“Νεφέλη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πέρασε. Όπως περνάνε όλα. Άλλοτε σιγά, να σου τυραννούνε την ψυχή και το σώμα κι άλλοτε γρήγορα, να μη μένει τίποτα στα χέρια, παρά μονάχα μια ανεπαίσθητη γεύση στο στόμα από μια γλύκα παροδική. Ξαφνικά, όλα που ‘χεις μέσα σου, γίνονται πλημμύρα, φουσκώνει μέσα σου μια θάλασσα που δεν την κυβερνάς και σε πνίγει.

-Λες να τρελαίνομαι; Φωνές, σκόρπια λόγια και σκέψεις σε μια τυραννική συνέχεια, δεν μπορώ να καταλάβω.

Με λένε Νεφέλη. Είμαι άνεργη. Στην εφορία δηλώνω οικιακά. Η εξίσωση εδώ δεν είναι μια περίπλοκη μαθηματική πράξη. Άνεργη σημαίνει οικιακά. Πριν δέκα κάτι χρόνια, δήλωνα αυτό που είχα σπούδασα, καθηγήτρια. Τι καθηγήτρια δεν αλλάζει και πολύ τις παραμέτρους, αν προσθέσω την αναγκαστική συνθήκη, για να αποκτά ουσία ο τίτλος, συνειδητή δασκάλα, με σκέψη και ψυχή. Ίσως για αυτό δηλώνω τώρα άνεργη. (Θα μπορούσα, μάλιστα, να ήμουν μια γιατρός που τα παράτησε στη μέση, συνταξιούχος, ή μία γιάπισσα που άφησε την θέση της και τώρα ποτίζει ντοματούλες στο κτήμα που αγόρασε από τα χρόνια που πουλούσε ακριβά τα μπορώ της.)

Γιατί κάτι πρέπει να δηλώνεις. Διαφορετικά πού να σε εντάξει η κοινωνία, μπερδεύεται η κακομοίρα. Ύστερα, έτσι βοηθάς και τον εαυτό σου. Φαντάζεσαι στα σαράντα σου, λέει, να σου κρεμάσουνε πάνω από το κεφάλι μια πινακίδα που να γράφει «ΑΝΕΝΤΑΚΤΗ». Θα τ’ αντέξεις; Ανάμεσα σε τόσες ονομασίες φαίνεται χάνομαι, φορές- φορές. Α, ξέχασα, έχω κι άλλα να δηλώσω. Μαμά, σύζυγος, κόρη, αδελφή, θεία, νύφη, ανιψιά και για να φαντασιώνομαι κι εγώ λιγάκι, ερωμένη. Μόνο που όλα αυτά δεν δηλώνονται πουθενά. Γιατί δεν πληρώνεσαι γι’ αυτά, μόνο πληρώνεις.

Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Πώς πέρασαν τα χρόνια. Μέσα στα μάτια μου κουβαλάω όλους τους ανθρώπους που γνώρισα. Τα λόγια που γράφονται στα μάτια, δεν τα βλέπουν όλοι.

Ζηλεύω τα καθαρά μάτια και τα πλατιά χαμόγελα. Δεν ξέρω να σας πω πού γράφονται οι λέξεις σ’ αυτούς με τα καθαρά μάτια. Φαίνεται πως στα όνειρά τους, αδειάζουν τις ψυχές τους και κάθε πρωί ξαναρχίζουν. Όπως οι άγγελοι. Και πως, απρόσμενα, σου χαρίζουνε τη χαρά τους, χαμογελώντας σου!

Όταν αφήνομαι στη δύνη της ψυχής μου, δεν με σώζουν ούτε τα χαμόγελα, ούτε τα καθαρά μάτια, ούτε τα λόγια αγάπης. Μονάχα σκέπτομαι πως θα περάσει. Θα πάρει το χρόνο του και θα περάσει. Ύστερα κουκουλώνομαι στο κρεβάτι, να σταυρώσω τα χέρια, να βάλω το μυαλό σε τάξη. Όλα καλά. Αν το πω πολλές φορές, θα γιάνω. Έτσι καμιά φορά ξεχνούσα τον πόνο από το ματωμένο μου πόδι όταν ήμουν παιδί. Γιατί το να κλάψεις και να ξεθυμάνεις την οργή ή τον πόνο ή την αδικία, γίνεται όσο περνούν τα χρόνια μια δύσκολη υπόθεση. Το παιδί, το αφήνουμε να κοιμάται βαθιά μέσα μας τον ύπνο της λήθης, σαν να ντρεπόμαστε που υπήρξαμε κάποτε παιδιά και κλαίγαμε όταν μας μάλωναν οι δικοί μας ή μας αρνιόντουσαν το ένα ή το άλλο καπρίτσιο μας.

Δεν είναι μόνο τι κουβαλάω εγώ στην πλάτη μου από την δική μου ζωή. Είναι πιότερο ο τρόπος που γίνονται, που ειπώνονται ή που δεν ειπώνονται τα λόγια, η στάση και η δράση της πλειοψηφίας. Φοβερή λέξη η πλειοψηφία. «Ψήφισαν κατά πλειοψηφία, μπλα, μπλα, μπλα…». Οι υπόλοιποι δεν χρειάζεται να αναφερθούν, οι μειοψηφίες μένουν εκεί που τις θέτουν οι πλειοψηφίες, στο κενό. Προσωπικές απόψεις, διαφωνίες, ενστάσεις, στα δικαστήρια, όχι σε μια δημοκρατικά δομημένη κοινωνία όπως η δικιά μας. Οι διαφορετικοί, στο δέκα τοις εκατό, στην αφάνεια ή στην μάχη με τον εαυτό τους.

Λες να τρελαίνομαι;

Αυτό το συναίσθημα της ανυπαρξίας, είναι ανησυχητικό σημάδι; Νιώθουν πως χάνονται οι άνθρωποι άραγε πριν τρελαθούν, έχουν συναίσθηση των συναισθημάτων τους ή νιώθουν πως όλα είναι μια χαρά, ενώ παρουσιάζουν μια συμπεριφορά άκρως προβληματική κατά γενική ομολογία;

Και πότε επιβραβεύει η κοινωνία; Πότε βρίσκουν δουλειά οι άνεργοι, ή την ησυχία τους οι ονειροπόλοι; Ένας πρώτος αποδεκτός τρόπος είναι ένα παραφουσκωμένο βιογραφικό. Θες να πεις γιατρός; Λες «ειδικός παθολόγος, συνεργάτης της τάδε κλινικής, μετεκπαιδευθείς εις Λονδίνο». Όσο πιο φασκιωμένο, τόσο πιο σίγουρο το αποτέλεσμα. Αν στην εξάσκηση του λειτουργήματος πεθάνουν και δυο- τρεις, εργατικό ατύχημα, δικαιολογείται. Όσο πιο χρυσοποίκιλτο το μπαρόκ σαλονάκι, τόσο πιο αποδεκτή η εξουσία. (Αν και τελευταία φοριέται πολύ και η πιο απλή διακόσμηση, να είμαστε πιο κοντά στον πολίτη). Όπως στο στρατό. Επίσημα δικαιολογούνται απώλειες της τάξεως του τάδε τοις εκατό, κατά την διάρκεια ασκήσεων. Τώρα, αν συνέπεσε να είναι το δικό σας παιδί, τα θερμά μας συλλυπητήρια, ελπίζουμε όμως να επιδείξετε την αρμόζουσα μεγαλοψυχία. Η πατρίδα δεν θα ξεχάσει την θυσία σας. Του χρόνου θα στέλνει ένα παρόμοιο ή ίσως και ολόιδιο γράμμα σε ένα άλλο σπίτι.

Όλα περνούν με τον καιρό. Όλα αλλάζουν. Αυτή δεν είναι κι η δική σου ελπίδα; Πώς γίνεται να ελπίζεις, αν μπορείς να βλέπεις;

Ο ι άνθρωποι κοιτάζουν να φτιάχνουν τα πράγματα στα μέτρα τους. Τι με βολεύει τώρα, πώς θα γυρίσω πιο ήρεμος στο σπίτι, πώς θα κάνω πιο άνετα τις δουλειές μου; Θα διακτινήσω τα παιδιά στο σπίτι ενός φίλου, που θα ξέρω ότι θα είναι ασφαλή. Θα παίξουν τα παιδιά, θα φάνε κιόλας, καλά κι αν δεν γίνει έτσι, λίγη «διατροφή» δεν μας πειράζει. Άλλωστε έτσι κάνουν όλοι. Ούτε ευχαριστώ δεν χρειάζεται να πω. Απώλεια ενέργειας τα πολλά ευχαριστώ. Όπως και οι δεύτερες σκέψεις. Απαράδεκτες, ειδικά σε προχωρημένες ηλικίες. Μεγαλώνοντας οι άνθρωποι δεν είναι επιτρεπτό να αμφιβάλουν για την ορθότητα των πράξεων τους, πόσο μάλλον των σκέψεων τους. Αυτά είναι εφηβικές ανησυχίες, που ούτε οι έφηβοι δεν έχουν πια. Ξεπερασμένες αγωνίες που οφείλονται στην έλλειψη βιταμινών που παρουσιάζεις. Όπου βιταμίνες βλέπε ταυρίνη, αναισθησία, υπερεγώ και μερική κώφωση.

Οι άνθρωποι όταν σε ψυχολογήσουν και σε βρουν διαθέσιμο, διαφορετικό, πατάνε δεν το πολυσκέπτονται. Εσύ δεν το πατάς το χαλί στο σαλόνι σου; Αν είναι και Περσίας, ίσα- ίσα του κάνεις και καλό. Του ανεβάζεις την αξία. Βρήκανε τόσους πολλούς τρόπους για να γιορτάζουν την μετριότητα, που είναι τόσο δύσκολο να τους παρακολουθήσει κανείς. Η περίσσια ψυχή, η αλήθεια που κουβαλάμε όσοι θέλουμε να μένουμε πιστοί σ’ αυτά που αισθανόμαστε, δεν έχουν θέση σ’ αυτόν τον κόσμο.

Λέω, πως ήμουνα πάντοτε τρελή και δεν είναι κάτι που παθαίνω τώρα. Μόνο που τώρα φαίνεται ίσως περισσότερο, να θέλω να ορίζω τον τόπο που πατώ σαν στέκομαι. Τις άλλες ώρες που αναρωτιέμαι πού να βρίσκεται η ψυχή μου, είναι οι ώρες που αφήνομαι, να μην καταλαβαίνω, να κοιμάμαι κάτω από τον δυνατό ήλιο, να καίγομαι.

Νεφελοσκορπίσματα οι ζωές μας, σπυρί καλαμπόκι κι η δικιά μου, στα καλαμπόκια που έσπειρε ο Θεός σ’ ένα χωράφι του.

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Ρόζα Σαντοριναίου
    7 Νοεμβρίου 2016 at 23:02

    Σας ευχαριστώ που γράφετε όπως βλέπω! Ναι, μπορούμε να ελπίζουμε κι ας βλέπουμε, μην ξεχνάτε ότι ακόμα αλλάζει η μειοψηφία το αποτέλεσμα….

  • Μαριάννα Γληνού
    8 Νοεμβρίου 2016 at 15:07

    Μειοψηφίες και πλειοψηφίες έχει μόνο εδώ.. Στ’ αλήθεια, καθένας μετριέται με το ύψος και το βάθος της ψυχής του..όπου! Εγώ ευχαριστώ!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη