«Μ. Καραγάτσης», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Μ. Καραγάτσης / Μικρό βιογραφικό

Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908 − 14 Σεπτεμβρίου 1960) ήταν Έλληνας πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του ’30». Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο φτελιά ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του παραπέμπει στο όνομα Μιχάλης, όμως το μυστήριο του γράμματος «Μ» δεν θα μπορέσει να λυθεί, διότι ο ίδιος δεν δήλωσε ποτέ ρητά τη σημασία του. Ο Μ. Καραγάτσης πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο του 1927, στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Η κυρία Νίτσα, όπου και απέσπασε τον Α’ Έπαινο. Η μετέπειτα πορεία του τον ανέδειξε ως έναν από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της γενιάς του Τριάντα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία (μυθιστόρημα – διήγημα – νουβέλα), το θέατρο, τη λογοτεχνική μετάφραση, τη θεατρική κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την ιστορία. Από το πεζογραφικό του έργο σημειώνουμε ενδεικτικά τα: Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η μεγάλη χίμαιρα, Το μπουρίνι, Σέργιος και Βάκχος, Ο Κίτρινος φάκελος.

Αναλύοντας τον Καραγάτση – Συγγραφικό ισοζύγιο

Ο  Καραγάτσης είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους του νατουραλισμού στην Ελλάδα. Αφηγηματικά άρτιος, με μοναδική αναπαραστατική δεξιότητα και με εξαιρετική εμβάθυνση στα ψυχολογικά προφίλ των ηρώων του, με ένα μεγάλο λογοτεχνικό παράστημα και εκτόπισμα  αποτελεί πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση πεζογράφου. Ο ωμός του ρεαλισμός και η απόλυτη σύνδεση των ιστοριών και των πρωταγωνιστών του με την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα αφτιασίδωτη, είναι κάποια από τα βασικά του γνωρίσματα.

Μην ξεχνάμε το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που γράφει ο Καραγάτσης. Με αυτές τις συνθήκες είναι  τουλάχιστον θαρραλέος για τον τρόπο που επιλέγει να εκφραστεί, χωρίς φόβο, φιοριτούρες και καμία διάθεση να ωραιοποιήσει καταστάσεις και να ευχαριστήσει αναγνώστες και κριτικούς. Με  ένα λόγο απλό,  χωρίς συναισθηματικές και ρομαντικές  πινελιές, με δόσεις λυρισμού και ποιητικές εξάρσεις χωρίς ποτέ να γίνεται διδακτικός. Εξαίρεση αποτελεί «Η μεγάλη Χίμαιρα», στις σελίδες της οποίας ο Καραγάτσης, μέσω της Μαρίνας, δείχνει μια ηθικοπλαστική διάθεση πιάνοντας με προχειρότητα, θα έλεγα εγώ, θέματα όπως τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τη σχέση των φύλων, τη σχέση Ελλάδας – Δύσης αλλά και το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια.

Στα έργα του οι πρωταγωνιστές είναι συνήθως αλλοδαποί και άνδρες (με εξαίρεση τη Μαρίνα στη Χίμαιρα). Άτομα που έρχονται από μια άλλη κουλτούρα, με άλλα ήθη και έθιμα και με ασυγκράτητες ορμές δεν καταφέρνουν ποτέ να προσαρμοστούν στο νέο τους περιβάλλον ούτε να καταλαγιάσουν τα πάθη τους.  Ακόμα και αν αυτό το περιβάλλον «λούζεται» από το ελληνικό φως, τον ελληνικό ήλιο, που σε πολλά γραπτά του αναφέρει ο συγγραφέας, ακόμα λοιπόν και σε τέτοιες συνθήκες ζεστής ελληνοκεντρικής ηθογραφίας και φιλοξενίας οι βόρειοι, ψυχροί πρωταγωνιστές του θα παραμείνουν ψυχροί, ομιχλώδεις και απροσπέλαστοι. Η αδυσώπητη πραγματικότητα, τους προσγειώνει ανώμαλα και αυτοί δεν φαίνεται να θέλουν να προσπαθήσουν εκ νέου. Δέχονται παθητικά τη μοίρα, το πεπρωμένο τους, όπως οι περισσότεροι ήρωες εξάλλου των νατουραλιστών πεζογράφων. Δέσμιοι του αλκοόλ και άλλων εξαρτήσεων αλλά και των διογκωμένων σεξουαλικών τους αδένων, ξεγυμνώνονται μπροστά μας, καταρρέουν και τελικά αποκτηνώνονται. Πουθενά δεν διαφαίνεται η ελπίδα, μια πεσιμιστική και σκοτεινή διάθεση αιωρείται στην ατμόσφαιρα των έργων του, μια απαισιοδοξία που σε συνδυασμό με την μόνιμη ειρωνεία του, δεν αφήνουν τον αναγνώστη της εποχής του να του παραδοθεί ολοκληρωτικά.

Η περιγραφική του δεινότητα όμως είναι μοναδική. Τοπία, συναισθήματα,  περιγραφές, όσο και αν επαναλαμβάνονται, είναι τόσο ολοζώντανα δοσμένα που δεν κουράζουν. Αντίθετα συνηθίζονται, αφομοιώνονται από τον αναγνώστη ως χαρακτηριστικό ενός έργου που από τις πρώτες σελίδες μοιάζει μεγαλειώδες. Και όταν σε αυτό εναρμονίζονται οι χαρακτήρες του, τότε το αποτέλεσμα ξεπερνάει τα στενά όρια της ελληνικής λογοτεχνίας και πλησιάζει χωρίς υπερβολή τα Ντοστογιεφσκικά «συρματοπλέγματα». Δεν υπάρχει αναγνώστης που να διάβασε Καραγάτση και να μην συνέχισε να σκέφτεται τους ήρωες του για καιρό μετά, είτε θετικά είτε αρνητικά. Εκεί εντοπίζω το μεγαλύτερο ταλέντο του. Στο να σκηνοθετεί ή καλύτερα κινηματογραφεί τους πρωταγωνιστές εκπληκτικά. Με την κάμερα, όχι στα πρόσωπά τους, αλλά ακτινογραφώντας τον ψυχισμό και τα εσώτερα πάθη τους σε βαθμό που να τους νιώθεις δίπλα σου, να τους αφουγκράζεσαι, να τους δικαιολογείς ή να τους απορρίπτεις. Κάνε ό,τι θέλεις, είσαι ελεύθερος να κρίνεις σαν αναγνώστης. Ο Καραγάτσης όμως έχει άλλη σχέση με αυτούς. Δεν τους αφήνει ποτέ από τα μάτια του. Βυθίζεται μαζί τους στην άβυσσο, στο συναισθηματικό τους μαρτύριο, ανακάμπτει, απελευθερώνεται και αυτός τις λίγες φορές που αυτοί στα μυθιστορήματά του θα βρουν διέξοδο και ελπίδα. Το δίπολο έρωτας-θάνατος παντού παρόν. Επηρεασμένος από την αρχαία τραγωδία, με προιοικονομία, με τη Μοίρα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε και τη λύτρωση-κάθαρση που επέρχεται στο τέλος.

Στιβαρός συγγραφέας, με αυτοπεποίθηση και ένα συγγραφικό ένστικτο που σπάνια λάθευε, μυθοπλαστικά ιδιοφυής και αφηγηματικά πλήρης, ο Καραγάτσης παρέδωσε στο κοινό ένα δυνατό, πρωτοποριακό και διαχρονικό έργο, όχι όμως και συνολικά ομοιόμορφο. Και αυτό γιατί ο ίδιος ένιωθε πάντα δυνατός για να μεταπηδά (χοροπηδά θα έλεγα) σε άλλα είδη και άλλες νόρμες. Δικαιώθηκε; Όχι πάντα.

Προσωπικά θεωρώ πως ήταν απείρως πιο δυνατός όταν ανακατευόταν ο ίδιος  με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις λογοτεχνικές του ιστορίες, είτε με αυτοβιογραφικά  είτε με ιδεολογικά στοιχεία. Ή όταν φαινομενικά στην αρχή έπλαθε ανεξάρτητους χαρακτήρες αλλά στην πορεία πάλι κάπου «χωνόταν» και ο ίδιος. Γιατί εκεί μέσω των ηρώων του έβγαζε όλα τα ανομολόγητα θέλω του, όλα αυτά που θα ήθελε να ζήσει και δεν μπορούσε. Αλλά τα έγραφε τόσο παθιασμένα που σε συνέπαιρνε. Ναι, και εκεί έβγαζε στον αφρό κάποιες στερεοτυπικές αντιλήψεις, ίσως και κάποιο μισογυνισμό, ναι εστίαζε περισσότερο στο σαρκικό κομμάτι του έρωτα και σχεδόν καθόλου στο συναισθηματικό. Όμως η αυθεντικότητα, η ηθογραφία,  ο ρεαλισμός και  αλήθειά του τα υπερκαλύπτουν όλα αυτά.

Όταν όμως ο συγγραφέας υπερβαίνει τον εαυτό του και μπλέκει με το «φανταστικό» στο «Χαμένο νησί» ή με την ιστορία (με τη συγγραφή δεκάτομου ιστορικού μυθιστορήματος καθώς και με τον «Σέργιο και Βάκχο»), χάνεται η αύρα και το προσωπικό του στίγμα.

Ο ρεαλιστής Καραγάτσης δεν μπορεί να διηγηθεί φανταστικά παραμύθια, όπως ο Ιούλιος Βερν, ούτε να στρωθεί στη δουλειά με τόση επιμέλεια και να εμβαθύνει ιστορικά, όπως ο Παπαρηγόπουλος.

Ο Καραγάτσης είναι ο μόνος που μπορεί να διαβαστεί διαχρονικά γιατί  μελετούσε βαθιά την ελληνική κοινωνία πριν βάλει μέσα σε αυτή τους ήρωές του. Έβλεπε λοιπόν μπροστά, καταλάβαινε πως ο διάλογος, που θα αρχίσει σε πρώτο βαθμό με τους τότε «καχύποπτους» και «συντηρητικούληδες» αναγνώστες του, θα συνεχιστεί στο χρόνο σε επόμενες γενιές, όταν αυτός δεν θα είναι τυπικά παρών, θα έχει άλλη αποδοχή, πιο ανοικτά μυαλά αλλά δυστυχώς την ίδια βάση. «Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν».

Γιατί ο Καραγάτσης δεν κάνει λογοτεχνική αλλά ψυχολογική περιγραφή. Γνωρίζει πολύ καλά κάθε εξουσιαστική σχέση μεταξύ των ανθρώπων, γράφει επί προσωπικού χωρίς φόβο και πάθος, αντίθετα δηλαδή με τους αντίστοιχους της γενιάς του, και με μια αλήθεια που τελικά ξεπερνάει και τον ίδιο αφού σε κανένα έργο του δεν θέλει να εξωραΐσει τίποτα. Ο Καραγάτσης αγάπησε τον άνθρωπο και μετά τη λογοτεχνία και το γράψιμο. Και όποιοι συγγραφείς έπραξαν αυτό αγαπήθηκαν με τη σειρά τους από τον κόσμο. Τα κείμενά του διατήρησαν το σφρίγος, τη νεανικότητα και τον ερωτισμό τους έχοντας πάντα πρωταγωνιστές κανονικούς ανθρώπους από διάφορες τάξεις, εμιγκρέδες ή ντόπιους, αποτυχημένους ή πετυχημένους, πλούσιους ή φτωχούς μα σχεδόν πάντα τραγικούς.

Δεν μπορεί να μπει ισοζύγιο σε έναν συγγραφέα όπως ο Καραγάτσης. Να του καταλογίσω ερωτοσαρκισμό και μισογυνισμό σε πολλά από τα έργα του, ναι, θα το κάνω, με ενόχλησαν αρκετά. Δεν θα τον δικαιολογήσω για την εποχή που γράφτηκαν, τις συνθήκες, τα ήθη, τα έθιμα. Ο τρόπος του σίγουρα και οι φράσεις που χρησιμοποιεί, ενοχλούν. Από την άλλη δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ πως είναι ίσως ο μοναδικός Έλληνας πεζογράφος με τέτοια δύναμη πένας και μυθοπλαστική ικανότητα, που δεν «χωράει» σε κανένα ρεύμα, δεν μπαίνει σε κανένα καλούπι, γράφει μακριά από καθωσπρεπισμούς και το έργο του μπορεί να εμπνεύσει ακόμη και σήμερα και αύριο και στο διηνεκές αναγνώστες και συγγραφείς. Ακόμη, ακόμη και εγχώριους σκηνοθέτες με lifestyle νοοτροπία να τοποθετήσουν τη «Μεγάλη Χίμαιρα» μέσα σε ένα ταχύπλοο με φόντο το πέλαγος, στα χέρια πολλά υποσχόμενης ενζενί, για να τονίσει τον αδιέξοδο έρωτά της με έναν πολύ μεγαλύτερο άνδρα. Αλήθεια, πώς θα αντιδρούσε αν το έβλεπε αυτό ο ευέξαπτος και αθυρόστομος Καραγάτσης; Μα θα γελούσε καλόκαρδα, όπως άλλωστε έκαναν, λίγες είναι αλήθεια φορές, οι ήρωές του. Όταν όμως το έκαναν, το έκαναν με την ψυχή τους. Ας μην ξεχνάμε πως με ένα τόσο δυνατό και καλόκαρδο γέλιο τερματίζει ξαφνικά και απότομα το τελευταίο του πόνημα -και κατά την άποψή μου ίσως το καλύτερο- το «10». Με τη φράση «Ας γελάσω».

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια 

 

Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΛΙΑΠΚΙΝ

Ένα από τα κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας που έχουν γίνει πια κλασικά -το βιβλίο με το οποίο ο Καραγάτσης πρωτοπαρουσιάστηκε και επιβλήθηκε ως πρώτης γραμμής πεζογράφος. Η συναρπαστική ιστορία και το δράμα ενός Ρώσου εμιγκρέ, που βρίσκεται ξαφνικά, ξεριζωμένος από τον τόπο του, στον κάμπο της Θεσσαλίας και που, όσο και να το προσπαθεί, αδυνατεί να εγκλιματιστεί στα ελληνικά χώματα. Η οριστική μορφή (από την 5η έκδοση) του δυνατού αυτού αφηγήματος, όπου έχουν διορθωθεί όλες οι ατέλειες του αρχικού κειμένου, χωρίς να χαθεί ούτε στο ελάχιστο ο αυθορμητισμός της πρώτης έμπνευσης. Έτσι, ο πρώτος αυτός Καραγάτσης, χωρίς να υπολείπεται σε τίποτα από τη νεανική του χάρη, παρουσιάζεται με την πνευματική και τεχνική ωριμότητα του συγγραφέα του «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου» και του «Κίτρινου Φακέλλου». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ 

Ένα μεγάλο μυθιστόρημα στη γραμμή της γνησιότερης παράδοσης τους είδους, όπου το ενδιαφέρον της πλοκής συναγωνίζεται το ενδιαφέρον της κοινωνικής και της ατομικής ψυχογραφικής παρατήρησης. Οι δραματικές συγκρούσεις στο εσωτερικό μιας ομάδας ανθρώπων, όπου το συμφέρον καταργεί κάθε αίσθημα αλτρουισμού, διογκώνοντας στο έπακρο τα νοσηρά πάθη.
Ο κεντρικός ήρωας, ο λογοτέχνης και δικηγόρος Μάνος Τασάκος, ο δυναμικός κατακτητής, ο ηθικά αδιάφορος, ο σκληρός πειραματιστής του ανθρώπινου πάθους, αλλά και ο νοήμων, ο ιδιοφυής, ο ευαίσθητος και συγκλονιστικά ανθρώπινος, θα μείνει στη λογοτεχνία μας ολοζώντανος τύπος αυθύπαρκτος, απ’ τις μορφές εκείνες που συνεχίζουν αυτόνομη και αυτοτελή τη ζωή τους και έξω από τις σελίδες όπου τις πρωτόστησε ο δημιουργός τους. «Οποιοδήποτε μυθιστόρημά μου» έλεγε ο Καραγάτσης «μπορώ να σας το διηγηθώ αρκετά λεπτομερώς, μέσα σε μισή ώρα. Αλλά τον “Κίτρινο Φάκελλο” μού είναι αδύνατον να τον διηγηθώ! Όχι επειδή δεν υπάρχει πλοκή. Απεναντίας, τα πολυποίκιλα γεγονότα περιπλέκονται με συνέπεια τόσο αρρήκτως αδέκαστη, ώστε οποιαδήποτε από τις αμέτρητες λεπτομέρειες κι αν λησμονήσω, η διήγησή μου γίνεται ακατανόητη. Ο “Κίτρινος Φάκελλος” είναι μυθιστόρημα που πρέπει να το διαβάζουν, κι όχι παραμύθι που μπορεί να το διηγούνται». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ 

Ένα μεγάλο μυθιστόρημα στη γραμμή της γνησιότερης παράδοσης τους είδους, όπου το ενδιαφέρον της πλοκής συναγωνίζεται το ενδιαφέρον της κοινωνικής και της ατομικής ψυχογραφικής παρατήρησης. Οι δραματικές συγκρούσεις στο εσωτερικό μιας ομάδας ανθρώπων, όπου το συμφέρον καταργεί κάθε αίσθημα αλτρουισμού, διογκώνοντας στο έπακρο τα νοσηρά πάθη.
Ο κεντρικός ήρωας, ο λογοτέχνης και δικηγόρος Μάνος Τασάκος, ο δυναμικός κατακτητής, ο ηθικά αδιάφορος, ο σκληρός πειραματιστής του ανθρώπινου πάθους, αλλά και ο νοήμων, ο ιδιοφυής, ο ευαίσθητος και συγκλονιστικά ανθρώπινος, θα μείνει στη λογοτεχνία μας ολοζώντανος τύπος αυθύπαρκτος, απ’ τις μορφές εκείνες που συνεχίζουν αυτόνομη και αυτοτελή τη ζωή τους και έξω από τις σελίδες όπου τις πρωτόστησε ο δημιουργός τους. «Οποιοδήποτε μυθιστόρημά μου» έλεγε ο Καραγάτσης «μπορώ να σας το διηγηθώ αρκετά λεπτομερώς, μέσα σε μισή ώρα. Αλλά τον “Κίτρινο Φάκελλο” μού είναι αδύνατον να τον διηγηθώ! Όχι επειδή δεν υπάρχει πλοκή. Απεναντίας, τα πολυποίκιλα γεγονότα περιπλέκονται με συνέπεια τόσο αρρήκτως αδέκαστη, ώστε οποιαδήποτε από τις αμέτρητες λεπτομέρειες κι αν λησμονήσω, η διήγησή μου γίνεται ακατανόητη. Ο “Κίτρινος Φάκελλος” είναι μυθιστόρημα που πρέπει να το διαβάζουν, κι όχι παραμύθι που μπορεί να το διηγούνται». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Το «10» 

Το 10 αποτελεί κρίσιμη καμπή στο έργο του Μ. Καραγάτση και είναι ατυχές γεγονός ότι ο θάνατος του συγγραφέα ματαίωσε αμετάκλητα την ολοκλήρωσή του. Για πρώτη φορά ο Καραγάτσης αποστασιοποιείται πλήρως από τους ήρωές του και πλάθει τη μυθιστορηματική του ύλη με χέρι άφοβο έμπειρου τεχνίτη. Δεν υπάρχει εδώ προσωπική εμπλοκή του συγγραφέα, συμμετοχή του στα δρώμενα μεσ’ από προσωπεία, αυτοβιογραφικές προβολές, ταυτίσεις, ευνοημένους χαρακτήρες. Υπάρχει συγγραφική διαύγεια, σιγουριά, ψυχρότητα ή και σκληρότητα. Το μέγα πλήθος των προσώπων που κατοικεί στο 10, τη λαϊκή πολυκατοικία του Πειραιά, κινείται με εξαιρετική ακρίβεια και άσφαλτους υπολογισμούς από συγγραφέα που διεκδικεί την ιδιότητα του παντεπόπτη. Έργο ωριμότητας, αυστηρό, βαθύτατα πικρό και απαισιόδοξο, χαρτογραφεί και ανατέμνει τη νεοελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’50 με πρωτοφανή και προφητική (αν κρίνουμε τη σημερινή κοινωνική σύνθεση) οξυδέρκεια. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

 

Ο έρωτας πηγάζει από τον εγωισμό να κυριαρχήσουμε, με κάθε θυσία, στον εγωισμό ενός ετερόφυλου.

 

Ο νόμος της ζωής διδάσκει πως ο έρωτας είτε είναι ευχή του Διαβόλου, είτε κατάρα του Θεού.

 

«Είναι το ίδιο πια να πεθάνης σήμερα, αύριο, υστερ’ από πενήντα χρόνια. Αρκεί να πεθάνης σε μια στιγμή που η ζωή σου να έχη νόημα κι ομορφιά’ γι’ αυτό, πρέπει να φροντίζης να δίνης νόημα κι ομορφιά στη ζωή σου. Έτσι μονάχα ο θάνατός σου μπορεί να ’χει νόημα και ομορφιά.»

 

Δεν υπάρχει πιο απίθανο πράμα από την αλήθεια.


[ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ: Η στήλη «Συγγραφείς σε πρώτο πλάνο», του Τόλη Αναγνωστόπουλου, θα δημοσιεύεται στο εξής στη συνηθισμένη ημερομηνία, στις 19 έκαστου μήνα, αλλά στις 9 το πρωί αντί για τις 9 το βράδυ.]


[Πηγή φωτογραφίας: www.efsyn.gr]


[Τόλης Αναγνωστόπουλος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη