«Μυστηριώδες κορίτσι», ένα διήγημα του Νικόλαου Παυλάκη για τη λογοτεχνική δράση «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Υπέροχο τοπίο, πεντακάθαρα πάρκα με κερασιές και τεχνητές λιμνούλες, χόρταιναν το μάτι του. Πόσο διαφορετικά του φαίνονταν όλα μακριά από την πατρίδα του! Πόσο διαφορετικός λαός, κλειστός, συγκρατημένος συναισθηματικά, καθόλου ομιλητικός, που περιορίζεται στα απολύτως τυπικά και απαραίτητα. Μπορεί να έκανε λάθος, αλλά όλα αυτά του ταίριαζαν. Ένιωθε οικεία, ο Μάρκος. Δεν ήταν καθόλου εξωστρεφής, δεν έπιανε εύκολα φιλίες, ούτε άνοιγε συζητήσεις. Μόνο παρατηρούσε τα πάντα γύρω του και σκεπτόταν.

«Γοητευτική χώρα η Ιαπωνία, συμπαθητικός λαός οι Ιάπωνες! Ένας άλλος μεγάλος πολιτισμός…» Μα όσο κι αν πίστευε τις σκέψεις του, δεν έπειθε τον εαυτό του και δεν τον καθησύχαζε καμιά αλήθεια. Η νέα αρχή στην ζωή του σ’ αυτή την άγνωστη χώρα τον τρόμαζε. Μόνος του, χωρίς έναν γνωστό στο Τόκυο, χωρίς έναν άνθρωπο στο πλάι του να συζητήσει για τις ανησυχίες και τους φόβους του, να μιλήσει για ό,τι τον απασχολούσε, να μοιραστεί και να μοιράζεται.

Επαγγελματικά τα είχε καταφέρει περίφημα. Ήταν ικανοποιημένος. Σπουδές, ξένες γλώσσες, μεταπτυχιακά, καλές θέσεις στον εργασιακό τομέα, αρκετά καλές αμοιβές, πολλά ταξίδια και το αποκορύφωμα αυτή η συμμετοχή στο ξεκίνημα της επιχειρησιακής ανάπτυξης της εταιρίας που εργαζόταν στην χώρα του ανατέλλοντος Ηλίου, στις μεγαλουπόλεις του Τόκυο και της Οσάκα.  Δεν είχε παράπονο από την ζωή, του τα παρείχε όλα απλόχερα, χωρίς να τα ζητήσει. Ίσως να είχε κουραστεί και προσπαθήσει λίγο παραπάνω, όμως τα είχε καταφέρει, δικαιολογούσε τον εαυτό του.

Από τον έρωτα είχε παράπονο! Ήταν κι αρχαίος Έλληνας θεός, ανάθεμα τον, όμως αισθανόταν ότι τον είχε αδικήσει. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του όλη του η ζωή ως τώρα, καθώς περίμενε υπομονετικά το τρένο. Μια μελαγχολία, μια απογοήτευση. Ο παιδικός του έρωτας, το πρώτο καρδιοχτύπι, ξάνθισε με τα χρόνια και στην εφηβεία μετά από τόσες ερωτικές ανασφάλειες αφοσιώθηκε στον αθλητισμό. Στα φοιτητικά του χρόνια δεν κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα του κοριτσιού που τον ενδιέφερε. Στην στρατιωτική του θητεία, οι περιστασιακές σχέσεις τον άφηναν αδιάφορο, προείχε η αφοσίωση στην πατρίδα και η ελπίδα πως κάπου υπάρχουν δυο μάτια που τον κοιτούν. Μια πιθανή απόρριψη, που ίσως διαδεχόταν μια άλλη στα επόμενα χρόνια τον προέτρεπε να κάνει συγκρατημένα όνειρα και σχέδια για το μέλλον, πεπεισμένος ότι κάτι κάνει λάθος. Όμως του έλειπε η συντροφικότητα! Στον εαυτό του δεν μπορούσε να κρυφτεί. Αισθανόταν ότι είχε τόσα πολλά να προσφέρει. Ήθελε να ανοίξει την καρδιά του και να την προσφέρει σε κάποια εκλεκτή, που θα τον νιώσει και θα τον καταλάβει. Και σίγουρα δεν θα παραδεχόταν τις σκέψεις του  σε κανέναν.

«Αυτά τα όνειρα, θα παραμείνουν όνειρα… τουλάχιστον για πέντε χρόνια», μουρμούρισε. Τόσο σκόπευε να μείνει σ’ αυτή την χώρα κι έκλεινε την καρδιά του στην ιδέα να βιώσει την αγάπη σε ένα ξένο τόπο. Όχι, δεν ήταν ρατσιστικές σκέψεις αυτές. Όλον τον κόσμο αγαπούσε, περπατούσε στο δρόμο και κοιτούσε γύρω του, δεν προσπερνούσε ποτέ καμιά άποψη και άκουγε όλες τις γνώμες. Σεβόταν τους πάντες, όπως ήθελε να τον σέβονται. Όμως την σύντροφό του, την είχε φανταστεί Ελληνίδα. Αν ήταν κι από την περιοχή του, την πόλη του, τη γειτονιά του, ακόμα καλύτερα. Θεωρούσε πως όσο απομακρυνόταν από το σπίτι του, την πόλη του, την χώρα του, τόσο διαφορετικούς ανθρώπους συναντούσε με διαφορετικές κουλτούρες, συνήθειες και καθημερινότητα, που ήταν δύσκολο να ταιριάξουν με τις δικές του προσδοκίες. Πίστευε πως ο έρωτας ήταν τηλεκατευθυνόμενο συναίσθημα. Βάζεις στο μυαλό σου, ποιον θα  ερωτευθείς και αυτό αρκεί… Όλα τα άλλα γίνονται  μόνα τους. Μυαλό και σώμα συνεργάζονται για έναν σκοπό… Μα ποιον κορόιδευε… Ήξερε μέσα του ότι δεν είναι απόλυτα έτσι.

Και τότε την είδε από μακριά να πλησιάζει στην αποβάθρα. Ανάμεσα σε όλα τα άλλα πρόσωπα γύρω του, που του φαίνονταν ομοιόμορφα και ίδια, αυτή του φάνηκε τόσο μοναδική. Γλυκιά παρουσία, αστραφτερό χαμόγελο από αυτά που δεν συναντάς καθημερινά. Ένιωσε ένα συναίσθημα που δεν μπορούσε να εξηγήσει και τους χτύπους στην καρδιά του, εντονότερους. Πρόσεξε πως το καθάριο βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο. Στα χέρια κρατούσε ένα εισιτήριο -ποιος να ‘ξερε για πού- κι ένα βιβλίο. Στον ώμο της  είχε περασμένη μια κομψή φινετσάτη τσάντα. Στάθηκε όρθια σε στάση αναμονής και τίναξε να μακριά μαύρα μαλλιά της. Εκθαμβωτική ομορφιά. Αν καταγόταν από κάποια μακρινή έρημο του αραβικού κόλπου θα είχε τα μαλλιά της καλυμμένα, θα είχε κρύψει την δύναμη της. Κανένας δημόσια δεν θα είχε την δυνατότητα να δει αυτόν τον καταρράχτη που έλουζε τους ώμους της. «Μυστηριώδες κορίτσι, αντιλήφθηκες την παρουσία μου;» αναρωτήθηκε.

Να ήταν άραγε Γαλλίδα, από την πόλη του φωτός που βρέθηκε στην Ιαπωνία για τουρισμό; Το στιλ σίγουρα παρέπεμπε σε Γαλλίδα. Ακαταμάχητη χωρίς να προσπαθήσει για να το καταφέρει. Ενημερωμένη και μοδάτη μέσα στην απλότητα, χωρίς υπερβολικές στιλιστικές επιλογές για να την προσέξουν.  Μάλλον δεν ήταν σωστή σκέψη. Όσο κι αν η εικόνα της ταίριαζε στις μορφές που σύχναζαν στα καφέ-Μπιστρό στο Παρίσι, το βιβλίο στα χέρια της δεν άρμοζε σε τουρίστρια. «Τουρίστρια με λογοτεχνικό βιβλίο;… Αυτές κρατάνε συνήθως τουριστικούς οδηγούς.  Μυστηριώδες κορίτσι, πρόσεξες πως ήμουν εκεί;» αναρωτήθηκε, αλλά δεν πρόλαβε να το καλοσκεφτεί. Το σινκανσέν της γραμμής Τόκυο-Σιν-Οσάκα σταμάτησε εμπρός τους και όλοι οι επιβάτες με τάξη και υπομονή έτρεξαν να επιβιβαστούν, μαζί και η γλυκιά ύπαρξη.

Έμοιαζε σίγουρα με Ισπανίδα χορεύτρια και σίγουρα είχε ασχοληθεί με τον χορό πάρα πολλά χρόνια. Οι ντελικάτες κινήσεις της καθώς βάδιζε και περνούσε την πόρτα του σινκανσέν παρέπεμπαν εκεί. Έψαχνε την θέση της στο βαγόνι με εντυπωσιακές χορευτικές κινήσεις. Βάδιζε αθόρυβα σαν γάτα και ισορροπούσε, λες και δεν πατούσε στο έδαφος, αλλά σαν άγγελος που πετά μερικά εκατοστά ψηλότερα από την γη. Είχε μείνει άφωνος να κοιτάζει αποσβολωμένος και να θαυμάζει αυτή την άγνωστη. «Άραγε αυτή με πρόσεξε καθόλου; Ένιωσε την παρουσία μου και το πρόσωπό μου, που ήταν συνέχεια καρφωμένο πάνω της; Ή μήπως με αγνόησε επιδεικτικά;» αναρωτιόταν καθώς έψαχνε τη θέση του. Με χαρά διαπίστωσε πως ήταν κοντά της. Όχι δίπλα της, όπως θα επιθυμούσε, αλλά κοντά και απέναντι, που του έδινε την δυνατότητα να συνεχίσει να την παρατηρεί και να τη θαυμάζει.

Το τρένο ξεκίνησε πολύ γρήγορα. «Δεν έχω πολύ χρόνο», σκέφτηκε. «Σε μερικές ώρες θα φτάσουμε στον προορισμό μου. Δεν ξέρω αν είναι ο ίδιος με της συνταξιδιώτισσας, αλλά τι σημασία έχει. Τρεις ώρες το πολύ έχω στη διάθεσή μου. Πρέπει να μάθω, απλά από περιέργεια, ποια είναι και που πάει. Ίσως μου δώσει το τηλέφωνό της, αν της πω δυο λόγια. Ίσως την κεράσω έναν καφέ, ίσως μου προσφέρει λίγο από το χρόνο της, να γνωριστούμε καλύτερα…» Οι φράσεις στο μυαλό του έτρεχαν πιο γρήγορα από το Τοκαΐντο Σινκανσέν, το τρένο-σφαίρα, της πιο εξελιγμένης σιδηροδρομικής γραμμής, που μηδένιζε τις αποστάσεις σε χρόνο ρεκόρ. Θα μπορούσε να τρελαθεί από την περιέργεια και την αγωνία, αλλά προτίμησε να επιμένει να μαντέψει την καταγωγή της.

Ήταν Ιταλίδα; Αν ναι σίγουρα ταξίδευε συχνά, γιατί έδειχνε άνετη και ενημερωμένη με το ταξίδι αυτό. Σίγουρα θα έκανε συχνά αυτήν την διαδρομή. Ήταν Ιταλίδα επιχειρηματίας που ταξίδευε για ανοίγματα στον τομέα της μόδας σε χώρα μακρινή από την δική της, σε μια άλλη ήπειρο. Της έριξε μια ματιά ακόμα. Είχε ανοίξει το βιβλίο της και διάβαζε με συγκέντρωση. Απορροφημένη στις σελίδες του δεν είχε χρόνο για ματιές τριγύρω. «Μυστηριώδες κορίτσι», έκανε πρωτότυπες σκέψεις κλείνοντας τα μάτια του, «να ήμουν ένα ποίημα στο οπισθόφυλλό του βιβλίου σου, να ήμουν το ίδιο το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου ή τουλάχιστον μια λέξη, ανάμεσα στις τόσες που διαβάζεις σήμερα, ένα νόημα που θα σου μείνει στο μυαλό χαραγμένο και θα σε ταξιδεύει…» Με κλειστά τα μάτια έκανε όνειρα, ότι ταξιδεύει στην Ρώμη μαζί της. Στα όνειρα του, περπατούσαν πιασμένοι χέρι χέρι στην Πλατεία του Αγ. Πέτρου. Αγκαλιάζονταν ανεβαίνοντας την Σκαλινάτα με τις πολύχρωμες αζαλέες, αφήνοντας πίσω τους την Πιάτσα ντι Σπάνια για το πλάτωμα της Τρινιτά Ντέι Μόντι με την υπέροχη πανοραμική θέα στην αιώνια πόλη. Έκαναν ευχές πετώντας νομίσματα στην Φοντάνα ντι Τρέβι. Αντάλλασσαν φιλιά μπροστά από το Κολοσσαίο… και επανέρχεται στην πραγματικότητα, συνειδητοποιώντας ότι ταξιδεύει για δουλειές στην Οσάκα κι όλα αυτά είναι τόσο μακρινά.

Αν είχε ντόπια καταγωγή, θα της ζητούσε να του δείξει τα αξιοθέατα της Οσάκα, τα παραδοσιακά κουκλοθέατρα Μπουνράκου και τα θέατρα Καμπούκι. Θα της ζητούσε μια βόλτα ως το μουσείο Ανατολικής κεραμικής με τις πολυάριθμες συλλογές εκθεμάτων, που είχε αναζητήσει στο διαδίκτυο και που τόσο ήθελε να δει. Θα ήθελε να μάθει περισσότερα για τις τελετές τσαγιού. Θα ήθελα να γευτεί την ιαπωνική κουζίνα και τους συνδυασμούς ψαριού, ρυζιού ή νουντλς με σούπα οκάζου ή λαχανικά και τα παραδοσιακά γλυκά ουαγκάσι. Αυτή η εκδοχή όμως δεν του φάνηκε πιθανή. Το παρουσιαστικό της δεν παρέπεμπε σε Γιαπωνέζα και τα χαρακτηριστικά της ήταν μάλλον ευρωπαϊκά. Τέτοιες ξεναγήσεις στην όμορφη αυτή χώρα θα ήταν εφικτές μόνο αν είχε ζήσει στην μοναδική αυτή χώρα της ανατολής πολλά χρόνια και γνώριζε καλά τα ήθη και τις παραδόσεις. «Μυστηριώδες κορίτσι, γνωρίζεις τι είδους μάγια μου έκανες; Με ποιο ξόρκι με έδεσες σε νεφελώδεις σκέψεις και ερωτήματα αναπάντητα;» αναρωτιόταν.

«Με κατάκτησες χωρίς να το προσπαθήσεις! Παραδόθηκα χωρίς πόλεμο. Ήρθες να εδραιωθείς μέσα στο μυαλό και την καρδιά μου, όπως οι κονκισταδόροι αποικιοκράτες. Ταξίδεψες μέχρι την Βραζιλία. Πολέμησες στην Πράια και το Μπισάο. Κατάκτησες νέα εδάφη στην Γκόα και τη γη του Μακάο. Κυρίεψες την Αγκόλα και την Μοζαμβίκη. Πάτησες το πόδι σου στο Τιμόρ. Ήρθες από τις ακτές του ατλαντικού να φωλιάσεις σε απάνεμους κόλπους. Έχεις τα γονίδια των Πορτογάλων θαλασσοπόρων και την περιπέτεια να κυλά στις φλέβες σου. Μυστηριώδες κορίτσι, με νίκησες. Εύχομαι να είχα βρει κι εγώ στα σεντούκια των πειρατών, τον πολυτιμότερο θησαυρό, της καρδιάς σου το κλειδί!» Τρόμαξε στην σκέψη πως μπορεί να μην ήταν μόνη; Αν είχε σύζυγο, σύντροφο, κάποιον στη ζωή της; Απογοητεύτηκε.

Έμεινε να την κοιτάζει ξανά και ξανά. Παρατηρούσε τα κομψά της δάκτυλα. Δεν τα στόλιζαν δακτυλίδια. Αναθάρρησε. «Δεν φοράει βέρα. Ούτε ένα μονόπετρο. Τάχα τι να σημαίνει; Να είναι τυχαίο ή απλά δεν δίνει σημασία σε στολίδια, σκεπτόταν». Τότε είδε πως ακούμπησε ανοιχτό το βιβλίο στο αδειανό διπλανό της κάθισμα. Άνοιξε το φερμουάρ της τσάντας και ψαχούλεψε μέσα. Έβγαλε ένα σημειωματάριο κι ένα στυλό και ξεκίνησε κάτι να σημειώνει. Σταμάτησε για λίγο να γράφει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο του τρένου για μερικά δευτερόλεπτα, βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις της. Διέκοψε απότομα την νοητή περιπλάνησή της έξω από το τρένο και ολοκλήρωσε τη γραφή της. Έσκισε την σελίδα από το μπλοκάκι και την δίπλωσε στα δύο. Έψαξε πάλι μέσα στην δερμάτινη τσάντα της κι έβγαλε έναν φάκελο με την σημαία της Αυστραλίας και την φίρμα μια χρηματιστηριακής εταιρείας. Έβαλε μέσα το χαρτάκι πρόχειρα. Πήρε τον φάκελο και τον τοποθέτησε σελιδοδείκτη στην σελίδα που διάβαζε στο ανοιχτό βιβλίο. Έκλεισε το βιβλίο και το άφησε στην ίδια θέση. Τοποθέτησε πάνω του την τσάντα κι έστρεψε το πρόσωπο της προς το παράθυρο. Έκλεισε σιγά σιγά τα βλέφαρα της αναπολώντας και ο ύπνος ήρθε συντροφιά της πολύ γρήγορα. Χωρίς να το περιμένει.

Αυτό ήταν, πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ήταν Αυστραλέζα και δραστηριοποιούνταν στον χρηματιστηριακό τομέα κι είχε έρθει ως εκεί για επενδύσεις. Ήταν πολύ κουρασμένη από τις συνεχείς διαβουλεύσεις και την φασαρία. Δεν του άρεσε αυτή η ιδέα, αλλά έμοιαζε η πλέον ρεαλιστική. «Μυστηριώδες κορίτσι, άραγε έχεις κάτι να μοιραστείς μαζί μου; Τα όνειρα που ομορφαίνουν τη ζωή σου, μοιάζουν με τη ζωή που κι εγώ ονειρεύομαι;» Θυμήθηκε τα λόγια του αδερφού του, του πυροσβέστη, που έλεγε πως το συναίσθημα όταν ερωτεύεσαι, είναι όπως όταν σώζεις μια ανθρώπινη ζωή. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, δένεσαι με αυτό τον άνθρωπο για την αιωνιότητα. Ανησυχείς αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι, αν σε έχει ανάγκη όσο τον έχεις εσύ. Αν μπορείς να ζήσεις μαζί του, αν μπορείς να ζήσεις χώρια του και τόσα άλλα απλά αναπάντητα ερωτήματα που τρώνε τον νου.

Το ταξίδι έμοιαζε σύντομο σαν αστραπή. Οι τρεις ώρες πέρασαν γρήγορα, σαν ένα όνειρο, σαν μια πολύ κοντινή διαδρομή και η φωνή της εκφωνήτριας, που ανακοίνωνε πως το τρένο έφτασε στον προορισμό Σιν-Οσάκα, ξύπνησε την όμορφη κοιμωμένη. Το τρένο σταμάτησε στην αποβάθρα κι ένας-ένας οι επιβάτες με τάξη περισσή, αλλά και βιασύνη άρχισαν να αποβιβάζονται. Το Μυστηριώδες κορίτσι πήρε νυσταγμένο την τσάντα στα χέρια και εγκατέλειψε την θέση της, αφήνοντας ξεχασμένο το βιβλίο στο κάθισμα. Σκέφτηκε να της μιλήσει, «Δεσποινίς, ξεχάσατε κάτι…» Άλλαξε γνώμη. Έτρεξε και το πήρε βιαστικά κι αδέξια στα χέρια του. Το κράτησε σφιχτά, σαν μικρό παιδί που σφίγγει στα χέρια του την σοκολάτα, μην του την πάρουν. Το επεξεργάστηκε. Διάβασε τον τίτλο. «Πεντακόσια τάνκα για τον έρωτα». Του φάνηκε παράξενος και περίεργος! «Τι να είναι τάνκα;» Ψιθύρισε. Το μάτι του έπεσε στο όνομα της συγγραφέως. Δεν του φάνηκε γνωστό, ωστόσο δεν του ήταν και άγνωστο σαν όνομα. Μαριάννα Χατζηανδρέου. Έκανε μερικά βήματα καθώς το ξεφύλλιζε άτσαλα και έπεσε ο σελιδοδείκτης-φάκελος στο πάτωμα. Ξεχύθηκε το περιεχόμενο του, το διπλωμένο χαρτάκι με λίγους στίχους, το εισιτήριο, ένα χαρτονόμισμα κι η ταυτότητα της κοπέλας με την φωτογραφία της, έφηβη. Αν ήταν δυνατόν! Την αναγνώρισε!… Ο παιδικός του έρωτας -αυτός που ξάνθισε με τα χρόνια, όταν έφυγε με τους γονείς της, που μετανάστευσαν στην Αυστραλία για ένα καλύτερο αύριο- ήταν η συγγραφέας! Διάβασε του στίχους στο χαρτάκι προσεκτικά, αλλά λαίμαργα.

Μια πεταλούδα

Πλησιάζει το καντήλι

Χάνεται το φως.

Τη ζωή μου θα ‘δινα

Για μια στιγμή κοντά σου.

Σαν να ήταν γραμμένοι από αυτόν, καθρέφτιζαν τις σκέψεις του. Όλα όσα έζησε σήμερα ήταν αποτυπωμένα στο χαρτί. Ίσως η μοίρα να του χαμογελούσε σήμερα. Αν όχι, θα έπρεπε τουλάχιστον να επιστρέψει το βιβλίο και να αρκεστεί σε αυτή την τυχαία συνάντηση. Το σμίξιμο δυο παιδιών που χώρισαν οι δρόμοι τους συγκυριακά. Όπως και να είχε, κρατούσε την τύχη του στα ίδια του τα χέρια. Έτρεξε γρήγορα, αποφασισμένος να την προλάβει, φωνάζοντας το όνομά της δυνατά, σαν να ξεκολλούσε μαζί με τη φωνή κι η καρδιά του από λαχτάρα. «Μαριάννα!…»


Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση εδώ: «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη