“Μη λες αντίο”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Καθότανε τρίτος στη σειρά. Πρώτα η μάνα του. Μετά η μεγάλη η αδερφή του. Κι ύστερα εκείνος. Με το κεφάλι ίσιο και το βλέμμα κενό. Στα χέρια του, τα αφημένα πάνω στην ποδιά του, κράταγε ένα μαντήλι. Ένα λευκό μαντήλι μουσκεμένο σε βουβά δάκρυα. Κάπου κάπου γύρναγε το κεφάλι και κοιτούσε στο πλάι, σαν κάποιος να τον φώναζε, σαν να ‘νιωθε πως ήμουν εκεί και τον κοιτούσα.

«Μη στενοχωριέσαι», μου ‘ρχότανε να του φωνάξω, έτσι εκεί, μέσα στην εκκλησία, μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. «Μην κλαις ψυχή μου, δεν είναι για πάντα, θα ανταμώσετε πάλι, δεν είναι θάνατος…». Κι ας είχε πεθάνει ο πατέρας του ψες το βράδυ. Κι ας είχανε μαζευτεί για το στερνό αντίο δυό χωριά κόσμος στην εκκλησία, παρόλη τη βροχή και το κρύο εκείνο το πρωί. Κι ας κλαίγανε όλοι απαρηγόρητοι που έφυγε νέος, που χάσανε φίλο, που άφησε πίσω του κενό μεγάλο ένας καλός άνθρωπος.

Όμως δεν είπα τίποτα. Καθόμουν μακρυά σε μιαν άκρη και αφουγκραζόμουν τον κόσμο γύρω μου, που πενθούσε με αξιοπρέπεια. Συνήθως στις κηδείες θα δεις και θα ακούσεις πράγματα που δεν χωράνε σε μια νεκρώσιμη ακολουθία. Όχι όμως σ’ αυτή την κηδεία. Σ’ αυτή την κηδεία ένιωθες πυκνό τον πόνο, και να ‘θελες να μιλήσεις δεν μπορούσες, ερχότανε η ευλαβική ησυχία και σου ‘κλεινε το στόμα. Εντύπωση μου έκανε. Τότε κατάλαβα αυτό που έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, αλαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει: «να μην ήμουνα στην κηδεία μου να δω ποιοι μ’ αγαπάνε;…».

Κι έτσι αποφάσισα ότι μου αρέσουν οι κηδείες πιότερο απ’ τους γάμους. Γιατί εκεί τα αισθήματα είναι αληθινά, δε σηκώνει η στενοχώρια φτιασίδια και καμώματα. Έστω και ξένος να ‘σαι, και να ΄χεις πάει να ευχηθείς από κάποιου είδους νοσηρή «υποχρέωση», θα νιώσεις ένα τσίμπημα στ’ αριστερά κάτω απ’ το στέρνο, εκεί που βρίσκεται η καρδιά.

Γυμνοί όλοι μας από κακίες και μικρότητες στεκόμαστε ανήμποροι μπροστά στο θάνατο. Ξεχνάμε κι έχθρες, ξεχνάμε και διαφορές, τα ξεχνάμε όλα και συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον άλλον κι όλοι μαζί σ’ αυτούς που μείναν πίσω, γιατί εκεί καταλαβαίνουμε πως όλους μας ορίζει η ίδια μοίρα.

Και κοιτούσα εκείνον. Κι η οδύνη του η σιωπηλή ήταν τέτοια που σπάραξε η καρδιά μου. Κι αντί η στενοχώρια να του προσθέσει χρόνια, αντί τα δάκρυα να του χαράξουν ρυτίδες βαθιές στο ωραίο του πρόσωπο, αυτός καθόταν εκεί καρτερικά, χλωμός μα νέος, πολύ νέος ακόμα για τέτοιο βάρος. Όλος μαζί δυό μέτρα άντρας είχε γίνει μια χερωσιά, νόμιζες πως αν άπλωνες να τον σφίξεις θα τον ράγιζες.

Κι έτσι έμεινα πίσω και δεν τον αγκάλιασα. Δεν τον φίλησα. Δεν του μίλησα καν. Τίποτα δεν μπορούσα να του προσφέρω εκείνη την ώρα. Μόνο έκανα το σταυρό μου και ψιθύρισα: «Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν».

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη