«Λεονάρδο Παδούρα», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Λεονάρδο Παδούρα / Μικρό βιογραφικό

Ο Λεονάρδο Παδούρα, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, θεωρείται σήμερα ο σημαντικότερος συγγραφέας της Κούβας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων στη Λατινική Αμερική. Γεννήθηκε στην Αβάνα το 1955 και εξακολουθεί να ζει μόνιμα στην ίδια πόλη. Σπούδασε ισπανική φιλολογία και λογοτεχνία. Στη συνέχεια εργάστηκε ως σεναριογράφος, δημοσιογράφος και κριτικός. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την αστυνομική τετραλογία του «Οι τέσσερις εποχές» (Τέλειο παρελθόν, Άνεμοι της Σαρακοστής, Μάσκες, Φθινοπωρινό τοπίο) όπου πρωταγωνιστεί ο αστυνομικός Μάριο Κόντε. Στην πορεία δημιούργησε μια ολόκληρη σειρά βιβλίων, με τον ίδιο κεντρικό ήρωα, η οποία σημειώνει τεράστια επιτυχία διεθνώς και αριθμεί μέχρι σήμερα εννέα τίτλους. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες και έχει τιμηθεί πολλές φορές για το έργο του τόσο στην πατρίδα του όσο και στο εξωτερικό. Μεταξύ άλλων, το 2012 απέσπασε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κούβας ενώ το 2015 του απονεμήθηκε το λογοτεχνικό βραβείο «Πριγκίπισσα των Αστουριών», μια εξαιρετική διάκριση η οποία ξεπερνά τα όρια του ισπανόφωνου κόσμου.

Αναλύοντας τον Παδούρα – Συγγραφικό ισοζύγιο

Ο Παδούρα γράφει κατά βάση αστυνομικά μυθιστορήματα. Μάλλον η πρόταση έπρεπε να είναι με ερωτηματικό.  Γράφει ο Παδούρα κατά βάση αστυνομικά μυθιστορήματα;

Για πάμε να δούμε πιο αναλυτικά.

 Καθιερώθηκε στο ευρύ κοινό με την τετραλογία του «Οι τέσσερις εποχές» με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο(ταγματάρχη) Μάριο Κόντε που δεν αποφεύγει τα επικρατούντα κλισέ (αλκοολικός, ιδιόρρυθμος, μονόχνοτος). Έχει και εμμονή με το παρελθόν ψάχνοντας στα βάθη των αιώνων να συνδέσει εγκλήματα και φόνους που γίνονται με ίδια μέθοδο στο παρόν.  Μέχρι κάποιο σημείο ο Παδούρα θυμίζει και τον τρελο-Ferrey με τα  κοινωνικοπολιτικά και ιστορικά στοιχεία που έχουν όλα του σχεδόν τα βιβλία και την εκτενή έρευνα που κάνει στους λαούς, τις κοινωνίες και τον τόπο που διαδραματίζεται η πλοκή του. Και μετά ξεκινάει η δική του ξεχωριστή και μοναχική διαδρομή.

Μήπως είναι η επίφαση το αστυνομικό για τον Παδούρα; Μήπως μας καλοπιάνει στην αρχή και μετά εξαπολύει λογοτεχνική επίθεση με ότι υλικό έχει στο οπλοστάσιό του;

Μπορεί να βάλει τη μάσκα του και να μπει βαθιά στην κοινότητα των ομοφυλόφιλων καλλιτεχνών της Αβάνας (Η Μάσκα), στη φάρμα-μουσείο του Χέμινγουέι (Adios Hemingway), σε μια απίθανη βιβλιοθήκη στην Αβάνα (Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη), στο κύκλωμα εμπόρων και συλλεκτών έργων τέχνης (Η διαφάνεια του χρόνου).

«Δεν με ενδιαφέρει να γράφω καθαρά έργα. Όσο πιο ανακατεμένα είναι τα είδη τόσο το καλύτερο» εξηγεί ο ίδιος.

 Αφηγηματικά είναι λεπτολόγος, με δικές του συμβάσεις και τεχνικές.

Και ταλέντο θα μου πείτε. Δεν θα το έλεγα αυτό. Δεν είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για τον Παδούρα. Όπως έχει πει και ο ίδιος:

«Δεν έχω το ταλέντο του Rembrandt, οπότε πρέπει να δουλεύω, να δουλεύω…»

Τρομακτική δουλειά σαν είλωτας, τρομερή πίστη στον εαυτό του σε βαθμό που να γράφει μυθιστόρημα για τη δολοφονία του Τρότσκι από τρεις διαφορετικές θεάσεις(τρεις διαφορετικούς αφηγητές), πέντε διαφορετικές πόλεις,  πληθώρα προσώπων και πολλά μπρος πίσω στο χρόνο διασχίζοντας διάστημα εξήντα πέντε ετών. Εξαιρετικά δύσκολο να το καταφέρει άλλος συγγραφέας. Η ενδελεχής έρευνα, η ακρίβειά του που θυμίζει ελβετικό ρολόι, το ευλαβικό  χτίσιμο των χαρακτήρων του και η απόλυτη συνάφεια με το πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής που περιγράφει, είναι στοιχεία που κάνουν το έργο του μοναδικό.

Δεν αγωνίζεται να βρει το δολοφόνο και τη λύση του μυστηρίου. Βουτάει βαθιά στο παρελθόν και μας αποδεικνύει πως διαχρονικά  για αυτά δεν φταίει ένας άνθρωπος αλλά η κοινωνία και το κράτος. Εκεί θα επιτεθεί, αυτούς θα ξεμπροστιάσει. Θα μιλήσει για κοινωνική αδικία και ανισότητα, για διαφθορά, μαύρο χρήμα, για την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, για το σοσιαλισμό που από αίτημα και ανάγκη τείνει να γίνει ουτοπία.

Και πάλι δεν θα ηρεμήσει. Θέλει να συνδιαλλαγεί με ιστορικά πρόσωπα και να τα αποκαταστήσει.  Τον Τρότσκι στο «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», τον Χέμινγουέι στο «Αντιός, Χέμινγουέι», τον Ρέμπραντ  στους «Αιρετικούς».

Ο Παδούρα είναι το μεγαλύτερο λογοτεχνικό nerd που υπάρχει. Διαβάζει πολύ, κάνει έρευνα σαν τρελός επιστήμονας, και φαίνεται να γράφει λαχανιασμένος να προλάβει να επικοινωνήσει και την παραμικρή λεπτομέρεια στον αναγνώστη. Είναι σαν να κάνει συγγραφή, επιμέλεια, μετάφραση και σελιδοποίηση από μόνος του σε κάθε του βιβλίο. Δεν του ξεφεύγει τίποτα δεν αφήνει στην τύχη τίποτα. Θα μου πείτε θετικό δεν είναι αυτό; Είναι σίγουρα. Απλά αυτή «η τελειότητα», το ότι πιάνει από την αρχή τον αναγνώστη από το σβέρκο και δεν του αφήνει ικανό χώρο και χρόνο να επεξεργαστεί τον πλούτο των πληροφοριών, το ότι δεν του δίνει πολλή ανεξαρτησία να βγάλει τα δικά του νοήματα και το ότι στην ουσία του μασάει και την τροφή δείχνει ένα διαρκές «ντάντεμα» από την πλευρά του. Προσέξτ, δεν το κάνει επιτηδευμένα και με σκοπό να τον κερδίσει. Αυτό το  έχει πετύχει από την πρώτη σελίδα. Το κάνει από τη δική του συγγραφική διαστροφή να είναι άψογος.

Επίσης, θεωρώ πως ο Παδούρα έχοντας γράψει τον «Άνθρωπο που αγαπούσε τα σκυλιά» και έχοντας λάβει δικαιολογημένα διθυραμβικές κριτικές, έκανε το ίδιο σκαρίφημα και στους Αιρετικούς. Ογκωδέστατο, τρεις διαφορετικές ιστορίες από τον 17ο  έως και τον 21ο αιώνα, που συνδέονται με ένα πίνακα του Ρέμπραντ (στα σκυλιά ήταν ο Τρότσκι).

Με τη διαφορά ότι «οι Αιρετικοί» έχουν πολλές επαναλήψεις και η μία ιστορία (της Ιουδήθ και τις Ίμο στη σύγχρονη Αβάνα), δεν κολλάει με τίποτα, μοιάζει σαν «τσόντα» ανάμεσα στις άλλες δύο αλλά βλέπετε ο Παδούρα δεν μπορούσε να αφήσει την Κούβα απ’ έξω. Ακόμα όμως και έτσι το ότι μπόρεσε να συνδυάσει τόσο αρμονικά τη φιλοσοφία με το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι σίγουρα θετικό.

Αν δεν ήταν τόσο μα τόσο αναλυτικός, αν δεν είχε αυτή τη συγγραφική λόξα με την πολλή ιστορία, πολλή Κούβα και πολλή πολιτική που πολλές φορές σε αποτραβούν από την αστυνομική γλύκα και τη μυθοπλαστική απόλαυση τότε σίγουρα θα είχε το πιο θετικό ισοζύγιο που θα είχα δώσει σε συγγραφέα από αυτή τη στήλη.

Ένας συγγραφέας άψογα διαβασμένος, με εθιστική γραφή, βαθύ κοινωνικό σχολιασμό,  αγωνία,  δεν θα μπορούσε να μην πάρει θετικό ισοζύγιο από εμένα.

Ειδικά δε, όταν στα βιβλία του προσπαθεί να εξυψώσει αξίες όπως η ελευθερία και η ελπίδα και να στηλιτεύσει φαινόμενα όπως η κοινωνική αδικία και η ανισότητα.

Το κυριότερο για αυτόν είναι  «να μπορούν να προσδιορίσουν οι άνθρωποι μόνοι τους την ιστορική τους μοίρα». Γιατί ακόμα:  «Είμαστε πολύ νέοι για να πεθάνουμε και πάρα πολύ γέροι για να αλλάξουμε».

 

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

Κούβα, 1977. Ο Ιβάν παλεύει να βγάλει τα προς το ζην και όποτε βρίσκει ευκαιρία περιπλανιέται στην αγαπημένη του παραλία, έξω από την Αβάνα. Εκεί γνωρίζει έναν παράξενο άνθρωπο που του διηγείται μια ιστορία: την ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ, του δολοφόνου του Τρότσκι, από τότε που, νεαρός κομμουνιστής, αγωνιζόταν στον Ισπανικό Εμφύλιο μέχρι την εποχή που βγαίνει από τις φυλακές του Μεξικού και καταφεύγει στη Μόσχα. Πώς όμως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να γνωρίζει πράγματα που μόνο κάποιος που ήταν παρών στα γεγονότα μπορεί να γνωρίζει; Με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός, ο Λεονάρδο Παδούρα χτίζει μια ιστορία στην οποία συναντιούνται οι ζωές τριών ανθρώπων: του Τρότσκι, από τότε που φεύγει στην εξορία μέχρι τη στιγμή που δολοφονείται στο Κογιοακάν του Μεξικού, του Ραμόν Μερκαντέρ, που εκπαιδεύτηκε από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες για να δολοφονήσει τον Τρότσκι, και του νεαρού Κουβανού Ιβάν, που θα γίνει ο θεματοφύλακας αυτής της μυστικής και επικίνδυνης ιστορίας. Πάνω απ’ όλα όμως, το βιβλίο είναι ένα ερωτηματικό γεμάτο θλίψη για τη μεγάλη ουτοπία του 20ού αιώνα -την ουτοπία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας- που όμως διαστρεβλώθηκε και χάθηκε. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ

Το 1939, το πλοίο Σεντ Λούις, με πάνω εννιακόσιους Εβραίους που προσπαθούν να διαφύγουν από τη ναζιστική Γερμανία, ψάχνει ματαίως ένα λιμάνι της αμερικανικής ηπείρου να το δεχθεί. Τελικά, μετά την άρνηση όλων των χωρών στις οποίες απευθύνθηκε, το πλοίο επιστρέφει στην Ευρώπη, οδηγώντας τους περισσότερους από τους διωκόμενους στον θάνατο. Στα μέσα του 17ου αιώνα, ένας νεαρός Εβραίος που ζει στο Άμστερνταμ παίρνει την απόφαση να μαθητεύσει δίπλα στον Ρέμπραντ, αψηφώντας όλους τους κανόνες και τους νόμους της θρησκείας και της κοινότητάς του και ρισκάροντας τη ζωή του για το μεγάλο του πάθος: τη ζωγραφική.
Το 2007, στη σύγχρονη Αβάνα, ο πρώην αστυνομικός Μάριο Κοντέ αρχίζει μια αναζήτηση που θα τον φέρει σε επαφή με τις αστικές φυλές των νέων της σημερινής Κούβας, έναν κόσμο εντελώς άγνωστο σε αυτόν, τον οποίο προσπαθεί να καταλάβει.
Τι συνδέει όλες αυτές τις ιστορίες, όλες αυτές τις εποχές, όλους αυτούς τους τόπους; Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με έναν πίνακα (αυθεντικό Ρέμπραντ, μήπως;) που βγαίνει σε δημοπρασία στο σημερινό Λονδίνο; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Η ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ο Μάριο Κάντε, καθώς πλησιάζει όλο και πιο πολύ τα εξήντα του χρόνια, αναζητεί τρόπους να ξεπεράσει την προσωπική κρίση που αντιμετωπίζει αλλά, συγχρόνως, ανησυχεί όλο και περισσότερο για την κατάσταση της χωράς του. Και τότε παρουσιάζεται μια απρόσμενη δουλειά: ένας παλιός συμμαθητής του, ο Μπόμπι, ζητάει τη βοήθειά του και του αναθέτει να ξαναβρεί το άγαλμα μιας μαύρης Παρθένου που του έχουν κλέψει. Ο Κόντε ανακαλύπτει ότι το συγκεκριμένο άγαλμα μπορεί τελικά να είναι ακόμα πιο πολύτιμο απ’ ό,τι του έχουν πει. Με την έρευνά του θα οδηγηθεί στο μακρινό παρελθόν, θα μάθει ακόμα και για τον άνθρωπο που -προσπαθώντας να ξεφύγει απ’ τον ισπανικό εμφύλιο- ταξίδεψε ως λαθρεπιβάτης μέχρι την Κούβα, φέρνοντας μαζί του τη μαύρη Παρθένο από τα καταλανικά Πυρηναία.
Ο Κόντε σιγά σιγά καταδύεται στον υπόκοσμο μιας σκοτεινής Αβάνας που καταρρέει, πέφτει πάνω σε ύποπτους και πτώματα ενώ, την ίδια στιγμή, έρχεται σε επαφή με το απίστευτο κύκλωμα των εμπόρων και των συλλεκτών έργων τέχνης. Στο νέο εκπληκτικό του μυθιστόρημα ο Λεονάρδο Παδούρα αφηγείται μια επική ιστορία που ξεκινάει από τις Σταυροφορίες και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).

 

Και για το τέλος:

 

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ

 

Δεν μπορώ να ζήσω τη ζωή όλων των χαρακτήρων μου, όμως ο συγγραφέας είναι κάπως σαν βρικόλακας, τρέφεται από το ξένο αίμα. Έτσι οι εμπειρίες πολλών ανθρώπων που γνώρισα στη διάρκεια της ζωής μου μού φάνηκαν χρήσιμες.

 

Εμείς οι Κουβανοί, έχουμε μια «ιστορική κόπωση». Ο επίσημος λόγος μάς τονίζει διαρκώς ότι ζούμε κάποια ιστορική στιγμή. Είμαστε πια όλοι τόσο κουρασμένοι από την Ιστορία! Και θέλουμε τόσο πολύ να ζήσουμε εκτός της Ιστορίας, εντός της κανονικότητας.

 

Πιστεύω ότι η ανυπακοή είναι κάτι καλό, κάτι θετικό για οποιαδήποτε καλλιτεχνική έκφραση. Η τέχνη χρειάζεται μια διαρκή πρόοδο, και οι μεγάλοι καλλιτέχνες σε όλες τις ιστορικές στιγμές ήταν μεγάλοι ανυπάκουοι.

 

Αποφάσισα  να µείνω στην Κούβα γιατί ανήκω στην Κούβα και χρειάζοµαι την Κούβα. Ο συγγραφέας έχει βαθιά σχέση µε την πραγµατικότητα στην οποία ανήκει. Για µένα το να φύγω θα ήταν σχεδόν ακρωτηριασµός. Γι’ αυτό παρά τα πολλά υλικά προβλήµατα που έχω να αντιµετωπίσω αποφάσισα να συνεχίσω να ζω εκεί. Η Κούβα δεν µου δίνει πολλά από αυτά που χρειάζοµαι για να ζήσω, αλλά µου παρέχει όλα όσα χρειάζοµαι για να γράψω.


 

 [Πηγή φωτογραφίας: fpa.es]

 


 

[Τόλης Αναγνωστόπουλος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη