“Μεταξωτή”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Το τίποτα. Από όλα τ’ άλλα, πιο πολύ φοβόταν το τίποτα.

Όταν πάψεις να θέλεις, να βλέπεις γύρω σου και ν’ αντιδράς, όταν πάψεις να μιλάς, τότε ένα τίποτα φοβερό κι απέραντο απλώνεται μέσα σου και σε κατακλύζει. Με τη σιωπή, ποιος μπορεί να παλέψει; Σ’ αυτόν τον κατακλυσμό, που έρχεται όπως και στη φύση, μετά από τον δυνατό άνεμο, δεν χωράνε οι άνθρωποι που αγαπάς. Μόνος πνίγεσαι και δεν σε σώζει καμιά αγάπη…

Η σιωπή, ωστόσο, είναι μια έντιμη λύση παραίτησης. Απέναντι σ’ αυτή την ανηλεή πραγματικότητα, που δεν ξεχωρίζει κανένα συναίσθημα, καμία πρόθεση, όλα μαζί, όλοι μαζί στο ίδιο μπολ, σαν υλικά κέικ. (Οι συνταγές για γλυκά, φαγητά και παντός τύπου εδέσματα, είναι κάτι που εκτιμάται κι αγοράζεται στις μέρες μας).

Τι την είχε κάνει να σκέφτεται έτσι;

Όταν βρίσκεις να περισσεύεις, να μην ταιριάζεις, να νοιώθεις πόνο, λύπη, θυμό, όταν έχεις μάθει ν’ ακούς, όχι από αρρωστημένη προσπάθεια να βρεις, σαν συγγραφέας που κάποτε έγραφε και τώρα στέρεψε, υλικό για να γράψεις, αλλά από μια πλατιά συνείδηση του τόπου, του χρόνου και του γίγνεσθαι, αποτέλεσμα άσκησης από τα παιδικά χρόνια, ή απλά ανάπτυξη μιας ικανότητας από γεννησιμιού και δεν βρίσκεις κάπου ένα απάνεμο λιμάνι, ή κάποτε- κάποτε, βρίσκεις μόνο, πάντα τους ίδιους γνωστούς ανθρώπους, που σε ξέρουν, στα δάκτυλα του ενός χεριού μετρημένοι κι αυτοί και που φορές-φορές ο διάβολος σε βάζει να σκέφτεσαι πως σε λυπούνται και λιγάκι, ή ότι μοιράζεστε τον ίδιο καημό κι από κει και πέρα το τίποτα, τι κάνεις εσύ, αγαπητέ φίλε αναγνώστη;

Από τη σιωπή ξεκίνησαν όλα και στη σιωπή καταλήγουν. Κι αυτή η ύστατη προσπάθεια να ορίσει κανείς τον τόπο του, να διεκδικήσει τη θέση του σ’ αυτό τον κόσμο, γίνεται πάλι με το λόγο και δεν καταλήγει πουθενά. Αυτό το πουθενά που βρισκόμαστε καθημερινά, όταν γύρω υπάρχει τόση πολλή υποκρισία, κιλά αναίδεια κι εκατοντάδες έξυπνοι που έχουν σίγουρη τη θέση τους, αφού την έχουν καθορίσει οι ίδιοι, με δύναμή τους το θέλω τους, το δε θέλω και σχεδόν πάντα, την παχιά τσέπη τους. Ανάμεσα σε τόσο τίποτα που είναι το καθετί, που να βρεις θέση; Σε «πετάει» έξω το σύστημα, σαν βδελυρό υποκείμενο, τα πρέπει σου, τα θέλω σου, τα γιατί σου, είναι βαριά, δυσβάσταχτα, επίπονα, χρονοβόρα, άχρηστα. Απαιτούν κάτι που οι πιο πολλοί τους ξεχάσανε ν’ αγοράσουν, ψυχή.

Και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους, «προδιαγραμμένες πορείες», κάτι να φαντάζει πολύ, έξυπνο, πετυχημένο, να είναι το «όλον» και να ‘ναι ένα τίποτα. Σαν κόλαση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη