«Μήνυμα αγάπης σε χρώμα μωβ κυκλάμινου», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη       

Τράβηξε την κουρτίνα της κουζίνας, να μπει το πρώτο πρωινό φως στο νοικοκυρεμένο χώρο, που πάντα φρόντιζε από βραδύς να αφήνει καθαρό για να την καλωσορίζει στο ξεκίνημα της ημέρας.

Ο ήχος της καφετιέρας ήταν κάθε πρωί το πρώτο σύνθημα, να δίνει την εκκίνηση και να μη νοιώθει  μετέωρη στο πέρασμα του χρόνου. Να μην συνειδητοποιεί αυτό το πέρασμα  των ημερών, των μηνών, το κύλισμα του χρόνου γενικά.

Είχε του κόσμου τις δουλειές να κάνει σήμερα, όμως από το πρωί ένοιωσε αγκυλωμένη στην αγαπημένη της καρέκλα, σε αυτήν που καθόταν χρόνια τώρα μόνο η ίδια. Τη βόλευε η συγκεκριμένη  θέση. Έβλεπε έξω από το παράθυρο τα δένδρα της αυλής της, τους αραιούς διερχόμενους στο δρόμο και συλλογιζόταν πάντα ένα συγκεκριμένο θέμα, που ήταν  σταθερά βολεμένο στο μυαλό της,  πίνοντας μικρές γουλιές από τον ημίγλυκο καφέ της.

Mε το φλιτζάνι σήμερα ανέγγιχτο μπροστά της, ένοιωσε ξαφνικά κάτι σαν να την σπρώχνει απαλά σε τελείωμα, τι ακριβώς δεν ήξερε και εκείνη αδύναμη να μην μπορεί να αντισταθεί. Πώς πέρασαν, σκέφτηκε, όλα αυτά τα απέραντα διαστήματα των μηνών ετούτη  τη χρονιά; Όλες σχεδόν οι εποχές λες και κύλησαν   απαλά από μπροστά της  και είδηση σχεδόν να μην πήρε. Σαν να μην άκουσε τα χελιδόνια, που τακτικά την επισκέπτονταν τον Απρίλη τα τελευταία χρόνια, να τιτιβίζουν στην αυλή της. Και ούτε τη θάλασσα, που τόσο πολύ αγαπάει, την επισκέφθηκε συχνά, όπως εκείνη θα ήθελε. Ξαφνιάστηκε πολύ! Προχωρημένος Δεκέμβρης κι εκείνη λυπήθηκε  που μήτε δρόσισε τα κουρασμένα μέλη της  τη χρυσαφένια περίοδο του καλοκαιριού. Νόμισε πως ονειρεύτηκε  ότι  περπατούσε πάνω σε κιτρινισμένα φύλλα φθινοπώρου, μα όχι έκανε λάθος. Δεν είδε δένδρα να φυλλοροούν το φθινόπωρο και ούτε ένοιωσε τον δροσερό αέρα του Σεπτέμβρη να της ανακατεύει  τα μακριά μαλλιά της, ίσως γιατί τα μάζευε πάντα βιαστικά σε ένα σε ένα παλιομοδίτικο σινιόν. Αυτή, η κοκέτα, που όταν έβγαινε έξω αποσπούσε πάντα βλέμματα θαυμασμού για το στυλ και την κομψότητά της. Ασυναίσθητα  κοίταξε τα απεριποίητα χέρια της, το πολυφορεμένο ρούχο της. Δεν την ένοιαξε που το φορούσε συνεχώς και ας έμεναν  στη ντουλάπα της πλήθος αφόρετων.

Ένοιωσε ξαφνικά παράξενα. Σαν κάτι να την ενοχλούσε, χωρίς να μπορεί να το διευκρινίσει. Ίσως που πέρασε και αυτή η χρονιά χωρίς να γίνουν όλα αυτά που η ίδια είχε σχεδιάσει στο μυαλό της. Ίσως που της έλειπε πολύ η Ρωξάνη. Η χαϊδεμένη «κόρη», ταξιδεμένη τόσο μακριά της, αλλά ποτέ μακριά από το  μυαλό και την ψυχή της.

Αυτές οι σκέψεις την επισκέφθηκαν  σήμερα το πρωί, όταν μηχανικά  κύκλωσε  αυτή την κρύα ημέρα του Δεκέμβρη από το χαριτωμένο ημερολόγιο στον τοίχο. Το είχε αγοράσει από ένα συμπαθητικό βιβλιοπωλείο στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τον περσινό χειμώνα. Της άρεσε η εικόνα του τελευταίου μήνα του χρόνου.

Παράξενο, που δεν είχε Χριστουγεννιάτικες αναπαραστάσεις, όπως συνηθίζεται  αυτή την περίοδο.  Ένα λουλούδι μόνο είχε η εικόνα του τελευταίου μήνα του χρόνου, ένα όμορφο κυκλάμινο στο χρώμα του λιλά, σαν τεράστιο νούφαρο και πάνω του μικρές ασημένιες πεταλούδες με τεντωμένα  τα υπέροχα χρωματιστά φτερά τους, σαν να έκθεταν με ναρκισσισμό την απίστευτη ομορφιά, που τους δώρισε απλόχερα η φύση. Της άρεσε να  κοιτά αυτή την εικόνα, αφαιρούνταν και θυμόταν, θυμόταν! Ίσως και να ονειρευόταν  τον εαυτό της νέα, να κρατά από τις μασχάλες τη Ρωξάνη, να τη στριφογυρίζει και εκείνη να γελά, να γελά ασταμάτητα, μέχρι που της κοβόταν η αναπνοή. Τότε σταματούσε το στριφογύρισμα και άρχιζαν  οι αγκαλιές. Αυτή την εικόνα την έβλεπε συχνά και στο όνειρό της.

Ήταν όμορφα τα χρόνια τότε, που η Ρωξάνη σαν μικρή νεράιδα εμφανίσθηκε στη ζωή της, τρύπωνε  παντού σε όλους τους χώρους του σπιτιού και της καρδιάς της. Όπως και τώρα, ακριβώς το ίδιο τρυπώνει παντού η Ρωξάνη, σε όλες τις γωνιές του σπιτιού, στο μυαλό και στην ψυχή της

Τι την είχε πιάσει τέλος πάντων σήμερα; Tο βλέμμα της έμεινε σταθερά καρφωμένο στο ημερολόγιο, μη δίνοντας καμία σημασία στο τηλέφωνο, που κουδούνισε ξαφνικά, αλλά δεν μπόρεσε να της διακόψει τους στοχασμούς της. Για τους προηγούμενους  έντεκα μήνες δεν είχε άποψη, γιατί μηχανικά αφαιρούσε  από το ημερολόγιο την εικόνα του μήνα, που είχε τελειώσει και ούτε που πρόσεχε τι αναπαριστούσε.

Αυτό το μωβ κυκλάμινο  στον τελευταίο μήνα του ημερολόγιου της θυμίζει μελαγχολικά το ελαφρύ μωβ φόρεμα, που είχε αγοράσει για την ορκωμοσία της στο Πανεπιστήμιο. Της άρεσε πολύ και ας πέρασε αργότερα μια δύσκολη αιχμηρή περίοδο.  Το ίδιο ρούχο φόρεσε, όταν επιφυλακτικά  δέχθηκε να περάσει το υπόλοιπο του βίου της, μάλλον  ένα μέρος του, όπως έλεγε χαριτολογώντας, τόσα χρόνια πριν, με τον συμπαθητικό  Αλέξανδρο.

Τον Αλέξανδρο, που δεν κατάφερε να την κάνει ευτυχισμένη, όπως ο ίδιος θα ήθελε, μολονότι είχε πολύ μεγάλη διάθεση γι΄ αυτό.  Τουναντίον, γέμισε με μια απίστευτη πληρότητα τη ζωή της  η μικρούλα Ρωξάνη, η κόρη του από πρώτο γάμο, που έληξε λόγω απώλειας της γυναίκας του. Ένα χαριτωμένο πλασματάκι,  που το αγάπησε από την πρώτη φορά που της την έφερε ο Αλέξανδρος. Ήταν μαγικά, λες, τα αισθήματα που της ενέπνευσε αυτή η μικρούλα, που μη γνωρίζοντας τη φυσική μητέρα της, αφέθηκε ολοκληρωτικά στη φροντίδα της.

 «Έφυγε» νωρίς ο Αλέξανδρος ακολουθώντας τη μητέρα της Ρωξάνης, και η ίδια συνέχισε την πορεία της παρέα με τη μικρούλα, που σε καμία φάση της κοινής συμβίωσής τους, εκδήλωσε ανάλογα  συναισθήματα απέναντί της.

Το φόρεμα στο χρώμα του μωβ κυκλάμινου, μολονότι οι διαστάσεις της δεν είχαν αλλάξει, δεν το ξαναφόρεσε. Το φύλαξε σε απόμερο σημείο της ντουλάπας. Μια μέρα, η Ρωξάνη της ζήτησε να το φορέσει, γιατί το χρώμα της άρεσε, μα η  ίδια χωρίς να ξέρει το λόγο,  αρνήθηκε. Επιπλέον την επέπληξε που έψαχνε, όπως της είπε, τα ρούχα της.

Δεν  αρνήθηκε όμως τελικά στην «κόρη» της τη χρήση του λιλά φορέματος,   μολονότι δεν αντιλαμβανόταν την αρέσκειά της σε αυτό, αν λάμβανε κάποιος υπόψη του τις ενδυματολογικές διαφορές τους. Ουσιαστικά, χωρίς και η ίδια να το καταλαβαίνει,  δεν ήθελε να το ξεθάψει από την κρυψώνα του, λες και το συνδύαζε με αρνητικές καταστάσεις.

Με το   φόρεμα   αυτό   η Ρωξάνη  έδωσε υπόσχεση συμβίωσης  στο Στέφανο και όχι γάμου, μιας και δεν συνηθίζονταν πλέον οι γάμοι στις νεότερες ηλικίες. Η ίδια δεν  μπόρεσε να συμπαθήσει αυτόν το μποέμ τύπο, με το ανέμελο τάχα μου και υπεροπτικό ύφος και η Ρωξάνη δεν της το συγχωρούσε. Επέλεξε για αυτό, όπως της είπε με μια δόση ειρωνείας ένα μουντό πρωινό μετά από έντονη διένεξη τους, «να απομακρυνθεί από την ομπρέλα προστασίας της και ας βρεχόταν».

Δεν ήταν μόνο το «μητρικό» ένστικτο που της δημιουργούσε αυτή την άρνηση στην επιλογή της κόρης της, ήταν  που έντεχνα ο Στέφανος  καλλιεργούσε τεχνάσματα και εντυπωσιασμούς και  ενθουσίαζαν τη Ρωξάνη, αλλά την ίδια την άφηναν παγερά αδιάφορη, αναγνωρίζοντας στις συμπεριφορές αυτές ελαφριά μόνο μετριότητα, ανωριμότητα  και τίποτε ουσιώδες.

Όχι, δεν ήταν ιδέα της και δεν διαψεύστηκε για το μέλλον της Ρωξάνης,  όταν   εκείνη  έφυγε τελείως απρόσμενα από το σπίτι, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε, ούτε και στην ίδια, που πέρα από τις μύριες διαφορές τους, ουσιαστικά  την εμπιστευόταν. Το σημείο κατεύθυνσης και προορισμού της, καθώς και τους λόγους της φυγής της  το κράτησε επίσης μυστικό από όλους.

Όταν πήγε να μαζέψει άμεσα τα πράγματά της, γιατί έτσι απαίτησε  ο Στέφανος, διαπίστωσε, ότι το μωβ φόρεμα έλειπε. Η Ρωξάνη το είχε πάρει μαζί της.

Ο  Στέφανος, ανέκφραστος, δεν κατάφερε να της δώσει την παραμικρή  εξήγηση στην κρίσιμη αυτή καμπή της ζωής της κόρης της και κατά συνέπεια και στη δική της. Ίσως να μην τον άγγιξε καν αυτή η φυγή της γυναίκας του και ούτε ίσως  συνειδητοποιούσε ότι αυτή η φυγή μπορεί και να οφειλόταν στον ίδιο και πιο συγκεκριμένα στην ακατάλληλη συμπεριφορά του. Οι ορίζοντες της ευαισθησίας του ήταν πάντα συγκεχυμένοι και ανοικτοί και κανένα γεγονός δεν ήταν δυνατόν να τους περιορίσει. Της έκανε κόπο να τον νοιώθει κοντά της, όταν μάζευε τα πράγματα του παιδιού της  με μάτια στεγνά, γιατί τα δάκρυά της αρνούνταν να τη  συντρέξουν σε αυτή την απώλεια.

Μετά από μεγάλο διάστημα, που κατάφερε με τεράστια  προσπάθεια να αντιμετωπίσει το γεγονός αυτό, η Ρωξάνη από  άλλη ήπειρο πλέον,  της έστελνε αραιά κάποιο μήνυμα, μη αιτιολογώντας ποτέ τη φυγή της. Ένοιωθε ότι και η ίδια είχε μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό, χωρίς όμως να μπορεί να το αιτιολογήσει. Τους τελευταίους μήνες δεν είχε  πάρει μήνυμά της. Δεν την ενοχλούσε ιδιαίτερα, γιατί είχε συνηθίσει να περιμένει. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι η Ρωξάνη θα επέστρεφε. Σκεπτόταν τη σκηνή να την βλέπει να μπαίνει στο σπίτι κι έπαιρνε δύναμη για επιπλέον αναμονή.

Την ξάφνιασε κάπως  η φωτογραφία που έλαβε  τα περασμένα Χριστούγεννα. Έδειχνε τη Ρωξάνη παράξενα χλωμή, να φοράει όμως το ίδιο  φόρεμα, το δικό της μωβ φόρεμα, σαν να της έστελνε ένα μήνυμα αγάπης. Της άρεσε να ερμηνεύει με τον τρόπο αυτό τη συμπεριφορά της «κόρης» της, χωρίς πάλι να είναι σίγουρη γι΄ αυτό. Θα της άρεσε να τη θυμάται διαφορετικά. Να την άκουγε να της μιλάει, έστω και τηλεφωνικά. Της αρκούσε όμως και αυτή η επικοινωνία. Ένοιωθε τόσο μόνη. Αν ήξερε η Ρωξάνη πόσο μόνη ένοιωθε!!!

Σήμερα, κοιτώντας αφηρημένα το ημερολόγιο, σκεπτόταν  πώς θα αντιμετώπιζε  άλλη μια χρονιά που θα ξεπρόβαλε σε λίγες ημέρες, με απούσα πάντα τη Ρωξάνη. Προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της να σχεδιάσει ένα στοιχειώδες  πρόγραμμα και να φανεί τυπική τουλάχιστον σε βασικές  υποχρεώσεις.

Ξαφνικά το αποφάσισε. Θα έβγαινε έξω, να αγοράσει ένα  νέο ημερολόγιο με διαφορετικά χρώματα και εικονογράφηση μιας και ο χρόνος τελείωνε, ένα δύο μπλοκ ζωγραφικής  και ίσως και κάποιο ρούχο καινούργιο. Ήταν καιρός να φωτίσει τη σκοτεινιά της ψυχής της. Θα έκανε αρχή με κάποιο ζωντανό χρώμα στα ρούχα της. Άρχισε απρόσμενα να νοιώθει καλά. Ήπιε τις τελευταίες γουλιές καφέ, έπλυνε το φλιτζάνι και άρχισε να ντύνεται.

Περιπλανήθηκε με καλύτερη διάθεση στα μαγαζιά. Αγόρασε μετά από πολύ καιρό μικροπράγματα για το σπίτι, αν και δεν ήξερε αν τα χρειαζόταν και ρούχα για τον εαυτό της. Στο μυαλό της είχε επιπλέον κάποιες σκέψεις για μικρά δώρα, που έπρεπε, έστω και ανόρεχτα  να αγοράσει, χωρίς να ξέρει σε ποιόν θα έπρεπε στη συνέχεια να τα προσφέρει.

Όταν γύρισε στο σπίτι τακτοποίησε τα πράγματα, που είχε αγοράσει και άφησε τελευταίο το μοναδικό δώρο που έκανε τελικά στον εαυτό της. Το έβγαλε από την τσάντα και το άπλωσε στο κρεβάτι. Ήταν ένα πανέμορφο φόρεμα, έτσι τουλάχιστον έδινε την εντύπωση στην ίδια, σε χρώμα λιλά. Το φόρεσε, έβγαλε μια σέλφι φωτογραφία και την έστειλε αμέσως στη Ρωξάνη.

Δεν πρόσεξε, μα ούτε  και  την ενδιέφερε, που η φωτογραφία δεν στάλθηκε, γιατί ο αριθμός του παραλήπτη όπως την ενημέρωνε ένδειξη στο κάτω μέρος της οθόνης του τηλεφώνου της, δεν ήταν έγκυρος. Στη συνέχεια κρέμασε το  ημερολόγιο της νέας χρονιάς,  που δεν είχε παραλείψει να αγοράσει.

Τον πρώτο μήνα του χρόνου στο ημερολόγιο, κοσμούσε ένα τεράστιο λουλούδι  σε χρώμα μωβ κυκλάμινου…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη