«Μια νέα αρχή», ένα διήγημα της Αρετής Καμπίτση για τη λογοτεχνική δράση «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Τον  Ζαν τον ξανάδα χτες. Στεκόταν ακουμπισμένος  στην κάσα της πόρτας και με κοίταζε. Την ώρα που έβαζα το τελευταίο ρούχο, την τελευταία ελπίδα, την δυνατή ανάσα, ο Ζαν με κοίταζε. Παρακολουθούσε κάθε κίνησή μου, χωρίς να λέει τίποτα. Δεν μίλησε ακόμα κι όταν άφησα σε μια γωνιά του δωματίου τα δικά του δώρα, τις δικές του αναμνήσεις, ούτε τότε είπε κάτι. Ο Ζαν δε μπορούσε να μιλήσει ίσως και να μην υπήρχε καν εκεί. Δεν υπήρχε. Σαν φάντασμα συντρόφευε τις τελευταίες μου στιγμές κοντά του.  Ναι, ο Ζαν δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα φάντασμα που τρεφόταν από εμένα κι από την εμμονή μου σε ένα παρελθόν που δεν ήταν δικό μου, ούτε και δικό του. Δεν μας ανήκε τίποτα από όσα ζήσαμε, σαν  μια βιντεοταινία που τη νοικιάζεις, τη βλέπεις και τελείωσε. “Δεν ζήσαμε Ζαν, μα πώς θα μπορούσαμε άλλωστε όντας και οι δυο νεκροί.”

Στάθηκα μπροστά του με τόλμη και τον κοίταξα και για πρώτη φορά δεν τον είδα τόσο ψηλό, όσο τον είχα στη θύμησή μου. Ίσως και να μην ήταν ποτέ, μπορεί να ήταν άλλο ένα αποκύημα της φαντασίας μου. Το έχω αυτό το κουσούρι, να δημιουργώ πραγματικότητα από τη φαντασία. «Φεύγω Ζαν, αντίο. Πηγαίνω στη χώρα που ανατέλλει ο ήλιος, που ανατέλλει η ζωή μου, μακριά από εσένα, μακριά από τον φόβο και τον πόνο. Φεύγω χωρίς να έχω τίποτα που να μου ανήκει. Μια νέα αρχή,  αυτό ονειρευτήκαμε, έτσι δεν είναι; Μου έμαθαν πολλές λέξεις, όπως αγάπη, ελπίδα, καλή, χειμώνας, νύχτα, μέρα, μα την πιο πολύτιμη  την έμαθα μόνη μου: “Αντίο” Ζαν, πηγαίνω εκεί που ανθίζουν τα ηλιοτρόπια, στη θάλασσα με τα νεμόφιλα, εκεί που σε γνώρισα.»

Έκλεισα την πόρτα του διαμερίσματος ήσυχα και κατευθύνθηκα προς το σταθμό. Κρατώντας τη βαλίτσα στα χέρια μου, τη μικρή κόκκινη περιουσία μου άδεια από αναμνήσεις, μία μπλούζα, ένα παντελόνι και ένα μικρό φουλάρι να προστατεύσω τον λαιμό μου. Πάντα είχα μια μανία να προστατεύω τον λαιμό μου, λες και είχα συνηθίσει στον πνιγμό. Προς στιγμή θύμωσα. Σταμάτησα στην άκρη του πεζοδρομίου και την άνοιξα, έπιασα το φουλάρι στα χέρια μου και το πέταξα στον διπλανό κάδο. Δεν το χρειαζόμουν πια, ήμουν εντάξει. Είμαι εντάξει. Έκλεισα ξανά τη βαλίτσα και την άρπαξα από το χερούλι με το αριστερό μου χέρι. Έτσι κουνάμενη κι ευχάριστη την ένοιωσα σαν να είχε κι εκείνη ξαλαφρώσει από το φουλάρι, από το παρελθόν, από τον Ζαν, από το τίποτα της προηγούμενης ζωής. Θα ορκιζόμουν πως την άκουσα να ψελλίζει κι εκείνη «αντίο», μα αλίμονο κι αν είχαν φωνή τα άψυχα.

Ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον υπάρχει μια λέξη που λέγεται παρόν. Παρόν στο τώρα, παρόν στη ζωή, παρούσα κι εγώ  έφτασα στο αεροδρόμιο με μοναδική παρέα τη βαλίτσα μου κι ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, το πολύτιμό μου απόκτημα, που θα με οδηγούσε μακριά, εκεί που οι αχτίνες του ήλιου γεννιούνται αλλά δεν πεθαίνουν, εκεί που τα λαμπιόνια δεν σβήνουν ποτέ, που όλα γράφουν με τεράστια γράμματα «νέα ζωή». Μακριά από τα τετριμμένα, τα ανούσια, τα φθαρμένα, τα πολιοφορεμένα χτυπήματα  στο σβέρκο, τα χιλιοειπωμένα λόγια που μου έπνιξαν το λαιμό, το φόβο που μου έκοψε τη γλώσσα, τους δυνατούς από την αγωνία χτύπους της καρδιάς.

Ανάλαφρη κι ολοκαίνουργια και με ένα πλατύ χαμόγελο, έδειξα το εισιτήριο στον έλεγχο, πέρασα την πύλη και βρέθηκα στο αεροπλάνο. Βολεύτηκα στη θέση μου, στο παρόν μου, στο τώρα. Η μόνη σύνδεση με το παρελθόν μου πια ήταν το παράθυρο, από όπου έβλεπα την Αθήνα μακρινή, τα φώτα να αργοσβήνουν, το αεροπλάνο να χάνεται στον γαλάζιο ουρανό, να χώνεται στα σύννεφα με θράσος, να τα σκίζει, να παίζει μαζί τους. Δεκαεφτά ώρες και πέντε λεπτά μακριά από τη χώρα που είχα ονειρευτεί να περάσω τα υπόλοιπα και ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Την Ιαπωνία. Κι αν υπήρχε κάτι που λάτρευα σ’ αυτήν, ήταν η τάξη και παράλληλα η αταξία, τα φώτα που δεν σβήνουν ποτέ, τα λαμπιόνια που χορεύουν στα κτήρια σαν ερωτευμένοι χορευτές, που επιμένουν να ζουν ανάμεσα στα άψυχα υλικά των κτηρίων, να ζωντανεύουν το βλέμμα των ανθρώπων, τις λίμνες, τα δάση, τα πάρκα, το γαλάζιο της θάλασσας, το κίτρινο του ήλιου, το πράσινο της φύσης, το κόκκινο της ζωής. Προορισμός μου το Τόκιο του θορύβου και της ηρεμίας μαζί.

Οι ατελείωτες ώρες του ταξιδιού δεν ήταν τίποτα μπροστά στο αιώνιο παρελθόν που έμενε πίσω. Έγειρα το κεφάλι στο προσκέφαλο του καθίσματος με κλειστά τα μάτια. Γύρω μου φωνές από παιδιά κι ενήλικες, ο θόρυβος του αεροπλάνου, τα φτερά που έτρεμαν καθώς έσκιζαν τον αέρα κι εγώ αιωρούμενη πετούσα για πρώτη φορά προς την ελευθερία, προς την αχανή ασιατική ήπειρο και την ομορφότερη χώρα και δεν είναι παράξενο που οι Ιάπωνες την αποκαλούν Νιχόν, που σημαίνει ήλιος κι αρχή. Καθόλου δεν με φόβιζε η άγνωστη γλώσσα, άλλωστε τα αγγλικά μου ήταν αρκετά καλά ώστε να μπορώ να συνεννοούμαι τον πρώτο καιρό. Με το πέρασμα του χρόνου θα μάθαινα και τα ιαπωνικά, εξάλλου τόσα και τόσα έμαθα ως τώρα, ακόμα και την πιο δύσκολη λέξη: “αντίο”. Παιχνιδάκι θα ήταν τα ιαπωνικά ύστερα από αυτό το κατόρθωμα.

Βολεύτηκα πιο καλά στη θέση μου και ταξίδευα. Δίπλα μου μια άγνωστη διάβαζε ένα περιοδικό. Μου άρεσε που ήταν όλα άγνωστα τριγύρω μου κι από μικρή είχα μια τάση να ανακαλύπτω νέα πράγματα  και  νέες ζωές. Αυτή τη φορά το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως όλα θα τα έκανα σωστά, για μένα, γιατί το άξιζα. Οι αλυσίδες είχαν σπάσει πια και τίποτα δεν με κρατούσε δέσμια μιας εποχής αλλόκοτης και θλιβερής. Η καρδιά είχε ξαναγεννηθεί και η ψυχή διψούσε για ζωή και περιπέτεια. Η άνοιξη βοηθούσε σ’ αυτήν την ανάταση, μα έτσι κι αλλιώς δεν είναι η εποχή της ανάστασης; Μια ανάσταση που γέμιζε με φως τα ελάχιστα σκοτάδια που είχαν απομείνει μέσα μου. Σε λίγο όλα θα τελείωναν  στο πάρκο με τα νεμόφιλα, εκεί όπου είχα συναντηθεί με τον Ζαν για πρώτη φορά κι έμελλε αυτή η γνωριμία να ταρακουνήσει ολόκληρη την ύπαρξή μου. Κι ήταν σωστό και τίμιο όλα να τελειώσουν εκεί που άρχισαν.

Το μυαλό μου είχε αδειάσει και τα βλέφαρα βαριά ακολούθησαν το ταξίδι. Όλα κινούνταν σε μια αρμονική τροχιά σαν κι εκείνη που διένυσε το αεροπλάνο και έκανε βουτιά στη γη. Η αιώρηση θα τελείωνε σε λίγο και τα πόδια μου θα πατούσαν τα ιερά κι ελεύθερα χώματα  της καινούργιας μου πατρίδας. Πήρα παραμάσχαλα τη βαλίτσα μου και μπήκαμε στο λεωφορείο. Ο κόσμος ατελείωτος, οι φωνές αγνώριστες, τα νοήματα άγνωστα, τα πρόσωπα διαφορετικά. Δεν μου ήταν όλα άγνωστα. Το προηγούμενο ταξίδι μου στην πόλη του Τόκιο μού είχε αφήσει αρκετές εντυπώσεις και εικόνες, ώστε να μπορώ να μετακινηθώ. Επέστρεψα στην πραγματικότητα και μακριά από τις σκέψεις μου άρχισα να οργανώνομαι. Πρώτη μου στάση ο σταθμός των τρένων, όπου από εκεί θα οδηγούμουν στην τελευταία υποχρέωση που είχα προς το παρελθόν και στην παράδοση της νέας μου πατρίδας. Έναν αποχαιρετισμό κι ένα καλωσόρισμα, όπως όφειλαν οι παραδόσεις.

Χωρίς να φάω ούτε να πιω τίποτα, στάθηκα να περιμένω το τρένο, το πιο γρήγορο απ’ όλα, λες κι όλα είχαν μπει σε μια ιλιγγιώδους ταχύτητας τροχιά και παρακινούσε τη ζωή να τρέξει. Όταν πάτησα το πόδι μου στο shinkansen, ένοιωσα πως βρίσκομαι εκεί που ανήκα από πάντα, εκεί που η ψυχή μου λαχταρούσε να τρέξει μαζί του, να φτάσουμε στο πάρκο  και  να  εκπληρώσω το χρέος που όφειλα σε εμένα. Τα πόδια μου έτρεμαν από την αγωνία και η καρδιά μου σπαρταρούσε σαν μικρού παιδιού που του χάρισαν το ωραιότερο δώρο. Σχεδόν άδειο το απίστευτα γρήγορο shinkansen, ξεκίνησε το ταξίδι από το Τόκιο  βορειοδυτικά προς το Χιτάτσι. Οι πόλεις περνούσαν σαν νοητές γραμμές από μπροστά μου και  τα σπίτια έμεναν πίσω με ιλιγγιώδη ταχύτητα, οι πεδιάδες απλώνονταν καταπράσινες και αναμειγνύονταν με το μπλε του ουρανού, δημιουργώντας ένα συνονθύλευμα έκπληξης, που προκαλούσε η γρηγοράδα αυτού του τρένου. Μοιάζαμε εγώ και το τρένο, είχαμε και οι δύο μια μοναδική ικανότητα να διανύουμε μια μεγάλη απόσταση σε μικρό χρονικό διάστημα. Άραγε να είχε κι ετούτο φθορές από τα χρόνια, που έτρεξε κι έσκισε τις ράγες σαν κι εμένα; Άγνωστο. Τουλάχιστον φανερά δεν πρόδιδε κάτι τέτοιο, μα φανερά τίποτα δεν προδίδει. Τα χέρια μου έτρεμαν,  όχι από την ταχύτητα του τρένου, που  ήταν εξαιρετικά ήσυχο, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της ταχύτητας που έφτανε μέχρι τα πεντακόσια  χιλιόμετρα την ώρα, αλλά  από την τελευταία πράξη του παρελθόντος που ήταν αποκλειστικά δική μου υπόσχεση. Το κλείσιμο της αυλαίας ανήκε σε μένα και ήταν δίκαιο. Θυμάσαι Ζαν που κάποτε φανερά φοβισμένος με ρώτησες «πότε θα τελειώσει όλο αυτό;» και σου είχα απαντήσει «όλα θα τελειώσουν όταν έρθει η ώρα». Ήρθε η ώρα  που τελείωσαν ανάμεσα στο μπλε του ουρανού και της λουλουδιαστής γαλάζιας θάλασσας.

Η ταχύτητα μειώθηκε, οι παλμοί έπεσαν, η αυλαία μισόκλεισε, το τρένο σταμάτησε, τα νεμόφιλα μια θάλασσα κι ο ήλιος παιχνιδιάρικα χάιδευε τα γαλάζια τους άνθη… Άφησα το ποίημά μου, ένα τάνκα, να παρασυρθεί από  το απαλό αεράκι και να ταξιδέψει στα άνθη των νεμόφιλων.

Κάθαρση ψυχής,

νεμόφιλα γαλάζια

ανεμίζουν πια.

Ανατέλλω στο φως τους

ξαναγίνομαι αυγή.


Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση εδώ: «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»                         

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη