«Λουί Φερντινάτ Σελίν», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Λουί Φερντινάτ Σελίν / Μικρό βιογραφικό

Ο Λουί Φερντινάτ Σελίν (κατά κόσμον, Λουί-Φερντινάν-Ωγκύστ Ντετούς) γεννήθηκε το 1894 στο Παρίσι. Το 1912 κατατάσσεται εθελοντικά στο στρατό και το Σεπτέμβριο του 1914 κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο τραυματίζεται, παρασημοφορείται και αποστρατεύεται. Σπούδασε ιατρική στη Ρεν και εξάσκησε το επάγγελμα στο Παρίσι ενώ  συμμετείχε  μέσω της Κοινωνίας των Εθνών σε υγιεινολογικές αποστολές κυρίως στην Αμερική και  την Αφρική. Το 1932 εκδίδεται το μνημειώδες “Ταξίδι στην άκρη της νύχτας”, που τον απογειώνει ως συγγραφέα και ακολουθούν εννέα ακόμα  μυθιστορήματα (Τα κυριότερα από αυτά  : “Θάνατος επί πιστώσει”, “Μακελειό”, “Από τον ένα πύργο ο άλλος”, “Βορράς”). Λόγω της  αντισημιτικής και φιλοναζιστικής του στάσης δικάζεται στη Γαλλία για εσχάτη προδοσία. Καταφεύγει το 1944 στη Γερμανία και μετά στην Κοπεγχάγη, όπου φυλακίζεται. Το 1951 αμνηστεύεται και αποσύρεται στο παρισινό προάστιο Μεντόν, συνεχίζοντας να συγγράφει έως το θάνατο του, το 1961.

Αναλύοντας τον Σελίν / Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

Είναι η πρώτη φορά που θα αναφερθώ σε ένα συγγραφέα αναλύοντας ένα και μόνο έργο του, αυτό που έχω διαβάσει, και έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα: Το “Ταξίδι στην άκρη της νύχτας”.

Κανείς δεν επέστρεψε, κανείς δεν θα επιστρέψει αλώβητος από την «άκρη της νύχτας», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε.

Ένα ιδιόμορφο λεξιλόγιο αιχμηρό και ωμό που περιλαμβάνει ιατρικούς όρους, πρόστυχα λόγια και δικής του επινόησης γλωσσικά ιδιώματα, σε βάζει αμέσως σε μια ατμόσφαιρα βαριά και αποπνικτική όπου ο ήρωας, ο νεαρός γιατρός Μπαρνταμού, διαγράφει μια πορεία τρελή από τα μέτωπα του Πολέμου στον Α’ Παγκόσμιο, στις αποικίες της Αφρικής και μετά στις χώρες του Νέου Κόσμου, μέχρι να επιστρέψει καταρρακωμένος, απελπισμένος -σωματικά και ψυχικά ασθενής- στην Ευρώπη.

Ο Σελίν παίρνει το όπλο του (τη γραφή του δηλαδή) και το στρέφει εναντίων όλων: του συστήματος, της άρχουσας τάξης, του παραλογισμού του Πολέμου και της υποκρισίας όλων όσων ενεργά ή παθητικά τον στηρίζουν, της κατάστασης-κατάντιας των αποικιοκρατούμενων χωρών, της βιομηχανοποίησης της Αμερικής και της οικονομικής και κοινωνικής υποβάθμισης των Παρισινών προαστίων. Προχωρώντας στο «Ταξίδι» του καταλαβαίνουμε πως δεν πρόκειται για ένα απλό όπλο αλλά για ένα φλογοβόλο-μυδραλιοβόλο που καίει και σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του και δεν αφήνει κανένα «στην απέξω». Βάλλει τελικά κατά του ανθρώπινου γένους έτσι όπως κονιορτοποιείται στα μέτωπα του πολέμου, στα νοσοκομεία στα μετόπισθεν, σε αφρικανικές αποικίες του Ισημερινού σε αμερικανικά εργοστάσια αυτοκινήτων και σε συνοικίες πέριξ του  Παρισιού. Στρέφει τη κάνη του όπλου όμως και κατά του ίδιου του εαυτού του. Ο ήρωάς του αντιλαμβάνεται έγκαιρα την ηλιθιότητα του πολέμου και προσπαθεί να αποδράσει. Τραυματίζεται, επιστρέφει στο Παρίσι και μετά ταξιδεύει στην Αφρική όπου αναλαμβάνει επιστάτης φυτείας. Εκεί παραληρεί από τον υψηλό πυρετό αλλά και από τη βαναυσότητα της αποικιοκρατίας:

«Ο νόμος είναι το λούνα πάρκ του πόνου» λέει χαρακτηριστικά.

Καταφέρνει να μπαρκάρει σε ένα ισπανικό πλοίο με προορισμό τη Νέα Υόρκη όπου μόνο όπως την είχε ονειρευτεί δεν είναι. Μοναδικό λογοτεχνικό τέχνασμα για την αυτόστόχευσή του είναι η δημιουργία του άλλου ήρωα του βιβλίου, του Ροβινσώνα Λεών που εμφανίζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε όλη τη διαδρομή εκπροσωπώντας ανήθικες, ανάλγητες και συμφεροντολογικές στάσεις ζωής.

Σε αυτό τα «Ταξίδι» πεθαίνει η αγάπη, ο έρωτας, η θρησκεία, η πολιτική, ο πολιτισμός, η πίστη στην πατρίδα, στην ελευθερία. Και το κυριότερο η πίστη στον Άνθρωπο του οποίου στην αρχή ο Σελίν «σκίζει» τα ρούχα και μετά ξεσκίζει το μυαλό και τα σώμα του. Ένα σώμα που σε όλο το βιβλίο έχει πάνω του φλύκταινες, υψηλό πυρετό, καρφωμένα  βέλη ή σφαίρες.

Λογικές στην εποχή του οι ακραίες αντιδράσεις κριτικών και αναγνωστών για ένα μυθιστόρημα που όσοι το διαβάζουν στην ουσία βουτάνε το κεφάλι τους σε ένα βόθρο βγάζοντας στην επιφάνεια ό,τι ρυπαρή ουσία υπάρχει στην ανθρώπινη φύση, για αυτό  είναι και διαχρονική η αξία του.

Με λίγα λόγια όσο είσαι στον πόλεμο, λες πως θα ‘ναι καλύτερη η ειρήνη, κι έπειτα πιπιλάς αυτήν την ελπίδα σαν καραμέλα, κι έπειτα είναι σκατά και απόσκατα. Δεν τολμάς να το πεις στην αρχή, μην τυχόν και αναγουλιάσει κανένας. Το παίζεις καλό παιδί, κοντολογίς. Κι έπειτα, μιαν ωραία πρωία, καταλήγεις παρ’ όλα αυτά να το ξεράσεις μπροστά σε όλον τον κόσμο. Έχεις βαρεθεί να τσαλαβουτάς στον βόθρο. Μα τότε ο κόσμος σε βρίσκει υπερβολικό. Και τέρμα. (σελ.281)

Γιατί ο όλεθρος και οι ήττες που βιώνει συνεχόμενα μάλιστα ο Μπαρνταμού είναι στην ουσία ήττες της ανθρώπινης ύπαρξης που συνεχίζει να διολισθαίνει όλο και πιο κάτω. Απορίας άξιον που το «Ταξίδι» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Σελίν, αφού με τον καταγγελτικό του λόγο και τα συμπεράσματά του μοιάζει σαν να είναι αυτό που κλείνει την καριέρα του.

Συγγραφικό ισοζύγιο 

Μέχρι και τις μέρες μας ο Σελίν με το «Ταξίδι» του συνεχίζει να προκαλεί, να διχάζει και να αποτελεί τροφή για σκέψη. Είναι από ποια πλευρά θα το δει κάποιος. Πολλοί δεν αντέχουν τη γελιοποίηση κάθε ίχνους ανθρώπινης αξιοπρέπειας κάποιο άλλοι συναινούν αφού νομίζουν πως το συγκεκριμένο «βαρέλι» δεν έχει ποτέ πάτο. Άλλοι κοιτούν κατάματα τον καθρέφτη άλλοι στρίβουν δια της τεθλασμένης ψάχνοντας να βρουν ψεγάδια στη γλώσσα το ύφος την πλοκή και την έκφραση του Σελίν.

“Το “Ταξίδι” ανήκει οπωσδήποτε στη λογοτεχνία του σκουπιδοτενεκέ. Στην πυρά, στην πυρά, στην πυρά!” είχε δηλώσει ο συγγραφέας Eugene Monfort.

Μα δε λέει κανένας πως είναι αριστούργημα όσον αφορά το σκαρίφημα, τους ήρωες την πλοκή και την τεχνική. Είναι όμως αξεπέραστο όσον αφορά ένα και μόνο πράγμα: την αλήθειά του. Και ερωτώ τους επικριτές του έργου αυτού: πώς αλλιώς μπορούσε να εκφραστεί αυτή η γαμημένη αλήθεια όταν ο συγγραφέας στην ουσία περιγράφει τις  πύλες της Κολάσεως για τον άνθρωπο; Κόλαση στον Πόλεμο, κόλαση στην Αφρική του λιμού και του πυρετού, στη φάμπρικα της αυτοκινητοβιομηχανίας και στην εξαθλίωση των Παρισινών προαστίων. Όταν λοιδορεί την ίδια τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου…

Δεν είχε μόνο επικριτές αυτό το «Ταξίδι». Μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Σαρτρ, ο  Μπάροουζ, ο Κέρουακ, ο Χένρι Μίλερ, ο Μπουκόφσκι προσπάθησαν να πάρουν κάτι από την αύρα του, όχι όμως και να τον αντιγράψουν γιατί δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν ουσιαστικά. Εξάλλου ο Σελίν έχει δομήσει με τέτοιες συνθήκες και συμβάσεις το «Ταξίδι» του που θα ήταν  «λογοτεχνικό κατόρθωμα» εάν κάποιος άλλος συγγραφέας μπορούσε να αγγίξει έστω στο ελάχιστο το ύφος, την αιχμηρή και βλάσφημη γλώσσα του που έβαλλε κατά ανθρώπων, κατεστημένων και ηθών της εποχής και τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που σε πνίγει σε όλο μα όλο το μυθιστόρημα.

Το “Ταξίδι”, απέσπασε το βραβείο Renaudot και γνώρισε τεράστια εκδοτική επιτυχία. Προσέξτε τώρα τι καταστάσεις αλλόκοτες πυροδότησε αυτό το εκπληκτικό δημιούργημα:

«Ο κύριος Σελίν πρόκειται να απελευθερώσει τη γενιά του» γράφει από τη μία ο  Daudet  διευθυντής του ακροδεξιού περιοδικού “Action Francaise”- κουρασμένος από την “εκθηλυμένη και γλυκερή” παραγωγή του Προυστ και των επιγόνων του.

Και από την άλλη ο Αραγκόν το χαρακτηρίζει  ως το πιο αυθεντικό  «κομμουνιστικό μυθιστόρημα» της εποχής του.

Θετικό σίγουρα το πρόσημο μόνο και μόνο για αυτό το εξαιρετικό και ρηξικέλευθο πόνημα του συγγραφέα.

Πρέπει όσο και αν μας φαίνεται δύσκολο να αποστασιοποιηθούμε από την αποκρουστική και προκλητική προσωπικότητα του Σελίν που εκτός από τους τρεις αντισημιτικούς λιβέλους που εξέδωσε υποστήριζε για παράδειγμα -με θέρμη επίσης- πως «για να καταπολεμηθεί η ανεργία μια λύση υπάρχει: να εξολοθρεύσουμε τους άνεργους».

Ας βάλουμε στην άκρη ότι δεν αφορά τη λογοτεχνική του παραγωγή. Άλλωστε και ο ίδιος πριν το θάνατό του είχε πάει στην άκρη. Όχι της νύχτας αλλά ενός διαμερίσματος σε ένα προάστιο του Παρισιού -μόνος και έρημος- φοβούμενος ότι οι «παλιογείτονες» θα του δηλητηριάσουν τις γάτες του.

Και να τον διαβάζουμε, όπως λέει πολύ εύστοχα η μεταφράστρια του βιβλίου, Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου: «γιατί είναι ο σκοτεινός ήλιος γύρω απ’ τον οποίο περιστρέφονται σαν φασματικοί πλανήτες τα δράματα, οι φάρσες, οι οιμωγές και οι σιωπές του 20ου αιώνα, που είναι και ο 21ος. Τον διαβάζουμε γιατί αναγνωρίζουμε στην εκθαμβωτική πρόζα του την τραγική ανθρώπινη συνθήκη μας και γιατί μας καταδικάζει να της γελάμε κατάμουτρα». Έτσι ταξιδεύουμε στου καθενός την νύχτα, πραγματώνοντας μια έσχατη συνάντηση με την ύπαρξη, χωρίς ψευδαισθήσεις.

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

 

Η συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο μέσα στο χάος του κόσμου παρά ένα μικρό φως, πολύτιμο αλλά εύθραυστο.

 

Ποτέ μην πιστεύεις στη δυστυχία ενός ανθρώπου. Ρώτα τον αν μπορεί να κοιμηθεί. Αν η απάντηση είναι «ναι», τότε όλα είναι εντάξει. Αυτό φτάνει.

 

Τι τρελλοκομείο η στερημένη ζωή! Μια τάξη είναι η ζωή, κι η πλήξη ο παιδονόμος της, που διαρκώς σε κατασκοπεύει. Πρέπει πάση θυσία να μοιάζεις απασχολημένος με κάτι πολύ συναρπαστικό, ειδάλλως πλακώνει και σου ροκανίζει το μυαλό. Όταν η μέρα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σκέτο εικοσιτετράωρο δεν υποφέρεται. Μια μακριά, σχεδόν αβάσταχτη ηδονή πρέπει να’ ναι η μέρα, μια μακριά συνουσία, θες δε θες».

 

Το μόνο που ξέρει ο κόσμος είναι να σε σκοτώνει, σαν τον κοιμισμένο είναι ο κόσμος που σε πλακώνει στον ύπνο του, όπως σκοτώνει ο κοιμισμένος τους ψύλλους του. Να ένας ηλίθιος τρόπος να πεθάνεις, έλεγα μέσα μου, όπως όλος ο κόσμος , δηλαδή. Η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους είναι ήδη λιγάκι θάνατος.

 

Μεγάλες αλλαγές! σου κοπανάνε. Ποιες, μωρέ; Τίποτα δεν έχει στ’ αλήθεια αλλάξει. Μόνο πόζα, οι μάγκες, και ιδέα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη