«Μια παράξενη οικογένεια», μια ιστορία για παιδιά από την Λιάνα Μιχελάκη

Ήταν κάποτε μία οικογένεια, ο μπαμπάς Βακτήριος, η μαμά Βακτηρία και τα παιδιά Βακτηρίδια, που κατοικούσαν όλοι μαζί μέσα σε ένα πελώριο γυάλινο μπουκάλι. Το μπουκάλι αυτό ήταν χρόνια ξεχασμένο, μέσα στον κήπο ενός σπιτιού και κανείς από τους ανθρώπους δεν είχε δείξει ενδιαφέρον να ασχοληθεί μαζί του. Το γυάλινο αυτό σπιτάκι  ήταν αρκετά φιλόξενο για την οικογένεια των βακτηρίων, καθώς μπορούσαν όλα τα μέλη της μέσα από αυτό, να βλέπουν τους ανθρώπους να τρέχουν στις δουλειές τους, τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο, τις γάτες να τρέχουν από σκεπή σε σκεπή και το σκύλο να λιάζεται και να κοιμάται κάτω από το πελώριο δέντρο του κήπου. Στο γυάλινο αυτό σπιτάκι ένιωθαν επίσης μεγάλη ασφάλεια. Ούτε κρύωναν το χειμώνα ούτε ζεσταίνονταν τα καλοκαίρια. Όταν έβρεχε, άρεσε πολύ σε όλη την οικογένεια να παρακολουθεί, πίσω από το τζάμι, τις σταγόνες της βροχής, να κυλούν από τα σύννεφα κάτω στη γη και να δροσίζουν το χώμα. Την άνοιξη πάλι τους άρεσε ιδιαίτερα να παρακολουθούν τα πολύχρωμα λουλούδια του κήπου να ανθίζουν! «Θεέ μου, τι όμορφα χρώματα» αναφωνούσε όλη η οικογένεια με ένα στόμα και μία φωνή. Οι πεταλούδες πάλι φτερούγιζαν, παιχνιδιάρικα, γύρω από τις μαργαρίτες και οι κάμπιες ξεκινούσαν τις διαδρομές τους πάνω στον κορμό των δέντρου. Όλα την άνοιξη ήταν πολύχρωμα, «σωστή πανδαισία!» αναφωνούσε συγκινημένη η μαμά Βακτηρία…

«Σωστή πανδαισία» αναφωνούσε όλη η οικογένεια.

Μια μέρα όμως του καλοκαιριού, που έκανε ζέστη και τα τζιτζίκια δεν είχαν σταματήσει να τραγουδούν, συνέβη κάτι το απροσδόκητο σκύλος του σπιτιού, που είχε βαρεθεί να κοιμάται κάτω από το δέντρο, καθώς τεντωνόταν, για να ξεμουδιάσει, ανακάλυψε το μπουκάλι. Έτρεξε τότε με λαχτάρα, και άρχισε να παίζει με αυτό και να το δαγκώνει, σαν να ήθελε να το ανοίξει οπωσδήποτε… Πράγματι, μέσα σε λίγη ώρα, είχε  καταφέρει να φάει το πώμα…

Η οικογένεια τότε των βακτηρίων, πολύ στενοχωρήθηκε… «Τι κρίμα, πρέπει να μετακομίσουμε σε κάποιο άλλο σπίτι» αναφώνησαν όλοι με ένα στόμα και μια φωνή. Μια και δυο ετοίμασαν τις βαλίτσες τους, αποχαιρέτησαν το μπουκάλι, άνοιξαν τα φτερά τους και άρχισαν να πετούν ψηλά στον ουρανό. Εκείνη η ημέρα ήταν πολύ ζεστή, καθώς οι ηλιαχτίδες είχαν βαλθεί, να κατέβουν όλες μαζί κάτω στη γη και να τρέχουν πάνω στις ταράτσες των σπιτιών, στους δρόμους και τα πεζοδρόμια.

Μια μικρή όμως Ηλιαχτίδα πρόσεξε την οικογένεια των βακτηρίων και θέλησε να τη βοηθήσει. «Ανεβείτε πάνω μου» φώναξε «κι εγώ κάπου θα σας οδηγήσω». Χωρίς να χάνουν χρόνο τότε, ο μπαμπάς Βακτήριος, η μαμά Βακτηρία και τα παιδιά Βακτηρίδια, ανέβηκαν όλοι μαζί με τις αποσκευές τους πάνω στην ηλιαχτίδα κι ένα καινούριο ταξίδι ξεκινούσε. Πόσο πολύ τους άρεσε να παρακολουθούν από ψηλά την πόλη, με τα πολλά αυτοκίνητα και τα καταστήματα, το ένα δίπλα στο άλλο. Ξάφνου όμως η ηλιαχτίδα κουράστηκε να περιτριγυρίζει κάτω στη γη και διά μιας ανακοίνωσε στην οικογένεια «μέχρι εδώ ήταν καλοί μου φίλοι το ταξίδι μας. Ήρθε η ώρα να ανέβω στο χρυσαφένιο παλάτι του πατέρα μου. Σίγουρα θα με αναζητά, αυτός και οι αδελφές μου, οι άλλες ηλιαχτίδες». Έτσι η Ηλιαχτίδα άφησε την οικογένεια πάνω στην οροφή ενός κόκκινου αυτοκινήτου, που έτρεχε στους δρόμους της πόλης και χάθηκε στον ορίζοντα.

«Τι κρίμα» αναφώνησε τότε όλη η οικογένεια των βακτηρίων. Όχι πως ήταν άσχημα πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου, μα τους έλειπε η θαλπωρή του γυάλινου σπιτιού που άφησαν πίσω τους. Κάποια στιγμή όμως το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από ένα μεγάλο σπίτι και άρχισαν να βγαίνουν μέσα από αυτό άνθρωποι κάθε ηλικίας, καθώς και μικρά παιδιά. «Πρόκειται για μια οικογένεια ανθρώπων» αναφώνησε η μαμά Βακτηρία. Στο τέλος βγήκε από το αυτοκίνητο ένα μικρό αγοράκι, τρώγοντας μία τεράστια σοκολάτα. «Τι όμορφη έκπληξη!» ξεφώνισαν τα παιδιά βακτηρίδια. «Πόσο πολύ λαχταρούμε μία σοκολάτα. Πρέπει να είναι πεντανόστιμη!» συμπλήρωσαν. Χωρίς να χάνουν χρόνο πέταξαν όλοι μαζί από την οροφή του αυτοκινήτου πάνω στα χεράκια του μικρού παιδιού κι από εκεί ήταν εύκολη η προσγείωση πάνω στη σοκολάτα. Ξεκινούσε μία νέα, απολαυστική αυτήν τη φορά περιπέτεια.

Όλα τα μέλη της βακτηροοικογένειας εγκαταστάθηκαν πάνω στη σοκολάτα κι από εκεί μέσα στο σοκολατένιο σπιτάκι του παιδιού, που όλη την ημέρα ανοιγόκλεινε για κάποια λιχουδιά. Μπορεί στο νέο τους σπίτι να μην ήταν ηλιόλουστα και φωτεινά, όπως μέσα στο μπουκάλι, που άφησαν, αλλά είχαν πολλές σοκολατένιες λιχουδιές, σχεδόν καθημερινά. Ήταν πράγματι το πιο απολαυστικό σπίτι, που θα μπορούσαν να συναντήσουν στη ζωή τους. Ένιωθαν όλα τα μέλη της βακτηροοιοικογένειας τόσο όμορφα, που θέλησαν μάλιστα να μοιραστούν και με άλλους τη χαρά τους. Προσκάλεσαν λοιπόν στο νέο σπίτι τους τον παππού Βακτήριο, τη γιαγιά Βακτηρία, θείους, θείες και ανίψια  βακτηρίδια. Έτσι, η βακτηροοικογένεια μεγάλωσε και όλοι μαζί ζούσαν απολαυστικά σε αυτό το μικρό σπιτάκι. Κάθε καινούρια ημέρα διοργάνωναν υπέροχες σοκολατένιες γιορτές, με φαγητό, γλέντι και χορό!

Κάποια μέρα όμως άλλαξαν όλα δια μιας. Με έκπληξη μεγάλη, είδαν να εισβάλλει στο σοκολατένιο σπίτι τους μία πελώρια βούρτσα, με τρίχωμα πυκνό και σκληρό, που βάλθηκε να καθαρίζει όλες της γωνιές μέσα στο σπιτάκι τους. Για άλλη μια φορά η οικογένεια των Βακτηρίων ετοίμασε βαλίτσες και αποχαιρέτησε το φιλόξενο απολαυστικό σπιτάκι. «Τι κρίμα!» αναφώνησαν όλα τα μέλη με ένα στόμα και μια φωνή. «Καλό μας ταξίδι… Σίγουρα κάποιο άλλο σπιτάκι θα μας περιμένει…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη