«Κούλα Στυλιανού», παρουσιάζει ο Κυριάκος Στυλιανού

Καλό μήνα και από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

 

Για τον μήνα Σεπτέμβριο παρουσιάζουμε την ταλαντούχα συγγραφέα Κούλα Στυλιανού, που διακρίνεται για την πρωτοτυπία και την άνεση  στη γραφή της. Ακολουθούν μία παρουσίαση του θεατρικού συγγραφέα Μιχάλη Παπαδόπουλου για τη συλλογή διηγημάτων «Η ετυμολογία του έρωτα» καθώς και δύο ανέκδοτα διηγήματα της συγγραφέα, που παρουσιάζονται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.


Παρουσίαση Μιχάλη Παπαδόπουλου για τη συλλογή διηγημάτων «Η Ετυμολογία του Έρωτα»

[Κούλα Στυλιανού, Η Ετυμολογία του Έρωτα

Μικρές Ιστορίες ή Νανοδιηγήματα]

 

Αυτό που κάνει αυτές τις ιστορίες να ξεχωρίζουν είναι η νοσταλγία της διηγηματογράφου για την ίδια τη νεότητα που ζει. Σαν να είναι παρατηρητής της νεότητάς της και φυσικά νοσταλγεί αυτό που ζει κι ας μην έχει ακόμα περάσει. Νοσταλγεί μια χαμένη αθωότητα, τις μέρες που δεν χρειαζόταν να είναι κάπως για να υπάρχει. Νοσταλγεί τη δύναμη που έχουν οι νέοι να συνεχίσουν. (Οι νέοι είναι φτιαγμένοι για να συνεχίζουν και για να αντέχουν). Νοσταλγεί ακόμα και αυτήν την αντοχή, τις νεανικές πληγές και φυσικά την ικανότητά τους (μετά από μια μεγάλη γι’ αυτούς απώλεια) να πενθήσουν τόσο έντονα και το ίδιο έντονα να είναι έτοιμοι να το ξαναζήσουν. Παρατηρεί τους νέους, τους αγαπάει όπως την ίδια τη νεότητα. Λέει σε κάποιο απόσπασμα:

Κάποια στιγμή θα τον μάθεις τον τρόπο να βάζεις τον τοίχο. Είσαι δεκαεννιά χρονών και είσαι στη Θεσσαλονίκη. Είδες έξω το χιόνι; Βάλε κραγιόν κατακόκκινο, βάλε το πιο όμορφο φόρεμα, το πιο λευκό σου παλτό. (σελ. 22-23)

Αυτά λέει στη νιότη ενθαρρύνοντάς τη να ανθίσει.

Δεν παρατηρεί, όμως, μονάχα τους νέους. Γίνεται παρατηρητής ακόμη και του ίδιού της του εαυτού. Είναι σαν να βλέπει τον εαυτό της από μια γωνία μιας καφετέριας κι έτσι όπως θα έντυνε το σώμα της, ντύνει και τις ιστορίες της. Αν πάει, θα το συνεχίσω, λέει. Αν δεν πάει, θα το κόψω. Και το κόβει. Το τελειώνει γιατί εκεί πρέπει να τελειώσει. Γιατί τόσο δεν θα λερώσει την εικόνα που θέλει να δώσει, την εικόνα που υπηρετεί. (Ακόμα και να σώσει). Και αγαπάει την εικόνα, γιατί η εικόνα δεν είναι μόνο αυτό που βλέπει, αλλά κι αυτό που αισθάνεται.

Οι εικόνες της είναι φτιαγμένες από πολλά επίπεδα. Πολλές διάφανες φωτογραφίες η μία τοποθετημένη πάνω από την άλλη. Χρησιμοποιεί αυτά τα επίπεδα ακριβώς για να τελειώσει μια ιστορία. Μπορεί και ασυνείδητα. Μια ιστορία που δεν είναι λογικά τελειωμένη και που, όμως, όπως αποδεικνύεται τελικά, σε ένα άλλο επίπεδο, είναι. Τα επίπεδα αυτά είναι και οι δικλείδες ασφαλείας της. Πολλές φορές ένιωσα τη μουσικότητά της. Υπάρχει αυτή η μουσικότητα. Αυτή η κρυμμένη ποίηση στα πεζά της και που κι αυτή έχει μερίδιο στο τέλος, στο φινάλε. Επιμένω στο τέλος γιατί εκεί κρύβεται όλο το ζουμί, το συμπέρασμα, γιατί, ακόμα και αν δεν υπάρχει -φαινομενικά- συμπέρασμα, υπάρχει. Επιπλέον, αυτό που ζει δεν υπάρχει μονάχα σε ένα επίπεδο. Υπάρχει η σκέψη της, η οποία είναι συνυφασμένη με τη λογική της. Υπάρχει μια αόρατη ζυγαριά για το δίκιο και για το άδικο που είναι και τα δύο αποδεκτά και αναμενόμενα. Και υπάρχει και η ιστορία.

Πολλές φορές μου έδωσε την εντύπωση πως τοποθετεί τους άλλους απέναντί της μόνο και μόνο για να συνεχίζει να χτίζει αυτά τα επίπεδα, στα οποία καθρεφτίζεται η ίδια. Βάζει τη δική της διάφανη φωτογραφία πάνω από τη φωτογραφία των ηρώων της και γεννά ένα καινούριο πρόσωπο, ίδια συγγενικό και με τους δύο. Είναι ο τρόπος της να δημιουργεί συγγένειες, ο τρόπος της να γεννά παιδιά με τους ανθρώπους γύρω της, τις φιλενάδες της, τους φίλους, μια άγνωστη που μπεκροπίνει γιατί την άφησε το αγόρι της, τον ομοφυλόφιλο κολλητό της, τον εργένη, τον φίλο των παιδικών χρόνων. Όπως καταλαβαίνετε, είναι αδύνατο να τους παντρευτεί, να αφήσει μια ψεύτικη Ελένη του Σεφέρη στο πλάι τους. Γι’ αυτό και γεννάει μαζί τους ιστορίες. Το παιδί μας, λέει, και τους κρατάει για πάντα μέσα της.

Οι ιστορίες της κατατάσσονται χρονολογικά: Στο σχολείο, στα δεκαεννιά, στα χρόνια της αθωότητας, της ενηλικίωσης, της ωριμότητας, εκεί που, όπως διαπιστώνει (μιλώντας για την πρωτόπλαστη), η Εύα ήθελε μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα. Κι ενώ ο χρόνος περνάει, η ιδιοσυγκρασία της, ο τρόπος που κοιτάζει μένει στο σημειωτόν. Μπορεί, ίσως, και να επιστρέφει ακόμα πιο πίσω. Δεν υπάρχει πιο κατάλληλο για να περιγράψω αυτή την ανάποδη πορεία από τους στίχους του Ρενέ Σαρ:

“Αυτό που με έφερε στον κόσμο είναι αυτό που θα με πάρει μακριά του. Κι έρχεται μόνο σε στιγμές που είμαι πολύ αδύναμος για να με παλέψει. Γριά γεννήθηκα, νεαρή ξένη πεθαίνω σε αυτό το μοναδικό πέρασμα”.

Αυτό ακριβώς το πέρασμά της είναι που καταγράφει η συγγραφέας. Καταλαμβάνει τη θέση του περιηγητή, του οικείου ξένου και αφήνει τον χρόνο να περάσει. Αυτός (ο χρόνος) να περάσει, αφήνοντάς την ίδια σχεδόν ακίνητη, αλώβητη, να παρατηρεί τα εκθέματα.

Η ετυμολογία του έρωτα, λοιπόν, είναι μικρές ιστορίες, νανοδιηγήματα (όπως θέλει να τα χαρακτηρίσει) με θέμα τον έρωτα. Δεκαεφτά (17) μικρές ιστορίες με θέμα τον έρωτα και τις πληγές του. Είμαι σίγουρος πως θα βρείτε ένα κομμάτι από εσάς σε αυτό το βιβλίο, μια ιστορία που να σας ταιριάζει. Ανάλαφρες – φαινομενικά- ιστορίες, πολύ σύγχρονες (πιο σύγχρονες από εμένα) και δεν θα μιλούσα γι’ αυτές τις ιστορίες με έρωτα, αν δεν πετύχαινα κι εγώ ένα κομμάτι από εμένα σε αυτές. Αν δεν αναγνώριζα το “παιδί μας’’ μέσα σε αυτό το βιβλίο. Αν δεν αναγνώριζα έναν Ιούδα στον καθρέφτη μου, αν δεν κατάφερνα να επιστρέψω σε εποχές άλλες, σε ξεχασμένα βλέμματα ερωτικά, αν δεν νοσταλγούσα, αν δεν είχα υπάρξει το αγόρι με την ανθοδέσμη.

“Προς το παρόν κρατούσε σφιχτά την ανθοδέσμη. Σε κάθε της κίνηση κοντά. Μη χάσει τα μάτια της τα μεγάλα από τα μάτια του. Αν χρειαστεί, θα σπούδαζε. Στην τελική, θα άνοιγε και βιβλίο. Σε κάθε της κίνηση κοντά. Υποσχέθηκε να γίνει κάτι μεγάλο. Για τα μάτια της τα μεγάλα, που τον φόβιζαν ώρες ώρες, που όλα ήθελαν να τα δουν και να τα ζήσουν.

Τη νύχτα με τις μεγάλες ομιλίες μπορείτε να τη σβήσετε. Τις γραβάτες να τις χώσετε πάλι στο συρτάρι. Τα διπλώματα να τα κορνιζάρετε στον τοίχο και μετά από χρόνια να γελάτε που κάνατε τέτοιο πράγμα. Θα περάσουν τα χρόνια και η μπλε γραβάτα στο συρτάρι θα θαμπώσει και θα σκονιστεί. Το δίπλωμα στον τοίχο θα κιτρινίσει. Το σώμα θα χάσει την πρώτη νιότη και θα ξεχειλωθεί. Θα αναζητήσει σε ξένα σώματα, πιο φρέσκα, τη δροσιά της πρώτης νιότης. Θα προδώσει το αγαπημένο σώμα με χίλια ξένα σώματα.

 Αφού η ύλη και το σώμα γερνούν και γερνούν μαζί τους και όλες οι μεγάλες ιδέες. Τούτη τη νύχτα με τα πολλά συγχαρητήρια και τις χίλιες βραβεύσεις και τις καλές επιτυχίες, ξεχάστε την και γελάστε μαζί της.

Όμως, το αγόρι με την ανθοδέσμη αφήστε το ήσυχο.” (σελ. 15-16)

 


Ακολουθούν δύο ανέκδοτα διηγήματα της Κούλας Στυλιανού

Ο καλός καναπές του καλού σαλονιού

Κληρονόμησα έναν καναπέ. Από το πατρικό. Ανέγγιχτο από τον χρόνο. Ανέγγιχτο από εμάς. Δεν θυμάμαι να καθήσαμε ποτέ σε αυτόν τον καναπέ κανένας μας. Ήταν για τους ξένους. Σκαλιστός, μεγαλοπρεπής. Εγώ τον καναπέ της κουζίνας αγαπώ γιατί γνωριζόμαστε καλά. Ξέρω τις γραμμές του, τα βάθη του, τα κοιλώματά του, τα γδαρσίματά του. Έχει μικρά σημεία που είναι και καμένος λόγω που τον είχαμε δίπλα στο τζάκι. Υπήρχε επαφή. Και τριβή. Άρα, δύσκολο να μην έχει πληγές.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τον πρόσεχε τόσο πολύ η μάμμα μου τον καναπέ του σαλονιού. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί τον είχαμε μέσα στο σπίτι, αν δεν ήταν να καθόμαστε επάνω. Τι θέλαμε να δείξουμε στους ξένους που τον είχαμε; Πως είμαστε πλούσιοι; Πως είχαμε γούστο; Πως προσέχουμε αυτά που έχουμε; Τι τον θέλαμε έναν ανέγγιχτο καναπέ μέσα σε σπίτι με πρόσωπα που μιλούσαν πολύ, που φιλοσοφούσαν πολύ, που φώναζαν πολύ, που τσακώνονταν πολύ, που αγαπιόντουσαν πολύ;

Σκέφτηκα να του αλλάξω ταπετσαρία. Να μεταμόρφωσω τα παλιά αντικείμενα που είναι και της μοδός της σημερινής η τάση. Μα δεν είχε κάτι να διορθωθεί. Ανέγγιχτος, ανέπαφος, προστατευμένος. Ξένος. Επειδή ήτανε για τους ξένους. Ένα ξένο στοιχείο μέσα σε τόσο ζεστό σπίτι.

Μοιάζει τούτος ο καναπές με τους ανθρώπους. Τους ατσαλάκωτους, τους ανέγγιχτους, τους ανθρώπους βιτρίνα. Αυτούς που δεν ένιωσαν χάδι από παλάμη ζεστή. Που έμειναν χρόνια παγωμένοι και ξένοι. Που στερήθηκαν την επαφή και την αγάπη. Τους προστάτευσαν για να μην φθαρούν, να μην χαλάσουν το σχήμα. Να μην τραυματιστούν από τις πληγές της επαφής με τους ανθρώπους.

Μου έβαλε όρο. Η μάμμα μου. Να μην αφήνω τα μικρά να κυλιούνται επάνω. Να τον κρατήσω καθαρό, ατσαλάκωτο. Χαμογέλασα. Επειδή έχω άλλα σχέδια για τον καλό καναπέ του καλού σαλονιού μας. Αυτή η γενιά που τον κληρονόμησε θα τον γνωρίσει, θα τον αγγίξει κι ας πονέσει. Θα αφήσει πάνω του σημάδια και ρυτίδες επαφής, τριβής και αγάπης.

Κρίμα να πεθαίνουν άνθρωποι και πράγματα ανέγγιχτα.

 

Γυναίκες σε πάρτι

Σε πάρτι όταν είμαι, μπορεί να χορεύω αλλά χορευοπαρατηρώ. Που πάει να πει πως ακόμα κι όταν σπάζω τη μέση στον ρυθμό της εκάστοτε μουσικής υπόκρουσης, έχω μάτια ολούθε.

Θα πρέπει να σκεφτείς χαμηλό φωτισμό, μουσική δυνατή, αλκοόλ, πάγο, αλκοόλ, μουσική δυνατή, χαμηλό φωτισμό.

Γυναίκες φορεμένες γυμνό πόδι ή γυμνή πλάτη κι άλλες που φορούν καλοσιδερωμένη σεμνότητα. Γυναίκες που γνωρίζουν ότι το δυνατό τους σημείο είναι η εμφάνιση κι άλλες που ποντάρουν στην καλοδουλεμένη και στερεοχτισμένη προσωπικότητα. Κι έχει ενδιαφέρον να τις βλέπεις να κινούνται στον χώρο αδέξια, κάπως αμήχανα, έξω από τα νερά ή άλλες με άνεση κι αέρα ντίβας και μοντέλου πασαρέλας.

Γυναίκες φορεμένες ρουτίνα, ψευδοδιασκέδαση κι άλλες που φορούν κρυφά μυστικά. Θα μπορούσα να ράψω ένα φόρεμα μακρύ με ουρά και δαντέλα από χίλια μυστικά γυναικών.

Γυναίκες φορεμένες ανταγωνισμό κι ανασφάλεια κι άλλες που φορούν μόνο ένα φωτεινό χαμόγελο από το νύχι του ποδιού μέχρι το μέτωπο. Γυναίκες που χορεύουν και φορούν απόγνωση και φωναχτή ικεσία σημασίας κι άλλες που φορούν την ανάγκη να ακούσουν το σώμα τους να μιλά με τον ρυθμό και την έκφραση και την εκτόνωση των άνω και κάτω άκρων.

Ήθελα τόσο να σου πω για τη γυναίκα που γνώρισα στο πάρτι. Είμαι σχεδόν εβδομήντα, με πληροφόρησε στο πρώτο χαίρω πολύ. Μη βλέπεις τις ρυτίδες, μού έλεγε σε κάθε δεύτερη πρόταση. Στα νιάτα μου περπατούσα και αναστέναζαν οι δρόμοι. Το χάρηκα το μίνι φόρεμα, το χόρτασα, με χόρτασαν, μη βλέπεις τώρα τις ρυτίδες. Γνώρισα σώματα, αγάπησα σώματα, θαύμασα σώματα. Άντρες με λάτρεψαν, με αρωμάτισαν, με χρυσοπλήρωσαν, με θέωσαν, μη βλέπεις τώρα τις ρυτίδες. Κι άλλοι με τσάκισαν, με πέταξαν, με σκουπίδιασαν, με έστιψαν, σαν λεμονόκουπα με έστιψαν και με πέταξαν. Ίσως γι’ αυτό βλέπεις τώρα τις ρυτίδες.

Εγώ δεν έβλεπα ρυτίδες. Ήθελα τόσο πολύ να της πω ότι δεν έβλεπα ρυτίδες.

Πολλές γυναίκες μαζεμένες σε αυτό το πάρτι, παρατήρησε με παράπονο. Βαριέμαι τα πάρτι με πολλές γυναίκες. Ειδικά αυτές που δεν έχουν μυστικά. Ποιος ανιαρός συγγραφέας θα γράψει μια ανιαρή ιστορία για μια γυναίκα χωρίς κρυφά μυστικά;

 


Η Κούλα Στυλιανού γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό. Πιο συγκεκριμένα, διαμένει σ’ έναν δικό της κόσμο, στον οποίο η έννοια του χρόνου και του χώρου είναι ρευστή. (Γι’ αυτό και είναι ασυνεπής στα ραντεβού). Λατρεύει την ποίηση και το θέατρο. Θεωρεί πως γεννήθηκε σε λάθος εποχή. Εξαιρετικά αφηρημένη. Της αρέσουν τα ρούχα και οι βόλτες στα μαγαζιά. Και τα μίνι φορέματα. Τρελαίνεται να διαβάζει για την πολιτική. Γιατί πιστεύει πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Όπως κάθε ιδεολόγος, ονειροπαρμένος πολίτης που σέβεται τον εαυτό του. Θεωρεί πως η σοκολάτα είναι δώρο όποιου θεού και ο Χριστός το πιο γλυκό ανθρώπινο σύμβολο. Είναι φιλόλογος με εμπειρία σε σχολεία της Κύπρου. Τον ελεύθερο της χρόνο πίνει καφέ και συζητάει ατελείωτες ώρες με τις φίλες και τους φίλους της. Θέλει μόνο τρία πράγματα: να γράφει, να διδάσκει, να ταξιδεύει. Το πρώτο της συγγραφικό έργο έχει τον τίτλο “Η ετυμολογία του Έρωτα”, εκδόσεις Κύτταρο, 2020.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη