Υπνορροώ σε ένα κρεβάτι δυσάρεστο από τη ζέστη. Δε με βολεύει το φετινό καλοκαίρι πουθενά. Ήρθες εσύ, με σήκωσες, κάτι μεταξύ ύπνου και πικρής συνειδητότητας.
«Σου ‘στειλε η μάνα σου αυτό. Μου ‘πε ‘Δώστο στην Κατερινούλα, αυτή θα ξέρει τι να το κάνει’».
Μεγάλο το κουτί, βαρύ, το άνοιξες εσύ, δεν είχε φύγει ακόμα ο ύπνος από πάνω μου. Κοίταξα μέσα, κάτι ήταν τυλιγμένο καλά, με τη φροντίδα της μάνας. Έβαλα τα μουδιασμένα χέρια μου, το πήρα προσεκτικά στην αγκαλιά μου, το ξετύλιξα δειλά. Μία κουπ. Κρυστάλλινη. Τετραγωνισμένη και διάφανη, με αμβλυμμένες τις γωνίες σε πανέμορφες στρογγυλάδες, όπως η σχέση μας όλα τα χρόνια.
«Α ρε μάνα» με πήραν τα κλάματα. Μου άρεσε πολύ. Ναι, ήξερα τι να την κάνω. Όλα τής μάνας μου ήξερα τι να τα κάνω.
Δώρα αγάπης κι ένας πόνος στο στήθος. Τρύπες στην ψυχή μου που θα αφήσει πίσω της…
«Στάσου να νιφτώ, να ρίξω κάτι πάνω μου, θα πάω από κει να της πω ευχαριστώ, να βρεθούμε» άπλωσα το χέρι μου να μεριάσω τον άντρα μου για να σηκωθώ.
Τα πόδια μου βαριά κι όπως τα πάτησα χάμω μια ζάλη θόλωσε την πραγματικότητα.
Γύρισα και τον κοίταξα. Με κοίταξε και κείνος.
«Πας αύριο, τώρα μεσημέρι… πολλή η ζέστη…»
Επάνω στο τραπέζι μας κοντά στην εξώπορτα, είχα ένα χειροποίητο Panama. Ήταν γαλάζιο, με μεγάλο μωβ γείσο και μια πλατιά κορδέλα στα ίδια χρώματα. Κοινή μας η αγάπη για τα καπέλα. Αυτό το είχα εκεί, σε κατάσταση αναμονής. Ποτέ δεν το φόρεσα. Το δώρο θέλει αντίδωρο – έτσι μας έμαθες.
Α ρε μάνα… Και μόνο η σκιά σου αρκεί.
[Το διήγημα “Μία κουπ” αφιερώνω στη λατρεμένη μου μάνα, βραβευμένη δημοσιογράφο και λογοτέχνιδα, Παρασκευή Μητροπούλου, το γένος Νικολάου Γούλα.]
!!!
Σας ευχαριστώ!