ότι και τα ελληνόπουλα που αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολειό, θα έχουν την εντύπωση ακούγοντας την σωστή ελληνική, ότι ακούν μια γλώσσα παντάξενη με συνέπεια να δυσκολεύονται αφ’ ενός πολύ, αφ’ ετέρου να απορούν γιατί να συμβαίνει αυτό. Γιατί στο σπίτι άλλα ελληνικά και στο σχολείο ο δάσκαλος άλλα; Και δεν ομιλώ για το ότι έχουν παρεισφρήσει περίεργες λέξεις, ούτε για τη λεξιπλασία πολλών άλλων τοπικών, μα ούτε και για την αλλοιωμένη προφορά. Ομιλώ για το κουτσούρεμά τους, την αφαίρεση συλλαβών, φωνηέντων κτλ. πράγμα που προσωπικά δεν το θεωρώ ντοπιολαλιά αλλά κατακρεούργηση της πανέμορφης γλώσσας μας και την μετατροπή της σε μία εκτρωματική ακαταλαβίστικη ‘’διάλεκτο’’, που δεν βασίζεται σε κάποιον μηχανισμό τον οποίο ακόμη και τα κορακίστικα ακολουθούν. Και αν μεν είναι θέμα αμορφωσιάς, ε, δεν είναι πια και τόσο απόλυτη αυτή στα νεώτερα τουλάχιστον χρόνια της ιστορίας μας, ώστε να δικαιολογείται το φαινόμενο. Και ούτε να το αποδίδουμε στην Τουρκοκρατία. Μια γλώσσα που διατηρήθηκε για χιλιετίες δεν επιτρέπεται να δολοφονείται αβασάνιστα και  ελαφρά τη καρδία’’.

Αυτά έλεγε η Πέρσα και την άκουγε ο Κοκός  και κουνούσε και αυτός το κεφάλι του, βλέποντας πώς έκανε και εκείνη.

Την άκουγε και η Βαγγελιώ και έκανε κι΄ εκείνη το ίδιο. Ε, τώρα με μια γριά γυναίκα να τα βάλει; Να μην έχει παραξενιές; Εδώ η βάβω της, από την ώρα που ξυπνάει το χάραμα, μέχρι που θα κοιμηθεί το απόβραδο, όλο μουρμουράει, όλα της φταίνε.

“Άκου κορακίστικα η γλώσσα μου! Τι να πω;’’ έλεγε απορημένη και στενοχωρημένη η χωριατοπούλα…

Και ενώ συνέβαιναν αυτά τα ‘’θλιβερά’’ και ευτράπελα τσουπ, να’ την η έμπνευση που λέγαμε στην αρχή και που νομίζαμε ότι την είχε κάνει γι’ άλλη γη κι’ άλλα μέρη και πάντως μακριά από την Πέρσα.

Ο Κοκός είναι ένα πολύ έξυπνο όσο και μιμητικό πουλί και ο ρόλος του σ’ αυτό το νοικοκυριό, ήταν number two και όχι μόνον διακοσμητικός και πάντως πάνω από την αξία και την αποτελεσματικότητα της θωρακισμένης πόρτας και του συναγερμού που της στοίχισαν πάνω από 1.000 ευρώ. Μόλις άρχιζε να σφυρίζει ήταν δείγμα, ότι κάποιος που άνοιξε με δικά του κλειδιά μπήκε στο σπίτι, σαν να τον καλωσόριζε  ένα πράγμα. Και η μεν αχρηστία της πόρτας έγκειται στο γεγονός ότι οι διαρρήκτες είχαν εφεύρει ένα πασπαρτού  και την άνοιγαν πιο εύκολα και από το να ήταν μια απλή κλειδωνιά, ο δε συναγερμός άρχιζε να γκαρίζει ακόμη και με το θόρυβο μιας μοτοσυκλέτας ή το φύσημα του ανέμου. Ημίμετρα λοιπόν.

Σκέφτηκε κάτι άλλο κουφό.

Να τοποθετήσει στο κλουβί του Κοκό ένα φωτοκύτταρο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, και αυτό να είναι συνδεδεμένο με μια ειδική υπηρεσία ασφάλισης κατά των διαρρήξεων.

Τον δίδαξε λοιπόν, ότι αν τύχαινε η κυρά του να είναι ΕΚΤΟΣ και κάποιος ξένος έμπαινε στο σπίτι, αυτός δεν θα σφύριζε απλά, αλλά θα φώναζε: ‘’Ξενς,  ξενς’’, ( παραλλαγμένο «ξένος» δηλαδή) για να μην καταλάβουν ότι ο Κοκός ειδοποιούσε για ξένη εισβολή και κινδύνευε η ζωή του!!!

(Να λοιπόν η χρησιμότητα της αφαίρεσης φωνηέντων… Μήπως να αρχίσουμε να δίνουμε απαντήσεις στις απορίες που προαναφέραμε;)

Τα παλικάρια της ασφάλειας αυτής, εκπαιδευμένα καταλλήλως, θα έσπευδαν αν σώματι και θα τον έκαναν τσακωτό τον λήσταρχο Νταβέλ!

Οι πρόβες που έγιναν, είχαν άριστη επιτυχία αν και ο αρχισεκιουριτάς είχε  τις επιφυλάξεις του.

Μα θα μας πείτε, γιατί όλες αυτές οι προφυλάξεις την στιγμή που ήταν γνωστό τοις πάσι ότι η κυρία Πέρσα ήταν μια απλή συνταξιούχος καθηγήτρια Μέση Εκπαίδευσης και χήρα ανώτατου  αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού. Είχε όμως αντικείμενα αξίας. Έπιπλα αντίκες και πίνακες ζωγραφικής από το Πάνθεον των μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων, όπως και παλιά δυσεύρετα βιβλία που οι ειδικοί τα υπολήπτονταν και θα πλήρωναν  όσο-όσο για την απόκτησή τους.

Η Πέρσα επιτέλους αισθανόταν ασφαλής με όλες της τις προφυλάξεις. Και ο καιρός περνούσε χωρίς τίποτα να αναστατώνει την ηρεμία της. Έλα όμως που άρχισαν με τον καιρό να εξαφανίζονται πράγματα αξίας από αυτά που αναφέραμε, χωρίς ο Κοκός να δείχνει σημάδια της χρησιμότητάς, πάνω στην οποία είχε επενδύσει χρήμα και ελπίδα, η Χριστιανή. Να έχει από πάνω και τον αρχισεκιουριτά να της την λέει (ειρωνικά, ή ήταν η ιδέα της;)  ότι δυστυχώς οι επιφυλάξεις του είχαν επιβεβαιωθεί.

«Βρε παλιόπουλο θα σε δώσω στη γάτα της κυρά Καλλιόπης να σε κάνει μια χαψιά. ΤΙ έγινε η εξυπνάδα σου που γι’ αυτήν υπεραμυνόμουν στους επικριτές σου; Μου ρεζίλεψες την εφεύρεση χαμένο πετούμενο».

Δεν το έβαζε κάτω όμως. Είπε να ξαναδοκιμάσει. Έστειλε ένα από τα παλικάρια της υπηρεσίας να εισβάλει στο σπίτι της και πριν ο Κοκός αντιδράσει του έριξε στα πόδια λιχουδιά που θα κόλαζε Άγιο σε περίοδο νηστείας.

Μα ο Κοκός την αγνόησε και άρχισε να τσιρίζει ‘’ΞΕΝΣ, ΞΕΝΣ’’.

Που σημαίνει ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΡΙΣΤΟΝ.

ΤΟΤΕ;

Βρε μυστήριο και τούτο. Και βάλθηκε να εξερευνήσει το θέμα η ίδια. Πλήρωσε αδρά και έβαλε παντού κάμερες να δει ποιος μπαινόβγαινε στο σπίτι της και το ξάφριζε, ενώ ο Κοκός τον κάλυπτε. Δεν εξηγείται αλλιώς. Σίγουρα τον κάλυπτε υποκύπτοντας στο δέλεαρ λιχουδιών, υπολείμματα των οποίων όλο και έβλεπε στο κλουβί του βρωμόπουλου. Κοντολογίς ο Κοκός… λαδωνόταν επαίσχυντα και μαύρο φίδι που τον έφαγε. Και αν μεν αυτός που κάλυπτε ήταν ΞΕΝΟΣ, τότε ήταν ένα άχρηστο πουλί που θα του άφηνε την πόρτα ανοιχτή να ξεκουμπιστεί να πάει στο διάβολο. ΑΝ όμως ήταν γνωστός και τον κάλυπτε εν αγνοία του ότι είναι διαρρήκτης;

‘’Τι  είπα μόλις τώρα;’’ αναρωτήθηκε η Πέρσα. «Είπα ΓΝΩΣΤΟΣ; Φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα. Α   Υ  Τ  Ο είναι που να πάρει. ΓΝΩΣΤΟΣ.

Και οι κάμερες το τσάκωσαν το καμάρι της. Ήταν ο ανεψιός της, ο ανεπρόκοπος γιόκας της αγαπημένης της αδερφής, που και στο παρελθόν είχε ακόμη και τον θάνατό της σχεδιάσει προκειμένου να σφετεριστεί ‘’το σκουπιδαριό’’ της, όπως χαρακτήριζε το βιος της.

Δεν τον κατέδωσε στις αρχές. Η αδερφή της μετρούσε πάνω από έναν Παρθένη, Τσαρούχη, Βολονάκη κ.α.. Μόνο που δεν ήθελε να τον ξαναδεί μπροστά της να της πουλά αγάπες και φύκια για μεταξωτές κορδέλες, που λέει ο λαός.

Και για να τον τιμωρήσει που δεν περίμενε τόσο λίγο μέχρι το θάνατό της που θα ήταν όλα δικά του και με τον νόμο, και ενόσω αυτή βρισκόταν εν ζωή, έκανε μια μεγάλη δωρεά στο χαμόγελο του παιδιού κρατώντας για τον εαυτό της μόνον μια πολύτιμη κρυστάλλινη κούπα που της θύμιζε τον μακαρίτη  τον άντρα της, δυο τρεις αγιογραφίες, δώρο πολυαγαπημένης φίλης της, τα βιβλία τα δικά της και τα cd με τη μουσική της που μέσα  της έκρυβε την ίδια της την ψυχή… Και βέβαια τον Κοκό της, που ο δόλιος δεν έφταιγε σε τίποτα, Πώς να ξέρει ένα πουλί, όσο ξύπνιο και αν είναι, πόσο φιλοχρήματος μπορεί να καταντήσει ένας άνθρωπος, που ακριβώς εξ’ αιτίας αυτής του της φιλοχρηματίας μπορεί να κάνει κακό ακόμη και στους δικούς του ανθρώπους;

Δεν ήταν, παρά ένα αθώο πολύχρωμο μιμητικό πουλί και άλλο ουδέν.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη