«Μην πατάτε την χλόη – Μέρος B’», γράφει η Μαρία Πανούτσου

Τώρα  το βλέπω… τώρα καταλαβαίνω.

«κραυγή διαμαρτυρίας»

Mάρτιος 2020, Αθήνα

Αυτές τις μέρες πιο έντονα η ματιά μου το παρελθόν. Στην επανεκτίμηση ανθρώπων και  γεγονότων. Μετά τον θάνατο του Κώστα Βουτσά θυμήθηκα  την προσωπική μου  σχέση με τον άνθρωπο αυτόν. Όχι ακριβώς την προσωπική αλλά τη σχέση μου με μια εποχή  που πέρασε ανεπιστρεπτί, μια εποχή ωραιοποιημένη και σχεδόν μυθική και πώς εγώ συμμετείχα  σε αυτήν, ένα  μικρό λιθαράκι  στις αποχρώσεις του  ροζ και του μπλε,  σε  ένα ψηφιδωτό  ανθρώπων και  καλλιτεχνικών αναζητήσεων.

Βρισκόμαστε   στην Αθήνα του ’65. Μόλις είχαμε γυρίσει με του γονείς μου και τον αδελφό μου  από ένα ταξίδι  στη μακρινή Βαγδάτη.

Σπούδαζα χορό από μικρό παιδί. Μαθήτρια  της σχολής Ζουρούδη μόλις  γύρισα, συγχρόνως κρυφά  έκανα μαθήματα καθώς μεγάλωνα  και  η περιέργειά μου για νέα προσέγγιση  στην τέχνη του χορού  μεγάλωνε  και αυτή, στον Λεωνίδα Ντεπιάν και στην Ρένα Καμπαλλάδου.

Τα καλοκαίρια, που δεν είχα το σχολείο και την γαλλική ακαδημία,  οι δάσκαλοι μου με πρότειναν  σε διάφορα χορευτικά σύνολα και  σε  σόλο  παραστάσεις  χορού, για να αποκτήσω  εμπειρία αφού ήμουν ταγμένη  χορεύτρια. Έτσι, μόλις γύρισα από το μακρινό ταξίδι στην Ασία   μαθήτρια σε όλα,  σχολείο, μουσική, γαλλικά,   χορό,   βρέθηκα  τα καλοκαίρια να δουλεύω και να γνωρίζω από κοντά  τον κόσμο του χορού και του θεάτρου με τη στήριξη σε όλα  της μητέρας μου  και  την, από δίπλα μου, παρουσία της. Ο πατέρας μου δεν ήταν θετικός σε όλο αυτό.

Στην Βαγδάτη που βρεθήκαμε με την οικογένειά μου,  χόρευα κάθε Πέμπτη στην τηλεόραση.  Ζωντανή εκπομπή, μαθήματα, για τον κλασσικό χορό, με την τότε  δασκάλα μου με το όνομα  Άννα -δεν θυμάμαι το επίθετο- οδηγό.  Χόρευα σόλο που μου είχε διδάξει και εγώ  με τον μυαλό μου να αυτοσχεδιάζω αλλάζοντας την χορογραφία ασυνείδητα  και η δασκάλα μου -εκτός  από την πρώτη φορά που τρομοκρατήθηκε-  περίμενε πια με ευχάριστη περιέργεια την εξέλιξη της δικής  της χορογραφίας.

Με είχε τόσο αγαπήσει που ζήτησε να με υιοθετήσει από τους γονείς μου. Μοναχική γυναίκα,  είχε αφοσιωθεί  στον χορό. Βρέθηκε  στην Βαγδάτη με  έναν έρωτα και ξέμεινε  εκεί.  Άλλες εποχές,  πολύ διαφορετικές από τώρα. Τότε η Βαγδάτη ήταν μια κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα  που ευημερούσε. Μια μεγαλούπολη με ανθρώπους από όλα τα μέρη της γης. Καλλιτέχνες  αρχιτέκτονες, τεχνίτες, διανοούμενοι, φοιτητές, επιστήμονες. Σκεφτείτε λίγο  μαθήματα χορού  κλασσικού  στην τηλεόραση, ζωντανή εκπομπή, κάθε βδομάδα σε μία μουσουλμανική χώρα!

 

Έτσι, λοιπόν, ένα  καλοκαίρι βρέθηκα  στο Θέατρο  Μετροπόλιταν  της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, να χορεύω  στις χορογραφίες της τότε δασκάλας μου Ρένας Καμπαλάδου. Ο  Κώστας Βουτσάς ήταν ο πρωταγωνιστής, μαζί με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και την Μάρω Κοντού. Σε ένα κορίτσι -εμένα δηλαδή- που έβλεπε την δουλειά εκείνη ως προέκταση των μαθημάτων της,  αφοσιωμένη   στο να βγάλει ασπροπρόσωπη την δασκάλα της που την πρότεινε και την εμπιστεύτηκε,  δεν  έβλεπα και πολλά γύρω μου. Ήμουν συγκεντρωμένη στον εαυτόν μου. Εξ άλλου είχα συνηθίσει να είμαι στα παρασκήνια με μεγάλα ονόματα, αφού από μωρό  με έφερνε η μητέρα μου   για να δούμε τον πατέρα μου που εργαζότανε σε μουσικούς θιάσους. Ήταν ο πιανίστας  της ορχήστρας. Όμως αυτή  την φορά ήταν διαφορετικά. Δεν ήμουν μόνο στα παρασκήνια αλλά και στην σκηνή. Στην παράσταση  μεταμφιεζόμουν σε ένα θηλυκό άγαλμα που ζωντάνευε  και χόρευε. Ένα κορίτσι με ένα ολόσωμο  στο χρώμα του δέρματος  κολλάν, που μάζευε γύρω του όλον  τον θίασο.

Εικόνες αποτυπωνόντουσαν στο μυαλουδάκι μου ερήμην μου, βέβαια και κυρίως  με  τα πρόσωπα που είχα έρθει σε επαφή ουσιαστική, εκτός της καθημερινής αναγκαστικής επαφής.

Ήρθα σε επαφή  σε τόσο νεαρή ηλικία  με τόσους σημαντικούς   καλλιτέχνες  λόγω του έργου αυτού, με τους συγγραφείς Βασίλη Ανδρεόπουλο, Βαγγέλη  Γκούφα, τον Σταύρο  Ξαρχάκο, τον δάσκαλό μου Κωστή Μιχαηλίδη  που σκηνοθετούσε  το έργο και που με πρόσεξε ιδιαίτερα,   την δασκάλα μου την Ρένας Καμπαλάδου, τον Βασίλη Βασιλειάδη  που μας έφτιαξε τα σκηνικά. Σημαντική για μένα  γνωριμία ήταν και ο  Διονύσης  Φωτόπουλος που  έκανε τα σκηνικά και μου  ζήτησε να με ζωγραφίσει. Με γνώρισε μέσα στην  παράσταση αυτή. Θυμάμαι την επίσκεψη με την μητέρα μου στην Μεγάλη Βρετανία, όπου έγινε  η πρώτη συνάντηση  για να μιλήσουμε και να δούμε πως θα συντονίζαμε τις ώρες μας.  Μια  παρουσία  που μου είχε κάνει πολύ  μεγάλη εντύπωση και  αργότερα θυμόμουν ακόμη  το πρόσωπό του και τον  τόνο της φωνής του. Κάποια χρόνια  μετά ασχολήθηκα και με το ζωγραφικό του έργο και  έτσι γνώρισα και το έργο του αδελφού του, του Βασίλη  Φωτόπουλου. Το λέω αυτό  γιατί η ζωγραφική με μαγνήτιζε από τότε και γιατί τα δυο αυτά  αδέλφια είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της τέχνης για την Ελλάδα.

Βέβαια τότε  δεν καταλάβαινα ακριβώς  ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι,  πλην των δασκάλων μου με τους οποίους είχα μια ξεχωριστή σχέση.  Όμως το επίπεδο   της καλλιτεχνικής  προσφοράς  είχα μάθει να το διακρίνω όπως και το επίπεδο   της ηθικής  του συνόλου  των ηθοποιών που βρισκόμασταν εκεί. Καμία  σχέση  και γνώση για όλα αυτά  τότε. Μόνο  με ένστικτο  και με  εμπιστοσύνη σε αυτό που έκανα με αυτά  τα εφόδια επικοινωνούσα με τους άλλους. Η αγάπη μου για την τέχνη, το χορό, τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την ποίηση, ήταν πάνω από όλα.

Θέλω να τονίσω ότι πιο πολύ καιρό περάσαμε με τις πρόβες  για την παράσταση, μια περίοδο που την θυμάμαι καλά, μαγευτική  και ατέλειωτη σε   εμπειρίες -όπου πρώτη πήγαινα και τελευταία έφευγα- παρά με την ίδια την παράσταση, που δεν πήγε καλά  εισπρακτικά και κατέβηκε στα  μισά  του καλοκαιριού.

Η Μητέρα μου,  που ερχόταν κάθε μέρα από κοντά,  δεν ήταν η μόνη που με πρόσεχε. Όλοι οι ηθοποιοί με πρόσεχαν και υπήρξαν μαζί μου εκτός από ευγενικοί και ιδιαίτερα προστατευτικοί.  Μόνο ο  Ανδρέας Ντούζος με περίμενε στα παρασκήνια για να με πειράξει με υπονοούμενα που εγώ έκανα ότι δεν τα άκουγα. Αλλά μέχρι εκεί. Αυτός που ήταν πιο πολύ από όλους,  τουλάχιστον για μένα, ζεστός και τυπικός και  ευγενικός, ήταν ο Κώστας Βουτσάς. Μου φερόταν ισότιμα  επαγγελματικά και όχι ως μικρή  ακόμη μαθητευόμενη.

Στην παράσταση αυτή  ‘’Μην πατάτε την χλόη’’ έπαιζε νέος ηθοποιός τότε ο Ντίνος Καρύδης. Ο Ντίνος  μου θύμιζε τον Άμλετ του   (1964) του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ  σε ομορφιά σε ήθος,  που είχα πρόσφατα δει στο σινεμά.  Είχαμε μια  πολύ τρυφερή  ανταλλαγή συναισθημάτων  μεταξύ μας  μέσα από αναφορές σε βιβλία,  θέατρο και σινεμά.  Ο Ντίνος  σεβάστηκε  την ηλικία  μου  και παραμείναμε   σε μια φίλια  που κράτησε λίγο μετά  το τέλος   των παραστάσεων.  Μου είχε κάνει ένα δώρο, ένα λεπτό μικρό βιβλιαράκι, με μια αφιέρωση  σε ένα  μονόπρακτο του Τσέχωφ με τίτλο ΄Αίτηση σε γάμο΄  που το φυλάω σε ειδικό  μέρος στην βιβλιοθήκη μου,  στα βιβλία με τις αφιερώσεις.

Το Μην πατάτε την χλόη  ήταν  από τα πρώτα  μιούζικαλ αν όχι το πρώτο  και ο κόσμος δεν το  καταλάβει το είδος αυτό, συνηθισμένος από τις επιθεωρήσεις  αλλά και η παράσταση σύμφωνα με την τότε κριτική,  χρειαζόταν πιο καλά εκπαιδευμένους ηθοποιούς για αυτό το νέο  μουσικό είδος.

Όπως και να  έχει για μένα ήταν ένα ταξίδι στην καρδιά της δουλειάς του θεάτρου. Και ότι  οι κριτικές επικεντρώθηκαν στις δυο νεαρές χορεύτριες –  της παράστασης ήταν για μένα  κάτι πολύ σημαντικό αφού ήταν και η πρώτη μου κριτική. Έχει ενδιαφέρων η εξής σύμπτωσης. Την κριτική της παράστασης   στα Νέα  της είχε γράψει  ο  Στάθης Δρομάζος. Από τους πιο σημαντικούς κριτικούς  της εποχής  εκείνης και  πολύ αργότερα. Ο Στάθης  Δρομάζος με συναντά  το 1979  νέα πια ηθοποιός πρώτη εμφάνιση στο επαγγελματικό θέατρο  στο έργο  Something Unspoken   του Tennessee Wiliams στο Θέατρο Ασκητικό to 1979 πρώτος ρόλος μετά την σχολή θεάτρου.  Βέβαια δεν με γνώρισε  ούτε και εγώ   κατάλαβα την σχέση  του  με το παρελθόν  μου,  αφού  πολύ αργότερα  ενδιαφέρθηκα  να μάθω πιο πολλά για την  ξεχασμένη  και για   μένα ακόμη  παράσταση ‘Μην πατάτε την χλόη’.  Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση αυτή η σύμπτωση.

Φαίνεται καθαρά τώρα, ο χαρακτήρας μου  δεν  ήταν αυτός που θα μου έχτιζε μια καριέρα. Δεν πειθαρχούσα στους άλλους πέρα από τους δάσκαλους μου και η  αγάπη μου για την τέχνη ήταν τόσο  πολύμορφη, δεν περιοριζόταν σε ένα μόνο  υλικό,  έτσι όταν ολοκληρωνόταν ένας κύκλος, έφευγα για να ολοκληρώσω έναν άλλον. Τώρα το βλέπω, τώρα καταλαβαίνω ποια ήμουν και γιατί έγινε ό,τι έγινε. Είναι σημαντικό  να καταλάβεις γιατί γίνονται τα πράγματα έτσι  και όχι αλλιώς.

Η Μαρία (Σκουλαρίκου) Πανούτσου  ως το άγαλμα  που χορεύει

και  κοντά της  ο Κώστας  Βουτσάς  και ο  Mπάμπης Ανθόπουλος   

 

Αρχείο Μουσικό Θέατρο, Θεατρικά Προγράμματα, “ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ ΤΗ ΧΛΟΗ” ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ: συγγραφείς Βασίλης Ανδρεόπουλο, Βαγγέλης Γκούφας, Μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, χορογραφίες Ρένας Καμπαλάδου, Σκηνογραφίες Βασίλη Βασιλειάδη, Θίασος: Κώστας Βουτσάς, Μάρω Κοντού, Γιώργος Κωνσταντίνου, Ανδρέας Ντούζος, Μαριάννα Κουράκου, Αλέκος Τζανετάκος, Αριστείδης Χρυσοχόου, Μπάμπης Ανθόπουλος, Μπέτυ Αρβανίτη, Νίκος Παπαναστασίου, Νίκη Λεμπέση, Χάρις Λουκέα, Ηλίας Κουρίστης, Χρόνης Εξαρχάκος, Γιώργος Κωβαίος, Μπέκα Γιουράντη, Μάκης Δεμίρης, Ιωάννα Κάρρερ, Γιώργος Μεσσάλας, Δέσποινα Μπούμπη, Χρήστος Νάτσιος, Ανθή Γούναρη, Γιάννης Ματτύς, Ντίνος Καρύδης, Δήμητρα Νομικού, Γρηγόρης Τσουμάκης, Λένα Αγιούνη, Αλέκος Ζαρταλούδης,  Ανδρέας Τσάκωνας, ο ακροβάτης Βαγγέλης Μανιάτης, οι χορεύτριες Μαρία Σκουλαρίκου, Λίνα Ντάντη, ο χορευτής Χρήστος Ντόκας.

Αυτή η εποχή,   ‘65-‘75  περιγράφεται πολύ ωραία στο αυτοβιογραφικό σημείωμα  του  Βασίλη Φωτόπουλου. Η ατμόσφαιρα, οι επιλογές,  οι μοναχικές διαδρομές, η μοναστική  αφοσίωση, η επιστροφή  στο εσώτερο εαυτόν μας, το ήθος σε αρμονία με την αισθητική και ο σεβασμός στην φύση όπως και η οικονομία στις ανθρώπινες επαφές και σχέσεις και η  σεμνότητα στην αποδοχή κάθε είδους ιδιαιτερότητας μαζί με μια συστολή. Νομίζω  ότι  η παράσταση ‘Μην πατάτε την χλόη’  καθρεπτίζει   την εποχή εκείνη  και ιστορικά ως ένα  ημερολόγιο.

 


Αυτοβιογραφικό σημείωμα από τον Βασίλη Φωτόπουλο

Γεννήθηκα στην Καλαμάτα το 1934. Ο πατέρας μου, ένας άντρας σιωπηλός και απόμακρος, λάτρευε τη μάνα μου, όμορφη και ζωντανή γυναίκα. Αυτόν τον έλεγαν Δημήτρη, εκείνη Αγγελική.

Μ’ αγαπούσανε κι ό,τι η εποχή νόμιζε σωστό για την ανατροφή ενός παιδιού, το ’χα. Γιατί μικρός ήμουνα φιλάσθενος, δεν μ’ έστειλαν σχολείο. Είχα δάσκαλο στο σπίτι. Τον Παπαδόπουλο, τον αδερφό της Τιμοκλείας. Αυτός πρόσεξε πως ασταμάτητα μουτζούρωνα τα πάντα κι έπεισε τον πατέρα μου να μου πάρει δάσκαλο ζωγραφικής, το Βαγγέλη το Δράκο.

Παιδιά δεν υπήρχαν στη γειτονιά μας. Δεν έμαθα να παίζω. Όλο διάβαζα ή όλο ζωγράφιζα ή καθόμουνα σε μια πολυθρόνα που ’χα στο δωμάτιό μου, κουνιστή, βιεννέζικη, κι αναπολούσα ώρες.

Οι γονείς της μάνας μου μένανε μαζί μας. Ο Βασίλης και η Αικατερίνη. Ήταν όμορφοι άνθρωποι, συντηρούσαν τις καλύτερες παραδόσεις. Στη μεσσηνιακή γη είχαμε παντού συγγενείς. Μόνο η μάνα μου είχε 51 πρώτα ξαδέρφια. Ο πατέρας μου ίσως περισσότερα. Αγαπούσαμε ιδιαίτερα τους Καλογεροπουλαίους από το Σχοινόλακα και τους Κουντούρηδες από το Μαυρομάτι Ιθώμης. Στα σπίτια τους περνούσαμε μήνες, ιδιαίτερα στους τελευταίους.

Το Μαυρομάτι είναι κτισμένο πάνω στην αρχαία Μεσσήνη. Αυτός ο τόπος με σημάδεψε βαθιά και πάντα με συνοδεύει. Τα σπίτια είναι κτισμένα με τις αρχαίες πέτρες. Τ’ αμπέλια φύτρωναν στις κερκίδες του αρχαίου Θεάτρου και του βουλευτηρίου. Η δέστρα του γαϊδάρου μας ήταν ο χάλκινος κορμός του ανδριάντα ενός ρωμαίου έπαρχου κι η βρύση του χωριού, η Καλλιρρόη, από το ίδιο στόμιο αφήνει το νερό της όσες χιλιάδες χρόνια έχουμε ιστορία και πριν.

Στο τεράστιο μονολιθικό πάνω πρέκι της αρκαδικής πύλης του αρχαίου κάστρου καθόμαστε να πάρουμε το πρωινό μας. Λίγο πιο κει, στα θεμέλια του ναού του Δία, οι παππούδες μας είχανε κτίσει μοναστήρι στ’ όνομα της Παναγίας.

Η τόσο έντονα δηλούμενη συνέχεια ζωής στον τόπο, η ροή του νερού και οι ίδιες λατρείες μ’ έκαναν να νιώθω πως είμαι ένας από τους κρίκους μιας σειράς ανθρώπων. Από μικρό παιδί, ασυνείδητα τότε, παραμέριζα το μικρό εγώ και εντασσόμουνα στο ανθρώπινο όλο.

Ο πόλεμος του ’40 μας βρήκε στο Γιαννιτσά. Ο πατέρας μου, επιστρατευμένος από το Μεταξά ως μηχανικός, βρισκόταν εκεί για τα έργα που του ’χαν αναθέσει και μας είχε πάρει μαζί του. Γυρίσαμε με το τρένο στην Καλαμάτα. Σε λίγο το μέτωπο κατέρρευσε. Την Κατοχή την περάσαμε στα χωριά.

Ήμουνα δέκα χρονών, όταν γεννήθηκε ο Διονύσης. Είχα αδελφό. Τον αγάπησα. Τον αγαπώ πάντα πολύ.

Ο Εμφύλιος σκότωσε τον πατέρα μου, σκότωσε τον δάσκαλό μου, έντεκα πρώτα ξαδέρφια της μάνας μου, τον άντρας της αδερφής της που μ’ είχε βαφτίσει. Οι δρόμοι γέμισαν νεκρούς φίλους. Φοβήθηκα τον απαίδευτο άνθρωπο. Έγινα μόνος.

Το σπίτι διαλύθηκε οικονομικά.

Ο Δράκος συνέχισε να μου μαθαίνει την τέχνη. Η ζωγραφική ήτανε το καταφύγιό μου και το μοναστήρι του Βουλκάνου ο κρυψώνας μου.

Όποτε δεν είχα μαθήματα, γιατί είχα πάει πια στο γυμνάσιο, ανέβαινα στο Βουλκάνο. Η γαλήνη του χώρου, η καλοσύνη των γερόντων με ηρεμούσαν. Άρχισα να σκέφτομαι. Στ’ άδυτα των ιερών διέκρινα τις αρχαίες χειρονομίες, μάθαινα τη σημασία των συμβόλων, της σκευής, την επίδραση των χρωμάτων, του σωστού φωτισμού, της μελωδίας που συνοδεύει την παράσταση που αιώνια τελείται εκφράζοντας την αγωνία του ανθρώπου για την ταυτότητά του.

Έτσι συνειδητοποίησα την ιερότητα της θεατρικής πράξης.

Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Δασκαλάκης με υπομονή μας εξηγούσε τη σημαντική του τυπικού, τη σημασία της λεπτομέρειας, την επίδραση του ύφους του λειτουργικού-δρώντος προσώπου- ηθοποιού στο λαό-θεατή. Ήτανε ο πρώτος θεατρικός μας δάσκαλος. Στο σχολείο ήμουνα κακός, πολύ κακός μαθητής. Αντίθετα η ζωγραφική μου ωρίμαζε. Δεκατεσσάρων χρονών άρχισα να πουλάω. Όλοι βέβαια πίστευαν πως αυτό θα περάσει. Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, ο δεσπότης ήθελε να με στείλει στη Χάλκη κι η μάνα μου να με διορίσει στη Τράπεζα Κωστοπούλου. Εγώ δήλωσα πως θα συνεχίσω τη ζωγραφική. Η μάνα μου λιποθύμησε, ο δεσπότης δεν μου ξανάπε καλημέρα.

Βρέθηκα στην Αθήνα χωρίς καμία βοήθεια.

Κάποια σχέδια για τα Κυνηγετικά Νέα, κάποια μεροκάματα από το βάψιμο σκηνικών στου Μπουρνέλη και βασικά το κουβάλημα καφασιών στη λαχαναγορά τα πρωινά, μας δίνανε τα λίγα που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε.

Ήτανε δύσκολη η ζωή και γινόταν πιο δύσκολη, γιατί στην Αθήνα είχα πια τις ευκαιρίες να πληροφορούμε το μέγεθος της ζωγραφικής σαν τέχνη.

Οι εκθέσεις των μεγάλων, τα βιβλία όριζαν ένα μέγεθος που στην Καλαμάτα δεν το ’χα διακρίνει.

Σε μια φάση απελπισμένος έκαψα τη δουλειά μου και πήγα να δουλέψω σε μια οικοδομή στη Νέα Σμύρνη. Ο μαστρο-Γιώργος, ο εργολάβος, μου ’δωσε να γκρεμίσω έναν τοίχο. Κοπάναγα μ’ ενθουσιασμό όλη μέρα. Το βράδυ είχα το δεξί μου χέρι τουμπανιασμένο και 39 πυρετό. Δεν προσπάθησα ποτέ πια να λιποτακτήσω.

Το 1958, ο Κωστής Μπαστιάς, που ’δε τη δουλειά μου και του άρεσε, θέλησε να κάνει ένα άνοιγμα στους νέους. Είχε μόλις αναλάβει τη Λυρική Σκηνή. Παρά τις πολλές αντιξοότητες, μου ανέθεσε τη Σέρβα Πατρόνα, του Περγκολέζι. Τα σκηνικά άρεσαν. Ακολούθησαν και άλλα έργα. Η Τζοκόντα, ο Φάουστ, η Κασσιανή, η Άλκηστη. Είχαν επιτυχία. Εμένα μ’ έτρωγε πως δεν ήξερα τη δουλειά από μέσα κι έφυγα. Πήγα στην Ευρώπη. Στο Μιλάνο, στο Σάλτσμπουργκ, στο Μόναχο, στο Λονδίνο. Μεγάλα θέατρα, καλοί δάσκαλοι, άλλες οπτικές.

Όταν γύρισα στην Αθήνα έκανα την Όμορφη Πόλη του Θεοδωράκη.

Το ’να έργο ακολούθησε το άλλο.

Τότε η Ελλάδα νικούσε τα μαθηματικά. Έντονες στιγμές γεμάτες προσπάθεια για δημιουργία. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ξεσήκωνε, τα Παιδιά του Χατζηδάκι τα τραγούδαγε όλη η γη. Ο Κούνδουρος έπαιρνε το αρκουδάκι στο Βερολίνο κι η Παξινού με τον Μάνο τα Όσκαρ τους στο Λος Άντζελες. Η Στέλλα της Μελίνας και του Κακογιάννη αναστάτωνε τις Κάννες, που ο Μόραλης τις είχε φτιάξει Ελλάδα.

Ο Σεφέρης έπαιρνε το Νόμπελ, ο Κουν ανέβαζε τις ανεπανάληπτες Όρνιθες και η ζωγραφική του Τσαρούχη κρεμότανε στα σπίτια. Κάθε βιβλίο, κάθε ποιητική συλλογή, κάθε παράσταση συζητιόταν, αποτελούσε γεγονός. Μπαίναμε στο θέατρο, πετάγαμε τα παπούτσια μας, ξεχνάγαμε τον κόσμο και βγαίναμε μετά από μέρες, αφού είχε πάει πρεμιέρα, γεμάτοι.

Τότε έκανα πολλά έργα. Τον Ιούλιο Καίσαρα με τον Κατράκη και τον Κούρκουλο, το Ξυπόλητη στο Πάρκο με τη γλυκειά Λαμπέτη, τον Καραγκιόζη στη Βουλή με τον Κωνσταντίνου και το Βουτσά, την Σούζυ Βογκ με την Αλίκη, τη Γειτονιά των Αγγέλων με την Καρέζη και τον Νίκο τον Κούρκουλο και άλλα πολλά, που δεν τα θυμάμαι.

Έκανα και το Αμέρικα-Αμέρικα του Καζάν, το Ζορμπά του Κακογιάννη. Και οι δύο δουλειές πήρανε όσκαρ σκηνογραφίας κι έτσι βρέθηκα στην Αμερική. Η Νέα Υόρκη με κράτησε εννιά χρόνια. Είναι η Ρώμη. Αυτοκρατορική, αυθάδικη, με τις άκρες του πλούτου και της φτώχειας, τις απίθανες συλλογές έργων τέχνης και τις μεγαλύτερες εκθέσεις των μεγάλων της σύγχρονης μα και περασμένης ζωγραφικής. Σε παιδεύει χωρίς έλεος.

Ήτανε ζωντανό το κίνημα των παιδιών των λουλουδιών όταν έφτασα. Τα νιάτα στο κέντρο του κόσμου θέλανε έναν όμορφο κόσμο να φτιάξουν και μέσα σ’ αυτόν να ζήσουν. Τους διέλυσαν.

Όταν έφυγα ο φόβος πλανιότανε και η βία πάνω στην πόλη.

Είχα γυρίσει κάποιες ταινίες, μια απ’ αυτές με τον Κόπολα, κι είχα ντύσει μερικές παραστάσεις. Σκηνοθέτησα και μια ταινία, το δικό μου Ορέστη, που αφορμή της ήτανε τα παιδιά των λουλουδιών.

Οι συνταγματάρχες είχαν αποσυρθεί, όταν γύρισα στην πατρίδα. Όλοι πιστεύαμε πως θα συνεχίζαμε από ’κει που ’χαμε μείνει. Αποδείχθηκε πως επτά χρόνια ήταν πολλά. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο.

Ο Διονύσης είχε αγοράσει ένα σπίτι στις Μηλιές του Πηλίου. Μου το παραχώρησε και πήγα εκεί. Το χωριό είναι πανέμορφο κι έχει πολύ καλούς ανθρώπους. Με βοήθησαν να ξαναβρεθώ στον τόπο μου.

Κάναμε μαζί με τον αδερφό μου την Όπερα της Πεντάρας. Σκηνοθέτης ο Ζυλ Ντάσσεν. Η Μελίνα με το Νίκο τον Κούρκουλο είχαν τους πρώτους ρόλους. Ήταν μια καλή παράσταση. Ακολούθησαν πολλά έργα.

Απ’ αυτά θυμάμαι το Σχολείο Εραστών με τον Γιώργο Μιχαηλίδη, τον Καζανόβα του Ρώμα με τον Νίκο Δημόπουλο, την Πρόσκληση του Τσιγκηρόπουλου με τον Βολανάκη, το Λευκό Γάμο με τον Γιώργο Λαζάνη, την Πάπισσα με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο, το Ληρ με τον Μινωτή, την Εξορία του Παύλου Ματέσι, τη Θυσία του Αβραάμ πάλι με τον Μινωτή.

Κάπου όμως το θέατρο μου φαινόταν αλλιώτικο. Έπαψε να με γεμίζει. Το γύρω με πίεζε. Προβληματιζόμουνα και προβληματίζομαι. Ήθελα να κάνω κάτι. Η ζωγραφική παραμόνευε. Η γραφή της ίσως με βοήθαγε να εκφραστώ.

Δεν μ’ ένοιαζε η τεχνική. Δεν ήθελα να λύσω αισθητικά προβλήματα ούτε να κατακτήσω μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους. Αλλά να πω πως νοιώθω τούτη την ώρα, την άσκημη ώρα. Ανοίξαμε τρύπες στον ουρανό. Η θάλασσα πεθαίνει, τα δελφίνια αυτοκτονούν, τα είδη των ζώων χάνονται το ένα μετά το άλλο, τα δάση ξεραίνονται ή γίνονται χαρτοπολτός. Οι πόλεις είναι ακατοίκητες, από τα πεντέμιση δισεκατομμύρια ανθρώπους μόνο τα τετρακόσια έχουν φαΐ. Οι πόροι του πλανήτη έγιναν όπλα και οι νέοι μένουν άνεργοι, ανενεργοί, απελπισμένοι, δεν τολμούν να χαρούν ούτε την ερωτική σμίξη.

Επιλέγουν στον ίλιγγο της ταχύτητας, τα ναρκωτικά, τη βία ή την αυτοκτονία τη λύση, ενώ τους περιτριγυρίζουν ράκη από ξεσκισμένες σημαίες μιας παρανοϊκής γενιάς, της δικής μου γενιάς.

Αυτές οι γυμνές, απροστάτευτες φιγούρες, που δεν χωράνε στο πλαίσιό τους και κοιτάνε απορημένες το μέγεθος της ανοησίας μας, είναι η δική μου κατάθεση τύψης απέναντί τους. Ζωγραφική σοφή και ωραία, για να καλύψετε το κενό πάνω από τον καναπέ σας, έχετε.

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1991 για τον κατάλογο της έκθεσης έργων μου στο Μουσείο του Ίωνα Βορρέ στην Παιανία. Είναι αυτονόητο πως ένα βιογραφικό δεν ξαναγράφεται κι ούτε δυστυχώς αλλάζει όσο κι αν το θέλουμε.

Το μόνο που μπορώ να προσθέσω είναι πως από τότε μέχρι σήμερα ο περίγυρος γίνεται όλο και πιο πιεστικός, οι αλλαγές συντελούνται με πρωτόγνωρη ταχύτητα, το άτομο πιέζεται να μπει σε φόρμες που καταργούν την προσωπικότητα. Μόνη ελπίδα οι νέοι που όσο κι αν προσπαθούμε να τους βάλουμε σε καλούπια, αυτοί αντιστέκονται, κραυγάζουν, καταστρέφουν, προκειμένου να μην υποταχτούν σε αποδεδειγμένα αποτυχημένες νοοτροπίες.

Έχοντας εμείς ευτελίσει κάθε θεσμό, κάθε όραμα και ιδέα, πετύχαμε να τους ελευθερώσουμε από τις δομές υποταγής που συνθέσαμε για να δημιουργήσουμε ένα «ποίμνιο» υπάκουο. Υπάρχει σ’ αυτή την αντίσταση ελπίδα για όλους μας. Δεν είναι από κείνες τις επαναστάσεις που ζηλεύουν απλά τον πλούτο των υλικών αγαθών. Θέλουν να μάθουν, θέλουν να γίνουν ικανοί, θέλουν να ’ναι ελεύθεροι από τις ματεριαλιστικές ανάγκες, για να μπορούν να σκεφτούν και να βρουν τον εαυτό τους.

Μακάρι.

‘65-’75,  η δεκαετία των δοκιμών και  των ανοιγμάτων.

Μαρία Πανούτσου, Αθήνα  2020, Μάρτιος.  


(Απόσπασμα)

Μην πατάτε την χλόη (1965): Η αντίδραση της νέας γενιάς Η αντίδραση των νέων ανθρώπων συναντάται και στο έργο Μην πατάτε την χλόη.28 Από τη στήλη «Οι συγγραφείς για το έργο τους» στο θεατρικό πρόγραμμα της παράστασης, αναφέρονται τα ακόλουθα: Φωτογραφίσαμε την Αθήνα σε μια ώρα κρίσιμη, σε μια ώρα «έξαλλη». […] Ξεχωρίσαμε τις αιώνια αντιμαχόμενες ομάδες των νέων παιδιών προς τις κοινωνικές, ηθικές, οικογενειακές, οικονομικές, ακόμα και τις –γιατί όχι;– πολιτικές συμβάσεις. Οι ήρωές μας εκπροσωπούν τις κυριότερες «στάσεις» της νέας γενιάς, αντίκρυ στη ζωή […] που συντίθεται από άπειρα μικρά περιστατικά, με ένα κεντρικό γνώρισμα, την σπασμωδική βιασύνη. Αυτήν που μας υποχρεώνει να παρακολουθήσουμε τον δικό της ρυθμό. Ωστόσο ο έρωτας μένει πάντα αναλλοίωτος. […] Ο Τζίμης –εκπρόσωπος της οργισμένης γενιάς– είναι η «άρνηση». Αλλά μια «άρνηση» που έχει τη δική της απολογία. Τη χορεύει και την τραγουδά. […] Κάποτε –όχι σπάνια– τα ίδια τα πράγματα οδηγούν τους ήρωές μας σε κραυγές διαμαρτυρίας. Οι μουσικές σατιρικές παρενθέσεις αυτό το νόημα υπηρετούν. Συνεπώς, το κλίμα που επικρατεί στο έργο αφορά την περίοδο στα μέσα της δεκαετίας του ’60, εκεί που οι πολιτικές ανακατατάξεις ασκούσαν τεράστια επιρροή στην κοινωνία της Αθήνας. Οι συγγραφείς εστιάζουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, τη νέα γενιά. Προβάλλοντας τις τάσεις, τις δράσεις και την αντίληψη των νεαρών ηρώων αποτυπώνουν το συμπεριφοριστικό μοτίβο βάσει του οποίου κινούνται, έστω και αν η αντίδρασή τους χρωματίζεται από μια «σπασμωδική βιασύνη». Όπως στα περισσότερα έργα του, ο Ανδρεόπουλος μιλά για τη ζωή μέσα από τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η επιβίωση ή η γέννηση του έρωτα μέσα σε ακατάλληλες συνθήκες, αποτελεί ένα από τα αγαπημένα του μοτίβα (όπως στον Κομιστή ειδήσεων). Ο Ανδρεόπουλος μάχεται για τη νέα γενιά και τη στηρίζει στη μάχη προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων της. Αυτό διαφαίνεται μέσα από την προσωπική του συμβολή στον Αγώνα και την Αντίσταση σε νεαρή ηλικία, αλλά και από την προώθηση νέων καλλιτεχνών μέσα από τη Δωδεκάτη Αυλαία. 28. Βασίλης Ανδρεόπουλος, Μην πατάτε την χλόη, Θέατρο Μετροπόλιταν, 1965 (Ε.Λ.Ι.Α.) και διαφήμιση στην Ελευθερία, 4-6-1965, σ. 2. Το έργο Μην πατάτε την χλόη γράφτηκε από το συγγραφικό δίδυμο Ανδρεόπουλου – Γκούφα το 1965, έναν χρόνο μετά τη δραματική κομεντί Το έμπα και το έβγα του κόσμου. Ανήκει στην κατηγορία των μιούζικαλ και διακρίνεται σε δύο μέρη. Ανέβηκε στο Θέατρο Μετροπόλιταν τη χρονιά της συγγραφής του σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, σκηνικά Βασίλη Βασιλειάδη, χορογραφίες Ρένας Καμπαλάδου και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Τα κοστούμια ήταν του Διονύση Φιλόπουλου, οι φωτισμοί του Αργύρη Παπαδάτου, οι φωτογραφίες του σκηνικού ήταν του Δ. Κώνστα. Κρίνεται επισφαλές να επιχειρηθεί οποιαδήποτε εκτίμηση για το έργο, ωστόσο παρέχεται μια ικανοποιητική εικόνα για το πλαίσιο εντός του οποίου κινείται, το περιεχόμενό του, αλλά και τη μεταφορά του στη σκηνή, δίχως ωστόσο να έχουμε κάποιες ενδείξεις για τον αντίκτυπο του έργου σε κριτικούς και κοινό, καθότι το θεατρικό πρόγραμμα αποτελεί τη μοναδική πηγή πληροφοριών που εντοπίστηκε έως τώρα.  Με την απόδοση της παράστασης σε μορφή μιούζικαλ, οι συγγραφείς ουσιαστικά ενσωματώνουν το γνώρισμα και την τάση του ελληνικού λαού να περνά τον ψυχισμό και τα βιώματά του μέσα από τα λαϊκά τραγούδια, εκφράζοντας την τάση της εποχής, όπου οι παραστάσεις και οι επιθεωρήσεις ανέβαιναν σε συνδυασμό με τη μουσική, με το τραγούδι να μετουσιώνεται σε μια ομαδική «κραυγή διαμαρτυρίας».

Στάθης Δρομάζος

https://www.kathimerini.gr/153711/article/politismos/arxeio-politismoy/o-sta8hs-dromazos-ths-ka8hmerinhs


Υλικό:

Διονυσία Μπουζιώτη

Βασίλης Ανδρεόπουλος: Κοινωνικοπολιτικές αντανακλάσεις της περιόδου 1960-1970 μέσα από το έργο ενός σκεπτόμενου επαναστάτη …….. σελ   215

http://www.theatre.uoa.gr/fileadmin/theatre.uoa.gr/uploads/Synedrio_THeatro_kai_Dimokratia/PRAKTIKA_THEATRO_KAI_DIMOKRATIA_-_B_TOMOS.pdf ii.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη