“Να γονατίζεις μα να μην πέφτεις”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Ήταν μελαγχολικό άτομο από βρέφος. Η εξήγηση που ‘δωσε η γειτονιά ήταν πως το κληρονόμησε απ ‘την κοιλιά της μάνας του, καθώς ο πατέρας του δεν τον ήθελε κι η μάνα του πέρασε ένα εννιάμηνο κλαυθμών και οδυρμών… κυριολεκτικά, μιας κι ο πατέρας του είχε μακρύ χέρι…

Οι γονείς του τελικά χωρίσαν πριν καλά – καλά γεννηθεί. Η μάνα του, φτωχιά κι ορφανή κι η ίδια, δεν άντεξε τον κοινωνικό κατατρεγμό, που στιγμάτιζε τις μόνες μανάδες κείνα τα χρόνια, και πριν κλείσει εκείνος τα δώδεκα, κλείσανε εκείνη στο Δρομοκαϊτειο. Όσο για τον πατέρα του, το μόνο που είχε να θυμάται από κείνον ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του, που από πίσω έγραφε «Να γονατίζεις μα να μην πέφτεις». Κι έτσι απόμεινε μοναχός του, πιο ορφανός κι απ’ τα ορφανά, να τον μεγαλώνει ο δρόμος και τα δημόσια συσσίτια. Για επαιτεία ούτε λόγος, ήτανε πολύ περήφανος για ν’ απλώσει ανοιχτό το χέρι χωρίς να το ‘χει ιδρώσει πρώτα.

Σπίτι του για πέντε χρόνια ήταν ένα κενοτάφιο εις μνήμην πεσόντων στον Μεγάλο Πόλεμο του 1914, στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.  Η μοίρα το είχε φέρει να τον ψυχοπονέσει ένας απ’ τους νεκροθάφτες και να τον αφήσει να τον βοηθάει με την καθαριότητα των μνημάτων, μ’ αντάλλαγμα ένα πιάτο φαϊ και τα στραβά μάτια για τη γωνιά που κοιμότανε ο μικρός. Κι ενώ κανείς θα θεωρούσε ανήκουστο για ένα παιδί να μένει σε ένα τόσο μακάβριο μέρος, εκείνου του άρεσε. Του άρεσε που κανείς δεν του μιλούσε, που κανείς δεν τάραζε την ησυχία του τόπου εκείνου. Του άρεσε που μπορούσε μοναχός του τα βράδυα με μόνη συντροφιά τα αναμμένα καντήλια και τους αποδημήσαντες εις Κύριον, να βρίσκει απάγκιο στα κρύα μάρμαρα και να ονειρεύεται.

Τα όνειρά του συνήθως είχαν να κάνουν με την μάνα του. Τάχαμου ότι την έσωζε, ότι είχε ένα σπίτι ζεστό με γεμάτα ντουλάπια, με κήπο γιομάτο γαρδένιες και γεράνια, με θέα στο απέραντο πράσινο του κάμπου. Ένα καταφύγιο φτιαγμένο μονάχα για κείνους, όπου κανείς δεν θα έφτανε για να τους κρούσει. Το σπίτι τους ονειρευότανε και την αγκαλιά της μάνας του, που τόσο πολύ του είχε λείψει.

Κι έτσι έσκυβε το κεφάλι και δούλευε σαν το σκυλί χωρίς παράπονο, καθαρίζοντας μνήματα, κάνοντας θελήματα, φυλάγοντας κάθε πολύτιμη δραχμή που κέρδιζε με τον πόνο του. Στην αρχή τις δραχμές του τις κομπόδενε μέσα σε ένα μαντήλι και τις έκρυβε πίσω από τη φωτογραφία ενός πρόωρα χαμένου ανθυπολοχαγού. Με τα χρόνια όμως γίνηκαν πολλές, τρεις χιλιάδες και πεντήκοντα μία είχαν μαζευτεί – πολλά του φαινόντουσαν του φτωχού τ’ αγοριού, είπε να τις σιγουρέψει καλύτερα μιας κι ήταν όλο του το βιός.

Ένα βράδυ λοιπόν, πρόσεξε πως είχε ξεκουφώσει ένα μαρμαράκι στο δάπεδο του κενοταφίου, ακριβώς κάτω απ’ την φωτογραφία του ανθυπολοχαγού. Αποφάσισε να θάψει τις δραχμές του εκεί. Σήκωσε το μάρμαρο και πάλεψε με τα χέρια να σκάψει όσο πιο βαθιά μπορούσε. Μέχρι που βρήκε ένα κομμάτι λινάτσα ανάμεσα στα χώματα. Προσπάθησε να τραβήξει το ύφασμα αλλά ένιωσε αντίσταση. Κοίταξε καλύτερα και είδε πως ήταν δεμένο με σχοινί, σαν κάτι να ‘χε μέσα. Χούφτωσε καλά την κορφή και τράβηξε με δύναμη. Και βγήκε ένα αυτοσχέδιο πουγκί. Γεμάτο χρυσές βασιλικές λίρες. Μεγαλύτερο κι απ’ τις δυό του χούφτες ενωμένες μαζί.

Του κόπηκε η ανάσα. Πρώτη φορά στα πέντε χρόνια εκεί φοβήθηκε. Αυτές οι λίρες ήταν η απάντηση στα όνειρά του, στις κρυφές προσευχές του. Μα να απλώσει να πάρει απ’ τον νεκρό? Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ανθυπολοχαγό. «Να τις πάρεις», του είπε ο πεθαμένος. «Δικές μου είναι, στις δίνω, για όλα τα βράδυα που μου κράτησες συντροφιά εδώ μέσα. Εγώ τις να τις κάνω μικρέ; Έχω φύγει πια. Πάρτες και φύγε και συ».

Μετά από κείνο το βράδυ πέρασαν άλλα σαράντα. Σαράντα μέρες και μία, το πρωί τον βρήκε στην πόρτα του ιδρύματος που κράταγαν τη μάνα του. Την είχε προλάβει, ήταν ζωντανή. Μόλις τον είδε τον αγκάλιασε και γίνανε μαζί μια μπάλα, γονατιστοί και σφιχταγκαλιασμένοι, μα δεν κλαίγανε. Τα δάκρυα και των δυό τους είχανε στερέψει από χρόνια. «Παιδί μου… παιδί μου….», του ψιθύρισε. «Δεν είμαι τρελλή, εκείνοι με τρελλάνανε, εκείνοι γιέ μου».

Σηκώθηκε και την κράτησε απ’ τα μπράτσα. Τη στήριξε στα πόδια της και της φίλησε το μέτωπο. «Σώπασε μάνα, σώπασε. Σήκω να πάμε στο σπίτι μας».

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη