Και η Σεχραζάτ, βλέποντας στον ουρανό να προβάλει η ροδαλή αυγή σταμάτησε. Και είπε ο βασιλιάς: Τι ωραία που είναι η ιστορία σου και πόσο ευχάριστη. Και η Σεχραζάτ απάντησε: Τι είναι αυτή, μπροστά σ’ εκείνη που θα μπορούσα να σου πω την ερχόμενη νύχτα, αν με άφηνες να ζήσω ακόμα μια μέρα. Τότε ο βασιλιάς της είπε: Μα το Θεό θα ζήσεις άλλη μια μέρα για να σε ακούσω ξανά. Μετά ξανάπεσε στο κρεβάτι για να περάσει το υπόλοιπο τής νύχτας στην αγκαλιά της.
Σιγά σιγά αποκοιμήθηκε. Ο ύπνος τον βυθίζει μέσα σε εικόνες βίας. Ένας πόλεμος ανάμεσα στα αδέρφια του… Ονειρεύεται.
Θα έχει μείνει μια σφαίρα για τον καθένα. Όταν θα τους ακούσουμε, θα γονατίσουμε, θα βάλουμε το όπλο ο ένας στο στόμα του Άλλου. Το πυρ θα το δώσω εγώ.
Ο κυκλικός πύργος του αεροδρομίου έχει μόνο μια είσοδο στη βάση του και ένα δωμάτιο στην κορυφή του. Άντρες με μαύρα τον κυκλώνουν σαν λύκοι. Η νύχτα είναι σκοτεινή και τους κρύβει. Εδώ και μια ώρα πλησιάζουν αργά και μεθοδικά. Δεν έχουν δεχτεί πυρά απ’ τον πύργο. Ή τελείωσαν τα πυρομαχικά τους ή…
Η πόρτα ανοίγει με πάταγο. Μες στο πυκνό σκοτάδι ακούγεται καθαρά μια φωνή: «Δεν υπάρχει Μεγαλείο και Δύναμη παρά στον Θεό τον Δοξασμένο και Μεγάλο! ΠΥΡ!». Μια ομοβροντία. Στη βίαιη λάμψη της έξι κορμιά σωριάζονται σε τρία ζεύγη. Οι άντρες που άνοιξαν την πόρτα γονατίζουν ανακουφισμένοι. Για μια στιγμή νόμισαν πως πέθαναν.
Μία κοφτή ανάσα ακούγεται στο σκοτάδι. Με τα όπλα μπροστά οι άντρες με τα μαύρα τον πλησιάζουν. Δύο μάτια γυαλίζουν, ιδρώτας στάζει απ’ το μέτωπό του. Με την τελευταία του ανάσα η φωνή του σκίζει τη σιωπή: «Όταν θα έχουμε σκοτώσει ο ένας τον άλλον, τότε…» Ένας βήχας ποτισμένος στο αίμα. Τέλος.
Άνοιξε τα μάτια. Ο βήχας που πέθαινε και το μήνυμα στο σκοτάδι ενός πύργου τον ξύπνησαν… Τα τελευταία λόγια ενός πολεμιστή. Έχει ξημερώσει, το φως της αυγής περνάει απ’ το παράθυρο και φωτίζει το πρόσωπο του κοριτσιού δίπλα του. «Όταν θα έχουμε σκοτώσει ο ένας τον άλλον, τότε…»
«Τότε τι;» σκέφτεται ο Σαχριάρ. Η Σεχραζάτ κοιμάται.
Αφήστε το σχόλιο σας