«Μιχαήλ ο τσαπερδόνος», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Ο Μιχαήλ δεν ήθελε και πολύ για να αρχίσει το ασπραποβρόντι! Άνοιγε το στοματάκι του και ξεχυνόταν σε κύματα όλη η δυσοσμία  του κόσμου. Στη σειρά κατέβαιναν όλοι ανεξαιρέτως οι Άγιοι κι οι Απόστολοι, κι όταν τελείωνε με αυτούς, έπιανε και τα πιο ιερά! Στόχος ήταν η επικράτηση; Και βέβαια! Έπρεπε να καταλάβει επιτέλους η γυναίκα ποιος έχει το πάνω χέρι! Ποιος μπορεί να εξωτερικεύει την πακτωμένη του πίεση!

-Μα τι ώρα είναι αυτή που μαζεύτηκες πάλι, Μιχαλάκη μου;

Αυτό είχε πει όλο κι όλο η γυναίκα. Και μια τόσο αθώα ερώτηση ήταν ικανή να προκαλέσει μια τέτοια έκρηξη βόμβας; Αυτός χτυπιόταν κανονικά! Αν  ο Μιχάλης, η αγάπη της, το στεφάνι της,  η κεντρική κολόνα του σπιτιού της, ήταν αυγολέμονο, καλύτερη επιτυχία στο δέσιμο δεν θα μπορούσε να έχει.

Η συμβία τον κοίταζε με δυο μάτια ορθάνοιχτα κι ένα στόμα, ευτυχώς, κλειστό. Η απορία μέσα της άνοιγε χαράδρες.

Ο μάστορας, από τον πολύ εκνευρισμό, κάθισε στη θέση του στο τραπέζι της κουζίνας κι άναψε ένα τσιγάρο να καπνίσει την αφρισμένη του τσαντίλα. Να την καταλαγιάσει. Ήταν ερώτηση αυτή; Εκείνος ξύπναγε απ’ τα χαράματα, με το λεωφορείο στη δουλειά, τόση πίεση, τέτοια ευθύνη, να είσαι τορναδόρος δεν είναι σα να είσαι ζαχαροπλάστης. Η ακρίβεια είναι ζήτημα σοβαρό. Κι η απόσπαση από το έργο αυτό καθαυτό, μπορούσε να αποβεί μοιραία! Να μετρήσεις λάθος, να πούμε, και ν’ ανοίξεις τρύπες δέκα χιλιοστά πιο κάτω… Η δουλειά του λοιπόν απαιτούσε προσήλωση και σωστή προετοιμασία. Τι, παίξε- γέλασε ήταν; Πριν να αρχίσει την επεξεργασία οποιουδήποτε μετάλλου, έπρεπε με προσοχή και ενδελέχεια να μελετήσει το τεχνικό  σχέδιο του μηχανολόγου μηχανικού σχετικά με τη μορφή και τις διαστάσεις του προϊόντος που θα κατασκευάσει.

Πεταρούδι ήταν όταν ερχόμενος από το χωριό του είπε ο κυρ Κώστας, να είναι καλά η ψυχούλα του, να τον πάρει κοντά του να του μάθει τη δουλειά.

-Κοίτα, Μιχαλάκη! Για να αποφασίσεις να αρχίσεις μαζί μου, θα πρέπει να σκεφτείς καλά.  Σου αρέσει να δουλεύεις τα μέταλλα; Να χειρίζεσαι, να ρυθμίζεις και να επισκευάζεις μηχανήματα; Να μπορείς να διαβάζεις και να καταλαβαίνεις σχέδια; Καλά, μην σκιάζεσαι για τούτο ειδικά. Αυτό έρχεται με τον καιρό, δωράκι της πείρας. Μα πιο πολύ απ΄ όλα, πρέπει να είσαι επιδέξιος στα χέρια και στα δάκτυλα. Είσαι;

Ήταν, δεν ήταν; Και την εξαδέλφη, πώς τήνε κουλάντριζε στο μιτάτο, όταν εκείνη τον καλούσε να κάνουν λέει συντροφιά, να περάσει η ώρα… Τι, να βγει παρά όξω η ανάγκη της;  Κι ο ξάδελφος, να μην τόνε φροντίσουμε μια ιχιά; Ε, μα δα, ετούτο που ζητούσε η Θεοπούλα φόβο δεν είχε να στερέψει… Ετούτες οι δουλειές γίνουνται καλύτερα μέσα την οικογένεια. Υπάρχει εχεμύθεια, καταλάβατε; Μην βγει και παράρτημα στο χωριό! Δεν γίνεται πόλεμος!

Έπιανε το λοιπόν με τις επιδέξιες χερούκλες του το Θεοπουλάκι, το έφερνε τη βόλτα του μέχρι να σταθεροποιηθεί στη σωστή θέση, ύστερα, ακρίβεια στη στόχευση και έχει πάλι την επαύριον!  Αυτός δεν είχε τα σωστά εφόδια για τορναδόρος; Ετούτος ,μάνα μου, το είχε δώρο από τη φύση!

 Κανείς δεν έμαθε τίποτα για τα όσα πράττονταν εκεί. Και για να μην ανησυχάτε, η Θεοπούλα καλοπαντρεύτηκε (να είναι καλά οι παρθενοραφές που πήγαιναν σύννεφο τότενες!). Της βρήκαν οι γονείς της  ένα μεγαλοπαλίκαρο καλοστεκούμενο στο χωριό και την αποκατέστησαν. Ο μόνος όρος που είχε θέσει το παλικάρι ήταν ότι τη νύφη την ήθελε έφηβη! Να μην την είχε ακουμπήσει ούτε το φως του φεγγαριού. Να ήταν, λέει, εκείνος και το φεγγάρι κι ο ήλιος κι όλοι οι πλανήτες αντάμα!  Ε, την είχε ακουμπήσει κανείς άλλος από τον Μιχαλάκη; Όχι! Ε, αυτός δεν πιανόταν. Ήταν της οικογένειας!

 Μάταια οι γονείς  περίμεναν μετά την αποκατάσταση τ’ αγγόνι! Το μαγικό μπλε χαπάκι δεν είχε εφευρεθεί ακόμη!  Μη στεναχωριόμαστε  κιόλας! Αρχόντισσα ήταν  η Θεοπούλα! Με πείρα και παρθένα!

-Πρέπει ακόμη να γνωρίζεις, συνέχιζε απτόητος ο μαστρο-Κώστας, ίδια καθηγητής φιλοσοφίας σε διάλεξη σε επί πτυχίω φοιτητές  σε αρχαίο θέατρο, πως η δουλειά αυτή απαιτεί να δουλεύει κανείς όρθιος ή σκυμμένος για ώρες πάνω από το αντικείμενο σε κλειστό χώρο με τεχνητό φωτισμό και πολύ θόρυβο. Επίσης, οφείλεις να είσαι πολύ προσεκτικός, να τηρείς κατά γράμμα όλους τους κανόνες ασφαλείας και να  παίρνεις όλα τα προστατευτικά μέτρα, όπως γυαλιά, γάντια, φόρμα κ.λπ. για να αποφεύγεις την πιθανότητα ατυχήματος.

Δεν ήξερε, δεν ρώταγε ο μάστορας;  Και τόσο καιρό με τη Θεοπούλα τι κατάφερνε ο Μιχαλάκης; Κατεγράφη κάποιο ατύχημα;

Τη συμβία τη γνώρισε ένα ωραίο  Κυριακάτικο απογευματάκι απ’ έξω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στην Κυψέλη. Κάποιος γάμος γινόταν κι ήταν κι οι δυο τους καλεσμένοι. Η Τούλα, Σταματία ήταν ολόκληρο το όνομα, αλλά της μάνας της τής άρεσε να τα κάνει κομματάκι πιο χαϊδευτικά, ήταν κορίτσι από σπίτι με αρχές. Έκανε μπαμ αυτό από μακριά. Κι η ομορφιά της! Εκείνα τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια της! Η λιγνή κορμοστασιά της, το μέτρο στο περπάτημα και στους τρόπους, τον λάβωσαν βαθιά στην καρδιά τον Μιχαλάκη. Σαν ρώτησε κι έμαθε και τις πληροφορίες του, βεβαιώθηκε πως έπρεπε να το προχωρήσει το θέμα. Ετούτο ήταν θηλυκό για να στήσει κανείς το σπιτικό του! Πρωτίστως, κατάγονταν από το ίδιο χωριό. Μέγα προσόν αυτό. Άνθρωπος που δεν τιμά τις ρίζες του, φτερά θα βγάλει να πετάξει; Η οικογένεια, το λοιπόν, ήταν διαμάντι. Ο πατέρας, δεξιός ψάλτης, παρακαλώ στην εκκλησιά του χωριού. Η γυναίκα του, η μάνα της Τούλας, σύζυγος και μάνα με κεφαλαία γράμματα. Σηκωνόταν αξημέρωτα ακόμα για να προλάβει τις ανάγκες όλων. Η Τούλα τους ήταν το έβδομο κορίτσι σε μια οικογένεια με άλλες έξι αδελφές και δυο αδελφούς.  Σύνολο εννιά παιδιά. Πουλμανάκι δεν έκαναν δώρο τότε κι οι τηλεοράσεις δεν είχαν εφευρεθεί! Πώς θα περάσουμε τον χρόνο μας σήμερα γυναίκα;  Δεν σκαρώνουμε κανένα γιό; Και πήγαινε ύστερα την ανηφοριά η κυρά Μαρία μοναχή της γιατί καθένας κι η επίγνωσή του, κι εκείνη την είχε τη δικιά της και την είχε φορέσει πάνω της σαν σαμάρι.

Έτσι που λέτε! Το παρατήρησε καλά καλά το Τουλάκι ο Μιχαλάκης, μελέτησε το σχέδιο του μηχανολόγου μηχανικού, πήρε υπόψη του το υλικό και την ανθεκτικότητά του και βουρ στον πατσά. Τι να κάνει και το όμορφο Τουλάκι; Ενέδωσε στην κορμοστασιά του Μιχαήλ, στη σιγουριά που απέπνεαν οι λόγοι του κι οι τρόποι του. Της είπαν κι οι γονείς της πως τον θεωρούσαν καλή τύχη για εκείνη, ήρθε κι ο λεγάμενος με μιαν αγκαλιά λέλουδα, γλυκά και δαχτυλίδι αρραβώνων κι έτσι το είπε το τελικό «ναι».

Όλα αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό της την ώρα που ο άντρας της καθόταν στην καρέκλα καπνίζοντας το τσιγαράκι του να ξεθυμάνει. Εκείνη δεν τα είχε φανταστεί έτσι. Δεν ήταν έτσι στην αρχή, πώς να σκεφτεί τη συνέχεια; Στις αρχές του γάμου της την πήγαινε τα Σάββατα τα απογεύματα να την κεράσει παγωτό, ή ότι τραβούσε η όρεξή της. Ήταν, βλέπετε, ακόμα στα ντουζένια του το παλικάρι. Με το που έμεινε έγκυος η Τούλα στο πρώτο τους παιδί, κάτι οι αδιαθεσίες της, κάτι οι υπερωρίες του συζύγου, κάτι η κοινή τους κούραση, έκαναν τις εξόδους τους πιο σπάνιες. Λες με τη συνήθεια να ξεχνιέται η αγάπη; Βαρύ το ερώτημα και φιλοσοφικό. Μόνο ένας προσεκτικός, παρθένος στο ζώδιο, φιλόσοφος σαν τον μαστρο-Κώστα θα μπορούσε να δώσει μία απάντηση με σαφήνεια.  Μα και τα γλυκόλογα του Μιχαλάκη είχαν πάρει την κατιούσα.

-Τι γυναίκα έχω ‘γω! Σε αγαπάω, αφέντρα μου, στολίδι του σπιτιού μου!

Σύγκρινε τώρα το πριν με το μετά! Σαν υπόσχεση απόκτησης μαλλιών σε γονιδιακή φαλάκρα η ζωή της! Μόνο ένα περουκίνι την έσωζε.

Την έρευνα για το  οικογενειακό περιβάλλον δεν την σκέφθηκε μόνο ο Μιχαήλ! Την σκέφτηκαν και την έκαναν και πράξη οι γονείς της Τούλας. Ε, χωριό ήταν πολύ κόπο απαιτούσε να μάθουν πως ο μελλούμενος γαμπρός τους είχε νταραβέρια με μιαν άλλη κοπέλα από το παραδίπλα χωριό; Πολύ την είχε αγαπήσει την Κούλα, α, η μοίρα του το ’χε το υποκοριστικό, αλλά στράβωσε το πράμα όταν ο αδελφός της του έστειλε ένα γράμμα από τη Γερμανία, λίγο απειλώντας, λίγο πατώντας στο φιλότιμο και κει μέσα  τού ζητούσε να φερθεί σαν άντρας, όπως όφειλε. Το είχε εκθέσει το κορίτσι, έπρεπε να προβεί στην άμεση αποκατάστασή του.  Ε, ο Μιχάλης δεν τα σήκωνε τα νταηλίκια. Στεφάνι με το στανιό αυτός δεν θα έβαζε στο κεφάλι του. Ύστερα, την Κούλα την είχε καλογευτεί. Δεν ήταν καιρός και για άλλα πιο φρέσκα φρούτα; Τουλάκι μου, τυχερούλικο που ήσουν…

Που λέτε λοιπόν, με την αυξανόμενη οικογένεια, αυξανόταν και η δουλειά. Άλλο να έχεις να ταΐσεις ένα στόμα κι άλλο τέσσερα. Οπόταν; Μυαλό που γεννούσε ο Μιχαλάκης, αποφάσισε να στήσει τη δική του μπίζνα. Είπε και σε ένα παλικαράκι να τον ακολουθήσει στη δουλειά, νοίκιασε ένα μαγαζάκι, αγόρασε και τον δικό του τόρνο και ρίχτηκε στη συσσώρευση χιλιάρικων.  Το μαγαζί είχε καθώς το είχε ζητήσει ο Μιχαήλ, μάστορας πια, κι ένα παταράκι. Το εξόπλισε με τα της απολύτου ανάγκης, ένα ντιβανάκι, ένα τραπέζι κι ένα καμινέτο, να μπορούν να φτιάχνουν κάνα καφεδάκι, να παίρνουν κανέναν υπνάκο, να ξαποσταίνουν λιγουλάκι… Εκεί είναι που ανακάλυψε ότι όντως η επιδεξιότητα στα δάχτυλα και στα χέρια γενικώς βοηθούσε και στο κράτημα της τράπουλας… Άρχισαν οι θανάσηδες, τα κουμ-καν κι οι πόκες και πλακώσανε κι οι σιτεμένες και πολλά υποσχόμενες σε όλους τους εργασιακούς τομείς κυρίες..  Πάντα πάνε μαζί αυτά. Η θάλασσα έλειπε μονάχα! Ο Μιχαήλ ήταν της απόψεως «τι, να σε πουν και ιδιωτικά αυτό-απασχολούμενο; Δεν είναι πρέπον!»  Συμπέρασμα; Να σας πω: Όταν η τράπουλα φανέρωνε το καλό της πρόσωπο, όταν οι κυρίες εκτός από τα ωραία χρηματάκια του συζύγου, άφηναν και λιγάκι όχι πολύ από το άρωμά τους στο μαξιλάρι του ντιβανιού, η Τούλα, ανεξαρτήτως των ερωτήσεων που έκανε, δεν λάμβανε άμεση σύνδεση με τον σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας! Και όχι μόνον! Βεβαιωνόταν για τη σταθερότητα του γάμου της όταν βρισκόταν τον σωστό χρόνο στην κατάλληλη θέση και με χαρά! Ο δε μάστορας σιγουρευόταν για την εικόνα του: Ο σωστός νοικοκύρης πρώτα τον δικό του κήπο φροντίζει να ’ναι καλοσκαμμένος και καλοποτισμένος. Κι ύστερα, με ότι περισσεύει, που παράπονο δεν είχε περίσσευε πάντα μπόλικο, πότιζε και τους όμορους ή τους καθήμενους κατά τύχη!

Με τούτα και με κείνα πόρευε τη ζωή ο Μιχαήλ! Έλα όμως που η τράπουλα δεν είναι γυναίκα με μπέσα! Κι άρχισε να χρωστάει από δω κι από κει.. Σεισμός ταρακουνούσε το ασφαλές οικοδόμημα της απόψεως του για τον εαυτό του, κι οι Ερινύες άρχισαν να χορεύουν τσάρλεστον μέσα στο μυαλουδάκι του τα βράδια. Λίγο έλειψε και θα χρωστούσε και της Μιχαλούς! Μπροστά σε αυτόν τον τεράστιο φόβο, της αποδόμησης των βάσεων του, ένας άντρας ακόμη και πολύ άντρας όπως είχε αποδείξει ως τα τώρα πως ήταν ο Μιχαλάκης, λυγάει. Κι ήρθε και κούρνιασε στη ζεστή αγκαλιά της κυράς του, γιατί με τον καιρό και τους απανωτούς, αναίτιους  καβγάδες τους  εκείνη είχε μάθει να βλέπει, να διακρίνει και να  σωπαίνει. Με τρία παιδιά στην αγκαλιά, ανεπάγγελτη κι από χωριό, πού θα πας ξυπόλητη στ’ αγκάθια, ε, έλεγε και ξανάλεγε από μέσα της για να το εμπεδώσει.

Πέρασαν τα χρόνια… Μεγάλωσαν τα παιδιά, όπως επέτρεψε ο Θεός, καλοπαντρεύτηκαν, έφυγαν  απ’ το σπίτι. Κι έμειναν οι δυο τους όπως στην αρχή. Με μια σωτήρια ξεχασιά στο μυαλό, που στις εκλάμψεις του, έκανε τον μαστρο-Μανώλη να παραδέχεται: «Ήμουν χαρτοπαίχτης και γυναικάς» και το Τουλάκι χαμογελώντας πικρά να απαντάει: «Τι τα θες και τα σκαλίζεις, Μιχαλάκη μου, εσύ να ’σαι καλά…»

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Γιώργος
    22 Ιουνίου 2019 at 14:31

    Μπράβο σου Μαριάννα!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη