Όταν βρεθούμε ξανά, νομίζω πως θα΄ χουν κυλήσει χρόνια.
Κι ας έχουμε μοιραστεί τα παιδικά μας χρόνια. Οι αναμνήσεις δεν είναι το ίδιο ξεκάθαρες. Θα φταίει που ήμουν η «μικρή».
Δεν θα επιτρέπονται οι αγκαλιές. Μόνο αυτές με τα μάτια.
Θα έχω να σου πω πολλά. Όχι γιατί τα τηλέφωνα δεν μεταφέρουν τα λόγια.
Θα καθίσουμε αντίκρυ, σαν στην άκρη των άστρων. Τυχερές που η ασφαλής απόσταση θα είναι μόνο δύο μέτρα σε τούτο το άστρο, τη γη.
Θα ψάχνω τις λέξεις. Φωνήεντα σκόρπια με σύμφωνα θα ψάχνουν να βρουν μια σειρά. Με τον φόβο και την απαγόρευση, ακόμα και τα φύλλα στο δέντρο θα ξεχωρίσουν.
Θα ήθελα, και δεν στο ΄χω πει ποτέ, να ήμουν σπουργίτης. Σκαλίζει ο αφέντης άνθρωπος λιγάκι το χώμα, ξεπροβάλλει ένα ανήξερο σκουλήκι, η τροφή πόσων ημερών; Ένας σπουργίτης δεν κλαίει ποτέ τη μοναξιά του.
Θα ψάχνεις, νομίζω, κι εσύ για τις λέξεις. Τα φωτεινά καλοκαίρια που σταματούσαμε το μέτρημα των μπάνιων, έχουν περάσει. Μέχρι κι η θάλασσα έχει αλλάξει.
Τελικά, όλη η ζωή στους εσωτερικούς μονόλογους μετριέται. Και οι τελευταίες πράξεις σε όλα τα δράματα και τις τραγωδίες παίζονται, πάντα, κατά μόνας.
«Μην κλαις, αγαπημένη. Όσο κι αν αλλάξει ο έξω κόσμος, ετούτος ο μέσα ο δικός μου, δεν θα αλλάξει ποτέ.»
Αφήστε το σχόλιο σας