“Κλαίουσα”, ένα διήγημα της Ρωξάνης Νικολάου

Ήταν σούρουπο κι έβρεχε. Έβρεχε μέχρι τις σκέψεις μου. Απελπισμένες διέτρεχαν το πρόσωπό μου υπό μορφή δακρύων. Στα παπούτσια μου μια καλοδιάθετη λάσπη γυάλιζε στα φώτα των περαστικών αυτοκινήτων.
Μια συγγενής της κολλημένη στα σωθικά μου διέβρωνε το μέλλον.

Περπατούσα γρήγορα, πολύ γρήγορα. Οι κλαίουσες του πάρκου ήτανε μια χαρά παρέα. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι άφησα το δέντρο να μου ρίχνει ασταμάτητα τα δάκρυά του. Απαρηγόρητο ήταν. “Τεχνικής φύσεως είναι τα δικά σου. Και σ’ ομορφαίνουν κιόλας. Εσένα άλλωστε δε σε νοιάζει πώς φαίνεσαι”, του είπα. “Τα δικά μου όμως βρέχουν μέσα μου, πέφτουν πάνω στη ζωή, στους ανθρώπους, στα σπίτια τους, πάνω στο πρόσωπό μου και μ’ ασκημαίνουν”.

Όταν συνειδητοποίησα πως μιλούσα έτσι ανάρμοστα σ’ ένα δέντρο, έγειρα ένοχα το κεφάλι, ο αέρας κόπασε ή έτσι μου φάνηκε, σταμάτησε η βροχή  -αυτό σίγουρα-  τ’ αναφιλητό του δέντρου αραίωσε. Σηκώθηκα και ρίχνοντας λοξές ματιές στον εαυτό μου απομακρύνθηκα.

Ωραία ήταν και ζεστά. Κοίταζα τα σύννεφα γύρω από τα κεφάλια των θαμώνων της καφετέριας  που φιλοξενούσε εδώ και λίγη ώρα την περιπλάνησή μου. Ωραίο ήταν και το χαμόγελο του πλαϊνού κυρίου. Θέλησα ν’ ανταποκριθώ μα κάτι,  ακαθόριστης ακόμα εντύπωσης, σα μούδιασμα, σα να είχα μεθύσει -ενώ δεν έπινα παρά τσαγάκι για τις άρρωστες ώρες μου- μ’ εμπόδισε.

…Ώσπου απλώθηκες φαρδύς πλατύς μπροστά του! Όπως κάθε φορά! Κι ύστερα ο ξένος χαμογελούσε με το στόμα σου, κοίταζε με το βλέμμα σου, περπατούσε με το βήμα σου… Θεέ μου τι εφιάλτης! Μπελά που θα τον έβρισκα! Κρίμα και για τον πλαϊνό κύριο να πάρει ρόλο κασκαντέρ…  Διότι επικίνδυνη θα ήμουνα από τώρα και στο εξής σε όποιον δρασκελούσε το περίγραμμα της σκιάς μου.

*

Τώρα που γράφω τούτα τα ευκαταφρόνητα λόγια, μια γυναίκα σ’ έναν ορμίσκο περιμένει να ‘ρθεις, να ‘ρθεις, να ‘ρθεις.

Έρχεσαι. Σταλμένος από τις μοίρες που έπλεκαν σκιές στην κούνια μου και γνωμικό σχημάτιζαν: «Η αγάπη γι’ άλλα να έχει γεννηθεί και άλλα να της συμβαίνουν».

Στέκεις για λίγο πάνω στο ψηλό βράχο, σκοτεινός. Με βάδισμα ρεμπέτη προχωράς προς τα ανεμοδαρμένα μαλλιά, που πήρανε τη θέση των δικών μου.

Δεν ξέφυγε τίποτε από τον ουρανό… Εντείνει την απεραντοσύνη του όταν εγώ, ένα ξερό φύλλο, κόκκος άμμου, του υψώνω με αξιοθρήνητη ικεσία το βλέμμα ενώ αυτοί γελούν, γελούν, γελούν.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη