Θα ’θελα να ’μαι η απανεμιά
που γύρευε η ψυχή σου
όταν το κρύο κι ο χιονιάς
πάγωνε την πνοή σου.
Θα ’θελα μες τα μάτια σου
μικρή φλογίτσα να ’μουν
στην άκρη των δακτύλων σου
κόκκος μικρός της άμμου.
Να δρόσιζα τις μέρες σου
όταν μες το λιοπύρι
αναζητούσες μια σκιά
επάνω σου να γείρει.
Να στόλιζα την ομορφιά
για να σου την χαρίσω
να στέγνωνα τη λύπη μου
για να μην σε λυπήσω.
Να ’νιωθες λίγη ζεστασιά
να γυάλιζε λιγάκι
αυτή η πέτρινη ματιά
να γίνονταν νεράκι.
Να ’πινε, λέει, η ζωή
Μαλακωμένη ψύχρα
Πάγος που γίνηκε δροσιά
Πέτρα που ’γινε ψύχα.
Κι όλα αυτά τα περισσά
εσύ να τα δεχόσουν
και να ’ξερες πως δύσκολα
όλοι να σου τα δώσουν.
Μα πόσο κρίμα!
Οι ανθρώπινες ψυχές
λιγάκι μόνο αλλάζουν!
Όσα μπορούν θα βλέπουνε
καθώς γύρω κοιτάζουν!
Αφήστε το σχόλιο σας