Το καλοκαίρι είχε περάσει, μία καινούργια σχολική χρονιά είχε έρθει και όλοι προσδοκούσαν το καλύτερο. Η mademoiselle προχωρούσε διστακτικά, σκεφτόταν πως επέστρεψε στο σχολείο που τόσο αγαπούσε, πως θα έβλεπε ξανά συναδέλφους και μαθητές..
Η σκέψη της όμως βρισκόταν σε εκείνη τη μαθήτρια που την αγαπούσε πολύ και που της είχε μιλήσει άσχημα. Βαθιά μέσα της ήξερε πως υπερέβαλε, αλλά αρνιόταν να δείξει εκείνη ευαισθησία επειδή ήθελε ως δασκάλα να αισθάνεται πως έχει εξουσία.
Της μίλησε άσχημα, της είπε πως για εκείνη είναι μία ενόχληση και τίποτα άλλο. Αλλά όλο το καλοκαίρι, αν και δεν το περίμενε, υπήρχαν φορές που τη σκεφτόταν.
Της έλειψε ο ενθουσιασμός της, της έλειψε εκείνη, της έλειψε η αγάπη που της έδειχνε.
Δεν είχε σημασία πόσα λόγια είχαν πει η μία στην άλλη, δεν είχε σημασία που εκείνη την είχε θυμώσει, δεν την ένοιαζε πια να φαίνεται σκληρή. Θα την έβλεπε και ήταν χαρούμενη.
Τα μάτια της την πέτυχαν ξαφνικά, βρισκόταν σε μία παρέα και γελούσε. Χάρηκε τόσο πολύ! Δε θα έκανε όμως καμία κίνηση, ήθελε να δει αν θα θελήσει να την αγκαλιάσει εκείνη πρώτη. Είχε καταλάβει πως και εκείνη την πρόσεξε, η ματιά της έπεσε πάνω της μία στιγμή αλλά αμέσως γύρισε το κεφάλι και συνέχισε να χαμογελάει με τα υπόλοιπα παιδιά. Ώσπου πέρασε από μπροστά της…
Καμία λέξη πως της έλειψε, καμία γλυκιά κουβέντα, τίποτα. Ακόμα και αν δεν το εννοούσε. Η mademoiselle ξαφνιάστηκε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως για εκείνη δεν υπήρχε πια τίποτα γλυκό μέσα της, πως από εκείνη θα εισέπραττε μόνο αποστροφή. Την είχε πληγώσει πολύ, τώρα πια καταλάβαινε πόσο…
Μία λέξη που την περίμενε τόσο. Αλλά που ποτέ δε βγήκε από τα χείλη…
Αφήστε το σχόλιο σας