«Κι όλο πηδούσε πιο ψηλά…», ένα διήγημα του Δημήτρη Βαρβαρήγου

Ο τρελός, ξάπλωσε επάνω στην άμμο, ένιωθε χαρούμενος γιατί κανείς δεν ήταν εκεί να τον περιγελάει. Μετρούσε το θρόισμα των κυμάτων και κοίταζε τον γαλάζιο ουρανό. Θυμήθηκε εκείνη, τη νέα κοπέλα, όταν κι εκείνος ήταν νέος, περνούσε έξω από το παραθύρι της κι άκουγε το θρόισμα του φορέματός της, την άκουγε να τραγουδάει. Κρυφά σήκωνε τα μάτια του κι έβλεπε την όμορφη καμπύλη του στήθους της. Τα μάτια της που λάμπανε όπως τ’ αστέρια. Το χαμόγελό της που έμοιαζε με φλόγα. Τα κόκκινα μαλλιά της που κυμάτιζαν όμοια με θάλασσα.
Ένιωθε να του κόβεται η ανάσα, τόση ομορφιά ούτε ο ωκεανός δεν έκρυβε στα βάθη του. Γεμάτος όνειρα και φαντασία, άρχιζε να σιγοσφυρίζει και να χορεύει.
Το κορίτσι τον έβλεπε και γελούσε με τρυφερή αναίδεια κι έγνεφε στη γάτα της να πηδήξει στην αγκαλιά της, να τον δουν μαζί και να γελούνε και να τον περιγελούνε.
Κι ο τρελός, όλο και πηδούσε πιο ψηλά, όλο και πηδούσε πιο ψηλά, χαρούμενος και φώναζε: «Τι όμορφος που είναι ο ουρανός»… Κι ένιωθε να ευπρεπίζονται οι σκιές του… Καμιά ακαταστασία της ψυχής του δεν έβγαινε στο φως όταν γελούσε.
«Είσαι αυτό που ονειρεύομαι», της φώναζε κι εκείνη γελούσε κι αυτός όλο και πηδούσε πιο ψηλά, όλο και πηδούσε πιο ψηλά.
Ήταν τόσο όμορφη, ταίριαζε στη σάρκα της το καλοκαίρι, μαύρο σαν σοκολάτα.
Η κολακεία, εκείνος ο μικρός διάβολος που είχε μέσα της ξυπνούσε, σήκωνε το φόρεμά της σαν αστραπή, τα δυο της πόδια φάνταζαν στα μάτια του και τα ‘κλεινε αμέσως.
Τον τύφλωνε η τόση ομορφιά της…
«Είσαι έργο του κακού», της φώναζε κι όλο πηδούσε πιο ψηλά, όλο πηδούσε πιο ψηλά.
«Ναι», του φώναζε εκείνη, «είμαι γυναίκα κι έχω μέσα μου ένα διάβολο… Γι’ αυτό σου αρέσω τρελέ, γιατί είμαι γυναίκα» κι άφηνε ξάφνου ασάλευτο το σώμα της και σταματούσε το τραγούδι και δεν ακουγόταν άλλο το θρόισμα από το φόρεμά της. Τότε ξαφνιασμένος σταματούσε κι ο τρελός να πηδάει ψηλά…
«Κι εγώ έχω ένα θεό» της φώναζε «τη μοναξιά μου… Εκεί θα πάω να ξαπλώσω στην άμμο και να σκέφτομαι την ομορφιά σου διάβολε. Να ονειρευτώ πως ο θεός μου σε έπλασε γυναίκα μου», και χλόμιαζαν τα μάγουλα του σαν άκουγε την άγρια φωνή της.
«Χάσου τρελέ, από μπροστά μου, δεν θέλω να παίξω άλλο μαζί σου».

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη