«Ντομάτες και πουλιά μιας Κυριακής», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Καλωσορίζουμε απόψε έναν νέο ομότεχνο στην ομάδα των μόνιμων συνεργατών της Λόγω Γραφής, τον κο Χρήστο Νιάρο. Η χαρά μας είναι ιδιαίτερη γι’ αυτή τη συνεργασία, καθώς ο Χρήστος είναι ρίζα μας, Έλληνας που ζει και εργάζεται στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, κι από εκεί θα μας έρχονται οι λογοτεχνικές του «ανταποκρίσεις» κάθε δεκαπενθήμερο, βράδυ Κυριακής στις 9, για τη στήλη του «Νυχτοήμερα και υποστάσεις».
Τα κείμενά του ποικίλουν: ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα. Όλα τους τα διακρίνει μια εκλεπτυσμένη ωριμότητα και μια βαθιά ταξιδιάρικη διάθεση – στοιχείο που αγαπήσαμε ιδιαιτέρως στη γραφή του.
Καλώς ήρθες στη Λόγω Γραφής, Χρήστο! Ευχόμαστε μια μακρά και ασυννέφιαστη συνεργασία!

 

 


Με μια  κουρασμένη εξοικείωση των κυριακάτικων πρωινών, απολάμβανα τις γουλιές του καφέ.  Είχα ξυπνήσει νωρίς. Το ίδιο και ο κηπάκος μου.  Ο καθένας στην δικιά του ώρα. Η προέκταση των τοίχων -αλλά και της εβδομάδος- είναι πώς θα πω την καλημέρα στα χώματα και στο τι γίνεται εκεί έξω. Είναι μια ανάγκη που δεν σηκώνει και πολλές κουβέντες. Με το άλλο κομμάτι του εαυτού μου συμφωνεί και ο καθρέφτης.

Ο ήλιος τρεμόπαιζε στα παραθυρόφυλλα και με διακριτικότητα περνούσε από τα φύλλα τους.  Από το κενό τους -πιο σωστά- έκανε μικρά θαύματα. Σχεδόν έπεφτε και στο πάτωμα.  Δεν ήταν από την κούραση, ούτε επειδή δεν είχε να κάνει κάτι καλύτερο.  Είναι ωραία η παρουσία του.  Κυριακάτικα, να μπαινοβγαίνει από παντού και από την μπαλκονόπορτα να κάνει το ίδιο – είναι  από τις καλύτερες στιγμές τύχης και συμπτώσεων. Ο καφές συνοδοιπόρος στο ξύπνημα.  Ηχοχρώματα που συνταξιδεύουνε τα δευτερόλεπτα, στην καλύτερή τους μέθεξη, πίνονται γουλιά γουλιά.

Τα πρωινά χαράζουν το τέλειο της στιγμής όσο πιο καλά μπορούνε και οι αισθήσεις ξυπνούν σιγά σιγά από το λήθαργο.  Είχε χαλάσει και η ομπρέλα του κήπου, επομένως του ήλιου η πρωινή συναυλία δεν είχε και κάποιον αντίπαλο. Πήγαινε κυριολεκτικά παντού η κάθε του νότα.  Ψιθυριστά τα μινόρε του  και στο σωστό του τονισμό η υγρασία έφευγε. Όλοι θεατές της παρουσίας του. Κυριακές ηρεμίας και οι φωνές των δρόμων απόμακρες και μη απαραίτητες αυτή την στιγμή. Δεν αποτελούν παραφωνία στην όλη εικόνα που αρχίζει να ξεδιπλώνεται. Είναι μια άλλη παράγραφος, έστω και αν κρατάει για λίγο η ανάγνωσή της.  Είναι ο χρόνος που είσαι με τον εαυτό σου. Είναι όμως αρκετό να ανέβει η θερμοκρασία των σκέψεων και να συναντήσει ό,τι θα φέρει η εικόνα και οι στοχασμοί της μέρας. Όλα είναι σε πρόγραμμα υποκειμενικής πραγματικότητας.  Και το βιβλίο ανοίγει τις αγκαλιές του. Σε μια  σελίδα, μια κουτσουλιά, ένα ψίχουλο και ένα κελάηδισμα είναι αρκετά για το κολατσιό  των προλόγων. Η νύχτα, σαν επίλογος, πέταξε πάνω από πολλές γειτονιές και με πνεύματα και οινοπνεύματα στη φλέβα της, χορτασμένη ψάχνει ηρεμία και επανεκκίνηση. Με ό,τι κελαηδεί στο ξημέρωμα, το μελώνει ο ήλιος.

Μια ακόμη αναμέτρηση με ό,τι κινείται είναι και ο χρόνος που έρχεται.  Με ελαφρά πηδηματάκια, με συνήθειες  χρόνιες, ανακατεύεις τον καφέ και στο παράθυρο της κουζίνας  ερωτήματα ψάχνουν παραλήπτη. Σε αυτό το μεταίχμιο, σαν κλαράκι έωλο, ακουμπάς και στήνεις αυτί. Η Κυριακή από μόνη της είναι μια ενότητα άγραφη. Από μόνη της μια κατηγορία. Ένα ολάκερο κεφάλαιο που  στην καθημερινότητα του βιβλίου των δρώμενων και των γνώριμων σου έχει και θα ‘χει μια υπέροχη θέση. Όπως και το ότι δεν περνάνε απαρατήρητα το ντύσιμο και ο λόγος της  από μπορετά σου, είναι στα θετικά της πρόσημα.

Κανένα κελάηδημα  της δεν πάει και δεν πρέπει να πάει χαμένο.  Ο ρυθμός της έχει άλλο χρόνο, μέσα στον μεγάλο χρόνο της εβδομάδας. Φτιάχνει δε και το παραμύθι των στιγμών της αλλιώς.  Σαν υποχρέωση και δικαίωμα ανανέωσης και χαλάρωσης διεκδικεί τα αναφαίρετα και τα προφανή. Αυτά που ίσως, στη διάρκεια και στην πορεία της εβδομάδας, δεν μπορέσανε να έχουν την πληρότητα, την ολότητά τους και να γεμίσουν τις στιγμές σου στο μέγιστο της χαλαρότητας.

Αργός ο ρυθμός, άλλοτε πιο γρήγορος  και η κάθε μέρα  σαν ανάσα περνάει. Λες και τα είπες όλα. Με τη μια. Αλλά, επειδή είναι Κυριακή, όλα παίρνουν το καλύτερό τους μετερίζι και χρώμα στου χρόνου τις γωνίες και τις ευθείες. Το κυνηγητό, αλλά και το κρυφτό, του μεροκάματου και της ανάγκης, όταν φτάνει η Κυριακή γίνεται πιο ελεύθερο.  Στην αλήθεια και στο αυθόρμητο χτυπάει κάρτα δρομολογίου, που δεν θες να τελειώνει η κάθε της διαδρομή. Να μην είναι ομίχλη και σκιά.

Το παιγνίδι είναι ανοιχτό στην αλάνα των δευτερολέπτων. Χτενίζεται αλλιώς ο χρόνος της ημέρας και χωρίς ξόβεργες ξεφεύγουν όσα περιόριζαν οι συνήθειες της πόλης.  Αλλιώς σημαδεύεις και ορίζεις τη χάρη και τα σεκλέτια της εποχής. Ρομποτάκια των ωραρίων το πιθανόν και το «θα δούμε» έγινε μπουκιά. Αυτόματος πιλότος ο χρόνος, μας πάει χρόνια εκεί που θέλει ο ρόλος του. Στη διαδρομή, που τώρα ανοίγει τα φτερά της, στέκομαι. Στο μηδέν, δηλαδή, της ταχύτητας, στο μηδέν το ανάγωγο, το αφετηριακό. Αυτό που βάζει φρένο. Στην ραθυμία και στο μεγαλείο που ημερεύει και λαγαρεύει, όλα άψογα, σε ένα διαφορετικό δούναι και λαβείν υπάρχουν. Και ο ήλιος φωτεινός με τη λάμψη του να ψηλώνει, να απλώνεται.

Εκεί και μέσα σε όλα αυτά, τα πουλιά -κάποια από αυτά, χωρίς ονοματεπώνυμο- κάνανε την μικροζημιά τους. Οι ντομάτες του κήπου μου είχαν ψηλώσει. Ανεβαίνανε και κοκκινίζανε και σήμερα που τις κοίταξα ήταν μισοφαγωμένες, τσιμπημένες στα μάγουλά τους. Από τα πουλιά. Δεν είχα το χρόνο να τις κοιτάξω μέσα στην εβδομάδα. Βιαστικά τις καμάρωνα που μεγαλώνανε. Αλλά σήμερα τα πουλιά είχαν κάνει το έργο τους. Πιο νωρίς από μένα είχαν βγει και κάνανε την επιδρομή  τους. Εν  τη απουσία μου, αν και κελαηδίζανε χορτασμένα, φύγανε.

Βρέθηκα στο δίλημμα. Τι να κάνω; Εντάξει, δεν ήταν και μεγάλο το κακό, εδώ που τα λέμε. Έπρεπε να βάλω δίχτυ ή κανένα σκιάχτρο ή κανένα σιντί -αφού ψηφιακά ακούμε πια μελωδίες-  για προστασία.  Να πω την αλήθεια μου, το κελάηδισμα αξίζει όσο και αν κρατάει. Άρχιζε, λοιπόν, το μυαλό μου να δουλεύει, να μηχανεύεται. Να βάλω μια μάσκα στις ξυλωσιές του φράχτη, κάτι σαν όριο, να μην έρχονται πιο  κοντά. Να νομίζουν ότι κάτι υπάρχει εκεί.  Να τα βάλω σε φόβο. Ερώτημα υπόκωφο, σε συνέχειες και σε πολλές εκδοχές. Να τις κρύψω τις ντομάτες, που με τόσο κόπο, σιγά σιγά και με πολύ νερό, τις περιποιόμουνα; Δίχτυ προστατευτικό, όλα τα «να» υπήρχαν  και άνοιγαν τα φτερά τους σαν επιλογή. Ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Πουλιά είναι, τι άλλο  να κάνανε;

Και τώρα, μισοφαγωμένες, στεγνές, άχρηστες, με κοιτάνε οι ντομάτες. Και τις κοιτώ και αυτό δεν αλλάζει τίποτε.  Ένας κόπος που πήγε χαμένος.  Ή δεν πήγε;  Έπρεπε να είχα λάβει τα μέτρα μου. Το ίδιο –φαντάζομαι- κάνουν τα πουλιά και σε όλους τους κήπους, τις επιδρομές και τις βόλτες τους. Όταν απουσιάζουν οι ανθρώπινες λαλιές και τα βλέμματα, αυτά κάνουν τη δουλειά τους. Άλλος να μεγαλώνει τα ζαρζαβατικά του  -όχι για μεγάλες παραγωγές αλλά για την χαρά της ενασχόλησης με τα χώματα και να σκαλίζεις τον χρόνο-  και άλλος και άλλοι να τα χαίρεται και να τα χαίρονται. Αυτό ήταν που με πείραξε κατά βάθος. Τα πουλιά αυτό μάθανε από τα γεννητούρια τους και έτσι ταΐζονται εδώ και τόσες εποχές. Είναι και αυτό το δίλημμα, ένα από τα πολλά, μέσα στο όλο πρόγραμμα της Κυριακής. Αγριοπούλια είναι, που δεν κάνουνε και  ζημιές μεγάλες. Εδώ που τα λέμε, κάποια κελαηδίσματα είναι γλυκόηχα στα αυτιά μου. Ως ανάμνηση αλήθειας και δεδομένο, το φέρνω και αυτό στο παιχνίδισμα των τυχόν μου αποφάσεων.  Μετά, όταν φύγουν από ‘δω, το πού πάνε, ποιες είναι οι παρέες και ποιες οι φωλιές τους, άγνωστο.  Και αυτό, είναι μια ακόμη αλήθεια. Και ο καφές και τα κατακάθια του, κάνουν γκριμάτσες και ταξίδια, στα μάτια μου. Μια ακόμη ουτοπία σχημάτων γυρίζει στην τύχη της ημέρας. Έτσι συλλογίζομαι…

Μια  κάποια άλλη φορά, παλιά, είχανε κατέβει από τον φράχτη. Και κάτω στο χώμα βρήκανε μια κολοκυθιά και την γεμίζανε τρύπες. Δεν αφήσανε ούτε ένα σπόρο για δείγμα.  Είναι η ώρα λοιπόν των αποφάσεων.  Το έφερα από ‘δω, το πήγα από ‘κει και η ώρα της κρίσεως, κόντευε.

Τελικά, δεν έβαλα δίχτυ, ούτε σκιάχτρα. Ας έρχονται να μου ανανεώνουν  τα  «Αχ» και τις Κυριακές μου. Ας τα μεγαλώνω τα κηπευτικά  με ό,τι και όπως μπορώ. Τελευταία και πιο πολλοί μπαίνουν στον κόπο και στη διαδικασία να φτιάχνουν, αναλόγως και της εποχής, τον κηπάκο τους. Καλή ενασχόληση. Και η τηλεόραση έχει από τέτοια προγράμματα με το κιλό.  Κάτι όμως θα προλάβω να φάω στην πορεία τους.  Στην ωρίμανσή τους. Και θα δώσω και σε κάποιον γείτονα και αν φάνε και τα πουλιά… και αυτά είναι παρέα μου, μαζί με όλα τα άλλα.

Φοβισμένοι και χαλαροί είμαστε όλοι τις Κυριακές κοντά  στους φράχτες της πόλης. Με ερωτήματα και με σιωπές ταξιδεύουμε. Τσιμπολογάμε καρπούς και ο ήλιος αναζωογονεί τα χλωρά και τα ξερά των σκέψεων. Τα πετάγματά τους, σαν Κυριακές φεύγουν γρήγορα.  Ξεχνιούνται  γρήγορα, όπως και τα γεγονότα και οι πληροφορίες, που με το τσουβάλι σερβίρονται και δεν προλαβαίνουμε να τις χωνέψουμε.  Όλα φτερουγίζουν στον ουρανό.

Είναι κάποιες φορές, όμως, που τα μάτια μας, με αυτά τα χωρίς ονοματεπώνυμο πουλιά, συναντιούνται. Έχει γίνει. Για ελάχιστο χρόνο, τα βλέμματά μας βρεθήκανε.  Δεν λέμε και πολλά πολλά. Τα λόγια είναι περιττά. Τα λόγια ήταν και θα ‘ναι περιττά. Με τη ρίγανη και τις λεμονιές τα λόγια είναι με αγγίγματα. Στο σημείο  αφής, στη λεπτομέρεια, μεταξύ άμυνας, αρπαγής και συνόρων τους, αιωρούνται αόρατες σιωπές και μονομαχίες ήρεμες. Το καταλαβαίνεις, το φέρνει και ο αέρας από μόνος του. Οι φυλλωσιές νοτισμένα περιμένουν του ήλιου τη ματιά.  Όλα γίνονται περάσματα.  Και τα πουλιά πάντα εκεί, αλάλητα παρατηρούν. Το ίδιο κι εγώ. Σταμάτησε ο χρόνος, ο ανάμεσά μας. Ακαριαία. Μονολογώντας, κυριολεκτικά όρθιοι και οι δυο μας στα δυο πόδια, περιμένουμε ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση. Απέναντι και κοντά γίνονται όλα αυτά. Κάνοντας ακαταλαβίστικες ενορχηστρώσεις με τα χέρια μου στον αέρα του ανάμεσά μας, τα διώχνω. Εντούτοις όμως κάπου τα ζηλεύω. Ειδικά όταν πετάνε. Και όταν κουράζονται, δυο τρία ψίχουλα που βρήκαν στο διάβα τους είναι, θα ‘ναι και ήταν αρκετά για να χορτάσουν.  Και συνεχώς ψάχνουν και μυρίζουν στον αέρα τα κηπευτικά. Ξέρουν τι θέλουν, όσο και να τα διώχνω, θα ‘ρθουν άλλα. Και όταν θα ξανάρθουν, με την ίδια διάθεση θα τα περιμένω. Όπως και ντομάτες και Κυριακές θα ‘ρθουν και θα καρπίσουν. Και ο αέρας βοηθάει σε αυτό. Και τα πουλιά παρόντα ανανεώνουν και τα χώματα.

Συνέχιζα τις σκέψεις μου, εκτός των τειχών και από τα σκαλοπατάκια του μπαλκονιού, αεροπλάνα ταξιδιάρικα κάνανε θόρυβο στον ουρανό που έβλεπα. Και ο ήλιος έντυνε τους φράχτες του κήπου και την εξώπορτα. Ο καλός καιρός προετοιμαζόταν για μπαρμέκιασμα απογευματινό. Χωρίς ομπρέλα, να πούμε δυο κουβέντες, λίγοι και καλοί και εναπομείναντες, να μαζευτούμε και να μην πάει χαμένη η Κυριακή.  Με ένα απλό τηλεφώνημα να κάνουμε την κοντή γιορτή της ημέρας να κοιτάξει πιο ψηλά.  Το ίδιο κι εμείς, να διαβάσουμε την ημέρα συλλαβιστά. Να ποτίζει και όλα τα λούλουδα και τα βοτάνια και τα αγκάθια μας.  Να τσιμπολογήσουμε, να βρεθούμε. Αν και χορτασμένοι που είμαστε (που γίναμε καταναλωτές),  τουλάχιστον να ονειρευτούμε με όποια τιτιβίσματα μας έχουν απομείνει. Και τα εσώψυχα να βγουν και να βρουν τον αυθόρμητό τους εαυτό.  Το δικαιούμαστε. Παρεμπιπτόντως έχουμε και ντομάτες αγορασμένες και σε καλή τιμή.  Τις ξεχνάμε, χαλάνε, τις πετάμε. Και μαλώνουμε με τον εαυτό μας, που δεν χορταίνει το μάτι μας, το καταναλωτικό, που ψωνίσαμε τόσα πολλά για το σπίτι και την εβδομάδα. Ποιος θα τα φάει όλα αυτά; Αναρωτιέμαι. Και η απάντηση δεν μας βάζει μυαλό…

Μαζεύω τις σκέψεις μου από τα πολλά πετάγματα της ημέρας. Μέχρι τότε, τα μάτια μου περισκόπιο.  Η κάθε μου ανάσα στου ήλιου την επιδρομή,  βγαίνει στο φως αλώβητη και σίγουρη. Το ξόδεμά του, άλλωστε, με γεμίζει – δεν πάει χαμένο. Φτερουγίζουν, δε, και τα ψίχουλά του στα χέρια μου.

Μελβούρνη, 2022.


[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη