Μαμά, είμαι καλά. Μαμά, δεν κρυώνω.
Μαμά, μου λείπουν εκείνες οι εποχές που οι μόνες μου πληγές ήταν στα γόνατά μου όταν έτρεχα στις κούνιες. Μου λείπουν ο καιρός που με ένα σου φιλί όλοι μου οι πόνοι έσβηναν.
Μαμά, μου λείπουν οι ημέρες που η μεγαλύτερη μου αγωνία ήταν τι φαγητό θα μου είχες ετοιμάσει –πόση αγάπη έκρυβες σε εκείνο το πιάτο με το ζεστό φαγητό, σε εκείνη τη ζακέτα που τόσο επέμενες να φορέσω!
Μεγάλωσα μαμά. Μα μέσα μου παρέμεινα παιδί. Και έχω ακόμα την ανάγκη σου. Διότι κανένας δε με αγάπησε ποτέ όσο εσύ. Τόσο άδολα, τόσο αγνά, τόσο αληθινά. Και σε αγκαλιές χάθηκα και την ευτυχία μου εμπιστεύτηκα σε άλλους και στο τέλος έμεινα μετέωρη και άδεια.
Θέλω να τρέξω και να κρυφτώ στην αγκαλιά σου μαμά. Σε εσένα που δεν μπορώ να σου κρυφτώ, που μπορείς να διακρίνεις τις αγωνίες και τις φοβίες κάτω από το χαμόγελό μου. Σε εσένα που μπορούμε μέσα στη σιωπή να συζητήσουμε για τα πάντα.
Μαμά, είμαι καλά.
Μαμά, σε αγαπώ.
Αφήστε το σχόλιο σας