«Λούνα Ρόζα», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Με λένε Ρόζα! Στον πατέρα άρεσαν πολύ τα τριαντάφυλλα και ίσως γι’ αυτό αποφάσισε  τούτο το όνομα για εμένα, αν και ποτέ δεν άκουσα να παραδέχεται ότι δική του ήταν η επιλογή. Εκτός κι αν κάτι δυνατό του το θύμιζε. Ήταν τόσο σοβαρός και κλειστός, που αποκλειόταν να είχε εκμυστηρευτεί τους λόγους προτίμησης του στο όνομα  αυτό.  Θεός σ΄χωρέστον κι αυτόν και όσους άλλους άγγιξαν με το πέρασμα τους τη ζωή μου και με κοιτούν τώρα από τον ουρανό. Τι σκέπτονται για εμένα; Mπα δεν με νοιάζει πια.

To αστείο με το όνομά μου είναι πως κάποιοι φίλοι με πείραζαν παλιά και μου έλεγαν πως τάχα μου είμαι τυχερή πoυ έχω το ίδιο όνομα με τη Ρόζα Εσκενάζυ! Στο όνομα, μόνο η ομοιότητα, αλλιώς ποια σχέση εγώ με τη ντίβα μιας εποχής.

Όταν ήμουν νέα πίστευα πως  οι πόρτες του κόσμου ήταν ορθάνοιχτες στο πέρασμα μου και ότι  επιτυχίες με περίμεναν στην άκρη του δρόμου. Νεανικός, άνευ ορίων ενθουσιασμός. Δεν πειράζει, το κέφι, η αισιοδοξία και η εργατικότητά μου ήταν οι δίαυλοι στο μικρό αυτό σε σχέση με άλλων έργο, που κατάφερα να φέρω σε πέρας στη ζωή μου. Δεν τα πήγα και άσχημα, ευχαριστημένη είμαι με όσα έκανα μέχρι σήμερα και ας μην είχα πάντα σύμμαχο ευοίωνες συγκυρίες.

Τώρα που μεγάλωσα λιγάκι(!), δεν αφήνω την ενεργητικότητά μου να πάρει ανάσα, μα ούτε και το μυαλό μου να ξαποστάσει. Α! Έχω τις δικές μου κοσμοθεωρίες και τις εφαρμόζω, λες και έχω δώσει όρκο τιμής. Έτσι ήμουν πάντα. Απόλυτη σε ό,τι πίστευα, αμετάπειστη και επιφυλακτική σε επιρροές, που θα μπορούσαν να με βγάλουν από τα δικά μου μέτρα, όπως τα έχω η ίδια σχεδιάσει για τη δική μου τη ζωή.

Είναι όμως και κάποιες φορές, που με παίρνει το παράπονο, όταν συνειδητοποιώ ότι  από τη λίστα των ονείρων, που είχα συντάξει από τα νιάτα μου, κάποια μείνανε μόνο στη λίστα γραμμένα, χωρίς να ξεπηδήσουν ποτέ από αυτή και όταν τα φέρνω στη μνήμη μου, θαρρώ πως εκείνα μου παραπονιούνται ότι  τα λησμόνησα. Όχι τους λέω με τη σειρά μου φωναχτά δεν σας λησμόνησα, μα δεν μπόρεσα όλα σε μια τάξη να σας βάλω, γιατί είχα και πολλές αναποδιές, που κυριολεκτικά  με τσουρούφλισαν και μου αφήσανε κάτι πληγίτσες τόσες δα, μα στην ψυχή μου φαντάζανε  τεράστιες. Ακόμη υπάρχουνε  τα χνάρια τους. Μα εγώ κάνω πως δεν καταλαβαίνω και αδιαφορώ τάχα μου σκεπάζοντάς τες με επιδέσμους υπομονής και τις γιατρεύω όπως κι όπως με βάλσαμα αντοχής  και γενναιότητας περίσσιας.

Δεν περιαυτολογώ, αλλά πιστεύω πως είμαι γενναία, αφού πέρασα τόσους ατραπούς στη ζωή μου και πάλι μέσα μου νοιώθω σαν έφηβη, που έχει μπροστά της μια ατέλειωτη λεωφόρο να διανύσει. Για να είμαστε ειλικρινείς και ακριβείς εγώ ουσιαστικά τη λεωφόρο την έχω αφήσει πίσω μου προ πολλού και μπροστά μου τώρα διακρίνω ένα δρόμο, που δεν μοιάζει πλέον και πολύ με λεωφόρο. Δεν βαριέσαι… Και σε λεωφόρους τα κατάφερα και σε μικρότερους δρόμους θα τα καταφέρω, γιατί αυτή η σπιρτάδα που έχω ίσως  μέσα μου, είναι σίγουρα  η δάδα που αποτρέπει  τα σκοτάδια να με επισκεφθούν.

Αυτή τη δάδα ίσως και να την κληρονόμησα από τον πατέρα. Έτσι ανήσυχος σαν και εμένα ήταν και εκείνος, ζωντανός, δραστήριος και μυστηριώδης παράλληλα. Κλειστό βιβλίο ήταν ο πατέρας. Πάντα πίστευα πως οι  σελίδες του βιβλίου της ζωής του ήταν πυκνογραμμένες, με  γεμάτες ηχηρά γεγονότα και καταστάσεις.

Εκείνος βέβαια δεν επέτρεψε ποτέ και σε κανένα να διαβάσει το παραμικρό, ούτε μια γραμμή από αυτές τις σελίδες. Νομίζω  πως του μοιάζω επιπλέον  και σε αυτό. «Μυστήριο εκπέμπεις» μου είχε  πει κάποτε o Αλέξανδρος, ένας ουσιαστικός άνθρωπος, που είχα κάποτε γνωρίσει και αγαπήσει «ένα κλειστό, απρόσιτο βιβλίο είσαι».

Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν μου άρεσαν οι εξομολογήσεις. Ό,τι έπρεπε  να διαχειριστώ στη ζωή μου, με την αυτής υψηλότητα την ψυχή μου, το έκανα, μόνο με αυτή. Μια χαρά τα καταφέραμε εμείς οι δύο μέχρι σήμερα.

Πού είχα μείνει; A! ξεχνιέμαι πολλές φορές και αφαιρούμαι. Είναι βλέπεις,  που πάντα σκέπτομαι. Την ξεκούραση ο νους μου δεν τη γνωρίζει. Νομίζω πως το έχω ήδη πει, μα δεν κουράζομαι να το ξαναπεί. Ο νους μου είναι πάντα απασχολημένος. Όγκος τεράστιος οι σκέψεις μου. Δεν έχω και λίγες.  Καλύτερα όμως έτσι υποθέτω, γιατί δεν προλαβαίνει η ψυχή μου να τεμπελιάσει και στη συνέχεια  να πέσει στης μελαγχολίας τις παγίδες.

Σπούδασα λοιπόν στα νιάτα μου, με τη μεγάλη ομολογώ σύμπραξη του πατέρα, και για τα δεδομένα  της   εποχή μου οι σπουδές μου ήταν τότε λαμπρές. Τότε, που οι κοπέλες μετά τη στοιχειώδη μόρφωση τους, που ολοκληρώνοντάς την  γρήγορα, επίσης γρήγορα επιδίδονταν στης αποκατάστασης την τέχνη. Έτσι έπρατταν οι περισσότερες. Εγώ, δεν είχα εντάξει ποτέ τον εαυτό μου σε παρόμοιες επιδιώξεις. Πάντα μου άρεσε να διαφέρω και να πράττω ότι άρεσε πρώτα και κύρια σε εμένα, αδιαφορώντας παντελώς για τους κανόνες της εποχής, που ήθελαν τις κοπέλες αποκαταστημένες με τεκνοποιήσεις απαραίτητα και εαυτόν ταγμένο στις υπηρεσίες κάποιου κυρίου και της οικογένειας απαραιτήτως.

Ουδόλως με  ενδιέφεραν όλα τούτα και ας δημιουργούσα υπόνοιες ότι δεν είχα ταλέντο και χάρισμα της προσγειωμένης γυναίκας, ταγμένης με αφοσίωση σε έναν κύριο και τα συνεπακόλουθά του. Εγώ πάντα «κύριο» θεωρούσα μόνο τον εαυτό μου, με αυτόν τα πήγαινα θαυμάσια και απόλυτα συνεργαζόμουν μαζί του.

Με ενδιέφερε να δημιουργώ στη ζωή μου, αφαιρώντας συνειδητά από τους σχεδιασμούς μου την τροχοπέδη μιας άσχετης  οικογένειας, κάτι που δεν το κατάφεραν πολλές συνομήλικές μου. Όχι πως δεν θα με ενδιέφερε μια ουσιαστική και ενδιαφέρουσα κατάσταση οικογενειακή. Αλλά μιας και δεν μου προέκυψε ανάλογη και στα δικά μου μέτρα, διάνυσα άλλους ατραπούς, χωρίς ποτέ να αποθαρρυνθώ από την έλλειψη ετούτη.

Αυτά σκέπτομαι πολλές φορές  και αν ο εαυτός μου στεκόταν απέναντι μου, θα του έκανα μια θερμή χειραψία. Έτσι γιατί δεν με διέψευσε ποτέ και δεν με συμπαρέσυρε σε διαύλους ξένους στο χαρακτήρα και στα θέλω μου.

Δεν με τρόμαξε, να σκεφτείς,  ποτέ η μοναχική ζωή. Επιλογή μου ήταν, άσχετα αν κάποιες φορές θα ήθελα να μην ήμουν τόσο μόνη. Υπήρξα χαριτωμένη στα νιάτα μου και ευκαιρίες είχα πολλές, αλλά εγώ τις αγνόησα. Ίσως και να ήμουν δύσκολη  στις επιλογές μου, ίσως όμως και το ένστικτό μου, που πάντα το εμπιστευόμουν,  με προφύλαξε από καταστάσεις, που θα με απογοήτευαν και θα με δυσκόλευαν. Τώρα που το σκέπτομαι λέω πως ήμουν τελικά τυχερή, επειδή δεν πιέστηκα να συμβιβαστώ και λειτούργησα σαν μοναχική, αλλά ανεξάρτητη μονάδα.

Όταν αρχίζω να μιλάω για εμένα, νομίζω  πως ξεχνάω να βάλω έστω μια μικρή άνω τελεία. Μη φανταστείς  πως μιλάω όπου να ‘ναι. Να, σε εμένα πάλι τα λέω. Μου άρεσαν βλέπεις πάντα οι εσωτερικοί διάλογοι. Λειτουργούσαν σαν ελιξίριο  σε περιόδους, που η μελαγχολία και η μοναξιά χτύπαγε σιγά, αλλά επίμονα τα παραθύρια της ψυχής μου. Α! Δεν τους άνοιγα, μόνο έβαζα δυνατή μουσική, να μην ακούω τα χτυπήματα τους και παράλληλα άρχιζα τους εσωτερικούς διαλόγους μου, προφορικούς και ενίοτε γραπτούς, που κατέληγαν σε παράξενους στίχους και τότε έλεγα περήφανα στον εαυτό μου ότι ίσως και να είναι ποιητής.

Μην παραλείψω να το πω και ο πατέρας έγραφε όμορφα. Όσο περνούν τα χρόνια, πιστεύω ότι κληρονόμησα από αυτόν πολλά και διάφορα χαριτωμένα γνωρίσματα, για να μην πω τελικά πως ίσως να είναι και  χαρίσματα.

Δεν είναι πολύς ο καιρός που επέστρεψα στην πόλη μου στο πατρικό  μου σπίτι μετά από πολύχρονη απουσία. Στο εξωτερικό έζησα πολλά χρόνια. Όμως είμαι χαρούμενη που γύρισα. Εδώ είναι οι μνήμες μου, ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου με ποικίλα χρώματα. Σαν χάντρες από κομπολόι φτιαγμένο με κεχριμπάρι οι εμπειρίες  μου, τις μάζεψα και γύρισα συνειδητά να περάσω εδώ στο οικείο περιβάλλον μου, τους υπόλοιπους κύκλους της ζωής μου, όσοι  από αυτούς τελικά μου οφείλονται ακόμη.

Ζω πλέον μόνη στο πατρικό μου, με τα μεγάλα δωμάτια και τον υπέροχο κήπο, που τον φροντίζω και στοχεύω να τον επεκτείνω σε όλους τους εξωτερικούς χώρους του σπιτιού μιας και μου αρέσουν πολύ τα λουλούδια, όπως άρεσαν πολύ εξάλλου και στον πατέρα.

Η Ρόζα δεν φοβάται τη μοναξιά, πιστεύω να είναι κατανοητό με όσα έχω εξομολογηθεί μέχρι τώρα.

Σήμερα όμως το πρωί ξύπνησα απότομα από ένα παράξενο όνειρο, που νόμισα ότι κράτησε όλη τη νύχτα και αργότερα έσβησε από τη μνήμη μου. Μου προκάλεσε όμως φοβερό σφίξιμο στο στέρνο, με ένα ανυπόφορο  πονοκέφαλο  να απλώνεται σε όλο το κεφάλι. Έφτιαξα γρήγορα καφέ, προσφιλή μου άμυνα στα δύσκολα,  και τον απόλαυσα καυτό  στην αγαπημένη μου πολυθρόνα, κοντά στο παράθυρο, όπως μου άρεσε πάντα, κοιτώντας αφηρημένα το δρόμο με τους λιγοστούς περαστικούς. Η γειτονιά που μένω είναι ήσυχη, χωρίς πολύ κόσμο και φασαρία να ενοχλεί τους στοχασμούς μου. Κάθομαι στην πολυθρόνα μου, σκέπτομαι και ρεμβάζω! Τι σκέπτομαι; Δεν θέλω να πω τίποτε άλλο.

***

«Αφημένη στην πολυθρόνα της ρεμβάζει. Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε, δεν απάντησε κανείς. Την εκνεύριζε πάντα η σιωπή από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου. Το τελευταίο διάστημα κάποιος προσπαθούσε να της επισημάνει την παρουσία του και δεν τολμούσε ή απλά ήθελε να τεστάρει την υπομονή της. Προσπάθησε να χαλαρώσει. Κοίταξε αφηρημένα το βιβλίο με την αγαπημένη συγγραφέα, που είχε αρχίσει την περασμένη εβδομάδα, με το σελιδοδείκτη στις πρώτες μόλις σελίδες. Δεν ήθελε  να διαβάσει, μολονότι το διάβασμα πάντα την ανακούφιζε προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της, όταν  τις ένοιωθε ανάκατες στο μυαλό της.

Από το  διπλανό σπίτι έφθασε μουσική μέχρι το δωμάτιό της, με τη φωνή γνωστού καλλιτέχνη να τραγουδάει: «Λούνα Ρόζα αστέρι μου, δες τη γραμμή απ’ το χέρι μου…» Φαίνεται πως θα άρεσαν οι στίχοι του στο γείτονα,  γιατί  η μελωδία  του  συγκεκριμένου  τραγουδιού   συχνά έφθανε μέχρι το δικό της χώρο. Έκλεισε το παράθυρο, δεν  μπορούσε να το ακούει αυτό το τραγούδι, δεν μπορούσε να ακούει για μια  Λούνα  Ρόζα, που είχε το ίδιο όνομα με την ίδια και που είχε ίσως στιγματίσει  τα όνειρα κάποιου. Το δικό της τριανταφυλλένιο όνομα δεν είχε προκαλέσει σοβαρές ατυχίες ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Εξάλλου ο πατέρας δεν μπορεί να έσφαλε, ήξερε εκείνος τους λόγους, που επέμενε να της  δώσει αυτό το λουλουδένιο όνομα. Ο πατέρας σπάνια έσφαλε, έτσι πίστευε πάντα. Είχε μια σοφία και ξεχωριστή κρίση. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε διαφωνήσει μαζί του και άλλες τόσες, όμως, είχε θαυμάσει τη λογική του.

Η γραμμή του δικού  της χεριού ωστόσο  ήταν ήδη διαβασμένη στην κάθε λεπτομέρειά της εδώ και χρόνια.  Θυμάται  εκείνη τη νεαρή τσιγγάνα πριν πολλά χρόνια στην Ίμπιζα, που της πήρε το χέρι χωρίς να τη ρωτήσει και κοιτώντας το αστραπιαία, της είπε πως η ζωή της  θα είχε χρώματα γκρίζα. Την ξάφνιασε εκείνη η μαντεία, μολονότι ουδόλως την πίστευε, και αρκέστηκε να δώσει ένα νόμισμα και να τραβήξει παράλληλα το χέρι της, αποφεύγοντας το διαπεραστικό βλέμμα της μάντισσας, που  χρωμάτισε έτσι αβίαστα τη ζωή της, τη δική της ζωή.

Ο  Αλέξανδρος τότε θυμάται πως  της πήρε το χέρι με τη διαβασμένη μοίρα, το φίλησε στην εσωτερική του πλευρά και της είπε ότι οι τσιγγάνες μοιάζουν με τις πυθίες, που άλλα λένε  και άλλα εννοούν. Θυμάται επιπλέον, ναι πολύ καλά θυμάται, που της είπε τότε πως μια λούνα σαν αυτή και μάλιστα τριανταφυλλένια, δεν μπορούσε  να έχει γκρίζα χρώματα.

Χαμογέλασε με τη σκέψη εκείνης της διαπίστωσης, γιατί τότε η παλέτα της τροχιάς της είχε όλα τα χρώματα της ίριδας. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Αυτή τη φορά ήταν η θεία Νεφέλη, που τη ρωτούσε αν ήθελε να φάνε το μεσημέρι έξω. Όχι δεν ήθελε να βγει από το σπίτι σήμερα. Εξάλλου δεν ήταν πολλές οι ημέρες, που είχε έλθει έπρεπε να ξεκουραστεί, να βάλει σε τάξη τη ζωή της.

Tης άρεσε που επέστρεψε, της είχαν λείψει όλα. Ο ήλιος, η θάλασσα ο αέρας της νιότης,  που είχε χρόνια να της δροσίσει το μέτωπο. Μα κυρίως της είχε λείψει το σπίτι της. Το πατρικό, που μια μέρα δρασκέλισε την πόρτα του φεύγοντας με πολλά όνειρα, με αποφασιστικότητα για τη ζωή της και σχέδια για πετάγματα. Και, το κυριότερο, με σιγουριά μεγάλη για τον εαυτό της.

Γυρίζοντας δεν βρήκε κανέναν από τα παλιά. Οι άπειρες συναισθηματικές εκκρεμότητες, που είχε πάρει μαζί της,  εξανεμίστηκαν στο πέρασμα των χρόνων και θάφτηκαν στο κοιμητήρι των αναμνήσεων. Στο μικρό κοιμητήρι της πόλης της, όμως, πήγε με πολύ τρακ και συγκίνηση, για να αφήσει τα λουλούδια, που πάντα θυμόταν ότι  άρεσαν σε εκείνους που είχε κάποτε εγκαταλείψει για συγκεκριμένο διάστημα και που αυτό όμως κράτησε χρόνια.

Στάθηκε με σκυμμένο το κεφάλι πάνω από την αιώνια κλίνη τους και τους εξομολογήθηκε ότι δεν τους ξέχασε ποτέ, αλλά πάντα πίστευε ότι η ζωή της θα έπαιρνε ξεχωριστή τροχιά αν πέταγε με τα δικά της φτερά. Ήταν σίγουρη πως είχε πάρει τις σωστές αποφάσεις κι έπειθε χρόνια τον εαυτό της πως είχε πράξει το σωστό. Μιλώντας νοερά πάνω από την κλίνη κυρίως του πατέρα, του παραπονέθηκε πως  ενώ ένοιωθε ότι την αγαπούσε, πίστευε παράλληλα πως της έκρυβε ένα μεγάλο μυστικό. Το διαισθανόταν, χωρίς ποτέ να μπορεί να το ερμηνεύσει.

Άνοιξε το παράθυρο να ανασάνει. Ταράχτηκε! Πάλι το ίδιο τραγούδι από το διπλανό σπίτι. «Λούνα Ρόζα αστέρι μου, δες τη γραμμή μου στο χέρι μου…» Τι να ‘θελε να πει αυτό το  επίμονο άκουσμα του ίδιου τραγουδιού. Νόμιζε πως κάποιος ήθελε να της μεταφέρει ένα μήνυμα. Γέλασε με τις υποψίες της, θεωρώντας τες αβάσιμες, μολονότι είχε πάντα δυνατό ένστικτο, που δεν τη διέψευδε σε σημαντικά γεγονότα της ζωής της, όταν αυτά έστω και καθυστερημένα επαληθεύονταν με βάση τη διαίσθηση και το αλάνθαστο ένστικτο της.

Οι επόμενες ημέρες την βρήκαν να διαβάζει αμέτρητες φορές επιστολή κιτρινισμένη του πατέρα, που ανακάλυψε όλως τυχαίως σε ένα  βελουδένιο κόκκινο  κουτί ψηλά στο πατάρι του σπιτιού.

Τι την έπιασε το απόγευμα της περασμένης εβδομάδας  και στα καλά καθούμενα ανέβηκε τελείως ξαφνικά στο πατάρι να βρει τι, ούτε η ίδια δεν ήξερε. Κάτω από ένα παλιό καλαθάκι γεμάτο κλωστές, ξεχώριζε ένα βελουδένιο κόκκινο κουτί μιας εποχής. Ποτέ δεν το είχε ξαναδεί μέχρι τότε. Λες και  μια μαγική δύναμη την ωθούσε να το ανακαλύψει τη συγκεκριμένη ημέρα. Ανοίγοντάς το, βρήκε διπλωμένο ένα κιτρινισμένο γράμμα. Μια γυναίκα   εξομολογιόταν στον πατέρα  τη μεγάλη αγάπη της γι’ αυτόν και θερμά, παρακλητικά, τον ικέτευε να φροντίζει πάντα τη μικρή τους Ρόζα. Του ζητούσε να μην της μιλήσει ποτέ για τη μάνα που την στερήθηκε και να τη μεγαλώσει με αγάπη διπλή, αντικαθιστώντας και τη δική της».

***

Ε! Λοιπόν το γράμμα έμεινε μετέωρο στα χέρια μου. Ναι, για εκείνο το γράμμα λέω,  που μιλούσε για εμένα, τη μικρούλα τότε Ρόζα. Μόνο που η σημερινή, μεγάλη πλέον Ρόζα δεν μπορεί να αντέξει αυτό το μυστικό σου πατέρα και ας είχες επιλέξει χρόνια ολάκερα να μου το κρύβεις. Γιατί πέρα από τα μυστικά πατέρα είναι και η τάξη των πραγμάτων, που θέλει  τις αλήθειες να λέγονται οπωσδήποτε κάποτε έστω και με τον τρόπο αυτό. Άσχετα αν κάποιες από αυτές τις αλήθειες πονούν βαθιά με ανεξίτηλες γρατζουνιές, αλλά όχι ευτυχώς με πληγές, που  τραυματίζουν την ψυχή μας ανελέητα. Όμως έτσι κάποτε ίσως και να έρχεται η λύτρωση.

Το λέω αυτό γιατί τώρα δεν με ενοχλεί να ακούω από το γειτονικό σπίτι συχνά πυκνά το ίδιο τραγούδι. «Λούνα Ρόζα αστέρι μου…»

Τώρα πια νοιώθω  πως ένα αστέρι έχει βρει καταφύγιο στην ψυχή μου και την κανακεύει.  Μια Ρόζα σαν και εμένα, που μπορεί να μην υπήρξα λαμπερό αστέρι, ήμουν όμως πάντα η Λούνα Ρόζα του πατέρα.

Έτσι νοιώθω και ας μην μου το είχε εξομολογηθεί ποτέ, γι’ αυτό οφείλω να τον ευχαριστήσω από κοντά την επόμενη φορά, που θα επισκεφθώ την αιώνια κλίνη του  με ένα μπουκέτο από  τα αγαπημένα του τριαντάφυλλα…

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Μαρία παπουτσακη
    20 Μαρτίου 2022 at 14:53

    Υπέροχο.

    Σύντομα να βρείτε τη λύση στο αίνιγμα της ζωής.

    Με πολύ αγάπη Μαρία Παπουτσάκη

  • Κωνσταντίνα Βαληράκη
    30 Μαρτίου 2022 at 08:25

    …..ας αφήσουμε τα αινίγματα να μας καθοδηγούν….

    Με πολλή αγάπη και μεγάλη εκτίμηση
    Κωνσταντίνα Βαληράκη

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη