«Καψούρα, μελωδίες μα και άλλα συναφή της ζωής μας λαϊκά τεριρέμ μα και στροφές…», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Κι εκεί που οι ζωές και οι στιγμές μας, που από  τις μεγάλες ή τις μικρές σε διάρκεια διαδρομές από τις  επαφές  και της αλληλοσύμπραξης τα παραλειπόμενα αφήσαν πληγές, χαρακιές στο εντός μας τοπίο, μα όταν καταφέρνουν και  ξεγλιστρούν τόσο γρήγορα, βιαστικά και πολλές φορές χωρίς να το καταλάβουμε στο τι ακριβώς έγινε, πώς τα γεγονότα έγιναν με και για αυτό τον ή με τον άλλο λόγο αλλά και στο πώς εξελιχτήκανε έτσι του χρόνου οι στροφές, οι σταγόνες και οι όποιες λεπτομέρειες τους σκάνε σαν βεγγαλικά, εμφανίζονται και από κάποια πορτοπαράθυρα μιας μνήμης ή αδυναμίας και νταλκά μας σαν ψίθυρος. Μα  και  με τις εξομολογήσεις που  ακόμη καίνε τα συν και πλην τους όταν έρχονται και οι μελωδίες και οι στίχοι κάποιων τραγουδιών που ναι μεν κυριολεκτικά ακινητοποιούν το σύμπαν μας και τα ψυχοσωματικά μας κομμάτια σχεδόν ταυτόχρονα καταφέρνουν και να τα ταξιδεύουν. Είναι η άλλη αποδόμηση και ενσυναίσθηση που μετράει το χρόνο τους και από την καλή και από την ανάποδη ή λάθος πλευρά των γεγονότων ή των γνώριμων περπατημάτων, αγκαλιών και νταλκοκαταστάσεων.

Στο χρόνο, λοιπόν, όταν τα ταξιδεύουν και εμείς οι παρόντες με τους απουσιάζοντες μα και αντιστρόφως μπαίνουμε στην δίνη τους βγαίνουν   και το «αχ» βγαίνει και ο νταλκάς του «βαχ», λεπτομέρειες πάθους. Χιλιόμετρα δε του μυαλού διανύουν τα ανθρώπινα έργα, τα χείλη, τις ματιές, τις στιγμές  από τις μελωδίες, που ξεπηδούν τόσο αυθόρμητα, που χάνεις κάπως τις συντεταγμένες. Είναι η καψούρα και το κύμα της το παλιρροιακό, που φέρνει τα φερτά, φθαρτά και άφθαρτα υλικά δυο σωμάτων και ψυχών.

Και από  το βορρά ως τον νότο μα και  για τον ίδιο άνθρωπο που μιλάμε – μιλάνε – μα και για τον ίδιο που ξενυχτάμε, έρχεται και η φωνή του Β. Καρρά η αναγνωρίσιμη και η  στιβαρή, η λαϊκή, να σε βάλει στο ύψος, στο βάθος των περιστάσεών τους και σε μιας άλλης αμεσότητας τροχιά.

Τα νιώθεις και τα χορεύεις αυτά τα κομματάκια τα πολύτιμα, του καημού και του νταλκά.  Ακαριαία και φωναχτά και χωρίς περίπλοκες δεύτερες σκέψεις, όταν σε συναντούν και οι πενιές και οι νότες τους αλλάζει το κοχλάζον ή το σιωπηλό παραλήρημα του εντός σου γίγνεσθαι.

«Δεν πάω πουθενά, πουθενά, εδώ θα μείνω» σου λένε τα λόγια της ψυχής τους – σου. Στην ηχώ του πουθενά σου το πάντα τους, που δεν έχει τόπο, φτιάχνει ένα άλλο διαφορετικό σκηνικό.  Πιθανόν πολύ μοναχικό μα και μοναδικό. Αυτό που γουστάρεις είναι.

«Από το Βορρά μέχρι τον Νότο» και η «νύχτα η ξελογιάστρα», η όμορφη ή όπως αλλιώς τονίζεται, βάφεται αλλά και την ταλανίζει η φωνή του, θα ‘ναι παντού και σε αυτές τις εντός μας στροφές, ψυχής  θα κάνει ένα ακόμη παιγνίδι συμπόρευσης.

Ήταν και θα ‘ναι ο Βασίλης Καρράς τραγουδοποιός μεγάλος σε αυτές τις διαδρομές των τεριρέμ και των φυγών ψυχής. Μια κατηγορία, ένα φαινόμενο, ένα Μπεστ Σέλερ άγραφης και γραπτής μνήμης ζωής και βιβλίο και παράγραφος. Είχε μπει και στο βιβλίο Γκίνες για μια συναυλία του στη Βουλγαρία, που γέμισε ο χώρος της αρένας για πρώτη φορά με χιλιάδες κόσμο και άλλους τόσους απ’ έξω.

Παρεμπιπτόντως, σε αρκετά εορταστικά προγράμματα της Ελ-τιβούλας, έδινε και το παρών, ξεσηκώνοντας και τους προσκεκλημένους μα και τους τηλεθεατές. Με το ιδιαίτερο μέταλλο ηχόχρωμα της φωνής του και στα δικά του αλλά και σε άλλων συνθετών τραγούδια τα πήγαινε – και μας πήγαινε εκεί που αυτός τα ένιωθε. Σαφής και αληθινός.

Κάπως με αυτό τον τρόπο πάνε αυτά τα ταξίδια. Τα γουστάρεις ή δεν τα γουστάρεις. Ξέρεις τι πάει να πει και το πάτωμά τους, νιώθεις και  «πες του να φύγει» και «το καλό που σου θέλω». Έτσι συμπληρωματικά, επιλεκτικά διαλέγω λόγια από τα τραγούδια του.

Γιατί ο νταλκάς, ο καημός και η καψούρα έχουν και από αυτές τις πινελιές χρώματα για να φτιάξουν την όλη εικόνα του τραγουδιού. Μια, δε, ζωντανή εικόνα σε ένα τώρα που συνεχώς γεμίζει, δομείται από τις πληγές και τα γιατί μας μα και από τα άλλοθι αλλά και πάρτα όλα, ό,τι θυμίζει το χτες και ισορροπείται, μα και σε ανεβάζουν στην κλίμακα των συγκινήσεων, στα τραπέζια, στου νταλκά το σύμπαν και στην όλη τους μέθεξη.

Και στην κοψιά, στην απουσία, η καψούρα και όποια γλυκιά αλητεία της, ανοίγει τα άλλα πανιά της. Ιδρώτες, κύματα, νυχτοήμερα στιγμών, χρόνος χαμένος, χρόνος όμορφος. Μα και η αγάπη που μόνο διεκδικείται και δεν παρέχεται, όπως κάποια στροφή του το λέει, πιθανόν αυτόνομα μα και ακαριαία μα κυρίως και πιο συγκεκριμένα ως πάλη και ως συναίσθημα αποδοχής ότι κάπου αλλού είναι από δω και πέρα  το ταξίδι των δύο  προσώπων της ιστορίας και του μύθου των στροφών τους είναι ένα αφήγημα από μόνο του;

Είναι βίωμα, εμπειρία μα και  γραφτό σημάδι στο σώμα μα και μονόλογος στο «λέγε ό,τι θες, λέγε», μια απάντηση κάπως σε μια μεγάλη αγάπη. Μπαίνεις δηλαδή στο παιγνίδι ταξίδι των λυγμών, της ζεϊμπεκιάς, πολύ άνετα και συγκεκριμένα.

Στο αιώνιο νταραβέρι των δυο ψυχών, στο θηλυκό με το αρσενικό των δυο σωμάτων που ναι μεν ήταν ένα και το αυτό κάποια περίοδο, κάποια εποχή, μα έλα που αργότερα γίνανε στην πορείας της ζωής τους από  μονάδες και μνήμες μια, σε ξεκολλημένα αυτοκόλλητα σε αλλά και γυροφέρνουν αυτά τα λαϊκά μονοπάτια των στίχων.

Αποτελεί ένα μόνιμο ή ένα από μόνιμα θέματα και θεματική του λαϊκού μας τραγουδιού εδώ και δεκαετίες και έχει υμνηθεί, τραγουδηθεί πολλάκις φορές ο έρωτας, το πάθος, η αγάπη, το χώρια…

Στη γραμμή, στο πεδίο, στο κάδρο του χώρια τους, ειδικά η κλίμακα  των συγκινήσεων τους ορίζει, καθορίζει το πάθος μα και το όποιο παντού μας.

Και σε  ένα «άστην να λέει» κι εσύ δακρύζεις και αφού «δεν έμαθε ποτέ της να αγαπά και είναι μόνη», μα και που «δεν έμαθε ποτέ της να πονά και σε πληγώνει, θα ‘ρχεται σαν υπενθύμιση και ανάμνηση από λόγια γνώριμα του Εγώ με  το Εσύ, του Εμείς, του μαζί και του χώρια, να σε βάλουν στο παιγνίδι και στην πίστα των συγκινήσεων μα και στα γνωστά πατώματα μνήμης  και παραπόνων που επιφέρουν αυτές οι καταστάσεις. Και όχι μόνο. Στο πώς τις διαχειρίζεσαι τις αποσυμπιέζεις, με τον δικό σου βέβαια τρόπο μεν αλλά και στην στιχοπλοκία και στον ρυθμό της μελωδίας, που σαν αεράκι και μυρωδιά έρχονται  σε πολύ κοντινό πλάνο καρδιάς, τότε κάπως και η καψούρα και τα άλλα λαϊκά της ντέρτια και συνάφια της κάνουν και την δουλειά τους και σαν  μια καλή παρέα της στιγμής  ζουν την αλήθεια τους – σου.

Δεν νομίζω κάποιος-α -όπου γης, νέος, ηλικιωμένος- να μην έχει συγοψιθυρίσει ή νταλκαδιαστεί με και από τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά.

Θα μείνουν λοιπόν τα τραγούδια του, θα μείνουν οι μυρουδιές από την επωδό τους μα και οι σωροί από τα γαρίφαλα στις πίστες που τα τραγούδησε και γινόταν ένα με το κοινό, που τα λάτρευε και τον αποθέωνε. Μα και θα μείνουν και δεν θα πάνε πουθενά και  οι «νύχτες οι ξελογιάστρες τους», αφού έγιναν εν δυνάμει, κομμάτια, στιγμές, ματιές, ταξίδια από και για τις νύχτες και τις μέρες μας. Όλα, δηλαδή, μεταξύ και χώρια τους και σε μια συνάφεια μα και σε μια αμεσότητα.

 


 

[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη