«Ντίντα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Μια απλή ιδιορρυθμία ήταν κι αυτό, τίποτα ιδιαίτερα αξιοσημείωτο. Η σταθερότητα της αντίδρασής της σε κάθε μικρο-δυστυχία της καθημερινότητας, από το «Χαλάσανε τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου κι έμεινα στην Αλεξάνδρας, αριστερό ρεύμα, να προσπαθώ να στρίψω το καρούλι, ένα δεκαοκτάχρονο μπλε φίατ  αριστερά και το τιμόνι ίδια λιπόθυμος άνθρωπος», μέχρι το «Πάλι πιάσανε οι αγκινάρες! Μπριζολάκια θα μυρίζουν, πάλι στη γειτονιά, καλή μας όρεξη». Η κοπελιά, λοιπόν, έπαιρνε τα ποδαράκια της και πού την έχανες, πού την έβρισκες, πάντα κατέληγε σε ένα φυτώριο ν’ αγοράζει, ανάλογα με τη διάθεση και τα λουλούδια της εποχής βεβαίως, γλαστρούλες  σε διάφορα μεγέθη. Είχε έτσι, ένα μπαλκόνι ανθόκηπο! Όχι πως οι αναποδιές ήταν τόσες πολλές! Αλλά αν προσέθετε κανείς τις επισκέψεις από φίλους, τα γενέθλια και τις γιορτές που το λέλουδο είναι μια εύκολη και ασφαλής λύση, η σούμα οδηγούσε σ’ ένα λουλουδάτο αποτέλεσμα.

-Τα χρώματα, έλεγε με βεβαιότητα, δεν τα βλέπουμε όλοι τα ίδια. Εκτός του ότι αλλάζουν ανάλογα με το πώς πέφτει το φως πάνω τους, όλοι στην τελική καθοριζόμαστε απ’ τις σκιές μας, ανάλογα με τη διάθεσή μας, τα βλέπουμε κι αλλιώς. Το ξέρατε αυτό;

Ο Άλκης γέλασε πρώτος.

-Πες μας, ρε Ντίντα, τώρα και για τη θεωρία της σχετικότητας!

Χαμήλωσε το βλέμμα της, κομμάτι ενοχλημένη, κι η ματιά της έπεσε σ’ ένα μωβ πανσέ, αγορασμένο μόλις χθες.

-Παράλληλες γραμμές, καθένας κι ένα μικρό αναπόδεικτο θεώρημα είμαστε Άλκη… Μια ζωή κοιτάμε με χίλιες πράξεις -αφαιρέσεις, διαιρέσεις, πολλαπλασιασμούς-  ν’ αποδείξουμε το ορθό της θεωρίας μας έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την απόδειξη άλλων προτάσεων. Σαν κρίκος από την αλυσίδα της ζωής.

Η Ντίντα είχε πάρει φόρα. Μέσα Γενάρη και κάθονταν στο μπαλκόνι. Γύρω, σχεδόν μπαξές. Πόσες μικρές, μέτριες, μεγάλες γλάστρες με πανσέδες, γεράνια, νεραντζούλες, μια καμέλια, δυόσμος, κρεμμυδάκια, χειμωνιάτικα βασιλικά μέχρι και σέλινο. Κι ένας ήλιος που ζέσταινε όμορφα, απαλά ακουμπώντας τα βλέμματα, τα σώματα, τα χέρια. Ο Άλκης παρατηρούσε τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα, πώς άγγιζαν τα πράγματα σαν να ήταν πουπουλένια!

Με τον ίδιο τρόπο που άγγιζε τα πράγματα, έβλεπε και τον κόσμο.

Η Έρη, το πειραχτήρι της παρέας, θέλησε να μάθει πιο πολλά.

-Λοιπόν, για πες μας παρακάτω…

-Έλα, πειραχτήρι εσύ! Σα και δεν ξέρεις τι ακριβώς  θέλω να πω! Προχτές δεν μου ‘λεγες πως όλες οι μπλούζες πάνω σου, σου φαίνονταν κάπως; Δικά σου λόγια λέω, όχι δικά μου. Κι όταν, τελικά, φόρεσες το κίτρινο πουλοβεράκι της Πέννυς, είπες «Αυτό! Αυτό το κίτρινο ζητούσε η ψυχή μου». Έτσι δεν είπες;

Η Έρη άρχισε τότε να ενδιαφέρεται πραγματικά ν’ ακούσει αυτό που έλεγε η φίλη της. Μόνο όταν  την τσιμπιά τη νιώσεις στο δικό σου χέρι, μόνο τότε καταλαβαίνεις πως μπορεί και να πονάει.

-Συνέχισε να δούμε πού θα το πας… της είπε.

-Άκου με πώς το σκέπτομαι. Κοίτα το φως πώς πέφτει πάνω στα λουλούδια μου. Το φως είναι ένα. Το πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ κι ο καθένας από εμάς που καθόμαστε τώρα εδώ το χρώμα του καθενός από αυτά, εξαρτάται από τη θέση μας, τη γωνία που τα βλέπουμε, καθώς και τη διάθεσή μας. Χωρίς αυτό όμως, ν’ αλλάζει στο ελάχιστο την ακριβή ποιότητα και φύση του χρώματος αυτού καθαυτού. Αν τώρα αντιστρέψεις όλα τούτα, και τα σκεφτείς σε σχέση με τη γνωστή σε όλους σας ιδιαιτερότητά μου, θα καταλάβεις καλύτερα όχι μόνο τα χρώματα, αλλά και τι προσπαθώ να πω.

Ο Άλκης είχε μείνει ενεός να κοιτάζει τούτο το αταίριαστο πλάσμα. Που μπορούσε να σπαταλά χρόνο να σκέπτεται για τα χρώματα σαν να επρόκειτο για ένα ζωτικό και καθοριστικό για τη ζωή της θέμα. Πώς κατάφερνε να επιβιώνει σ’ έναν κόσμο που κυνηγούσε το χρήμα, τη δόξα και την αναγνώριση, χλεύαζε τους σκεπτόμενους και καταδίκαζε σε μαρασμό τους ευαίσθητους, αρεσκόταν δε στην κατά συρροή κατηγοριοποίηση των ανθρώπων; Πώς κατάφερνε ακόμα να διατηρεί τα φτερά της, ίδια νεραϊδίσια κι αραχνοΰφαντα σ’ έναν κόσμο γεμάτο μ’ αγκάθια; Από πού να τ’ αγγίξεις τούτο το ξωτικό και να μην το πονέσεις;  Εκείνη, όμως έπρεπε να ολοκληρώσει τη σκέψη της, να την καταστήσει όσο πιο σαφή γινόταν.

-Η ανάγκη μου να λουλουδιάζω τον κόσμο, ειδικά μετά από κάποια μικρή ή μεγάλη αναποδιά, προσθέτοντας του χρώμα, καθιστά την ατομική μου στάση και θέση. Την προσωπική μου ηθική, αν θέλεις. Ετούτη τώρα, έχει απόλυτη σχέση με τα χρώματα. Δεν απαιτεί να καθορίσει τον κόσμο, πώς θα μπορούσε να αξιωθεί κάτι τέτοιο άλλωστε, αλλά είναι η προσωπική μου συμβολή σε αυτόν. Θα μπορούσα να ζωγραφίζω με γκράφιτι τους άσπρους τοίχους των πολυκατοικιών, έτσι δεν θα γινόμουν μια έκφανση μιας καθολικής προοπτικής κι ιδέας; Τα χρώματα τρέχουν με τη δική τους ταχύτητα. Το ίδιο κι εμείς. Και μέσα μας κι απ’ έξω.

-Α, ρε Ντίντα! Όνομα και πράγμα είσαι! είπε η Έρη.

-Δεν παίζω ποδόσφαιρο, Έρη μου, αυτό είναι δύσκολο, απάντησε η νεράιδα Ντίντα, με το όνομά της ολόκληρο να είναι Δαλιδά και να έχει μείνει αυτό το σχεδόν υποκοριστικό να τη συνοδεύει, καθώς όταν ήταν μικρή δεν μπορούσε να  το πει ολόκληρο και  σωστά.

Θαύμαζε η μαμά της τη διάσημη Γαλλίδα τραγουδίστρια, να ‘το  το ονοματάκι. Πού να ‘ξερε το παρελθόν που κουβαλούσε τ’ όνομα. Γνωστή εταίρα της εποχής, σύντροφος του Σαμψών, η οποία τον εξαπάτησε και απέσπασε το μυστικό της δύναμής του, οδηγώντας τον στην καταστροφή. Καμιά σχέση το όνομα, όσο αφορά το παρελθόν του με τούτο το κορίτσι.

Ο Άλκης που κάτι είχε ακουστά, μια και ήταν καλός μαθητής στο δημοτικό, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, είπε:

-Καμιά σχέση δεν έχει με κανέναν η Ντίντα μου! Μία και μοναδική.

Και κοιτώντας την στα μάτια, της είπε:

-Εσύ αγάπη μου, δεν τρέχεις απλά όπως τα χρώματα. Εσύ είσαι όλα τα χρώματα. Και τρέχεις με χίλια!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη