“Καφές παρηγοριάς…”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

  Οι δυο ηλικιωμένες, περιποιημένες κυρίες, μόλις βγήκαν από την τράπεζα, πήραν τον δρόμο για το γνωστό καφενεδάκι, απέναντι, στον πεζόδρομο για να πιούνε το καφεδάκι τους. Μια φορά τον μήνα συναντιούνται εκεί, για να πούνε τα νέα τους και να μοιραστούνε τα βάσανά τους. Παρήγγειλαν δυο ελληνικούς μέτριους στην κοπέλα, που πήγε να τις εξυπηρετήσει κι άνοιξαν αμέσως τις τσάντες τους για να ελέγξουν τα ενημερωτικά αποκόμματα της σύνταξής τους.

–Σκέτους έπρεπε να τους πάρουμε… της παρηγοριάς, μετά απ’ τα καινούργια μαντάτα, μονολόγησε σχεδόν, η ασπρομάλλα κυρία.

–Ιιιιιιιι! Για δες εδώ, τι λέει στο τέλος… Πενήντα; Ξέχασα και τα γυαλιά μου η άχρηστη… ξεφώνισε στη συνέχεια, όπως κοίταζε σχολαστικά το χαρτάκι, που έγραφε το ποσό της σύνταξης.

   Η φίλη της, η ξανθιά κυρία με τα γυαλιά, ρίχνει μια ματιά στο χαρτί, από μακριά –λόγω πρεσβυωπίας– και της επιβεβαιώνει το ποσό στα γρήγορα.

–Ναι, πενήντα. Πόσα σου κόψανε δηλαδή; Τη ρωτάει με περιέργεια.

–Κακόχρονο να ‘χουνε οι συφοριασμένοι! Είναι η τρίτη συνεχόμενη φορά, που μου κόβουνε τριάντα ευρώ! Πού θα πάει αυτό το βιολί επιτέλους; Απ’ τους μισθούς μας θα εξασφαλίσουν όλα τα χρωστούμενα; Έρχεται Πάσχα και δε θα ‘χω να δώσω ένα χαρτζιλίκι στα εγγονάκια μου, που περιμένουν… συνέχισε με απογοήτευση. Οι ανισόρροποι! Εσένα, σου κόψανε, είδες;

–Μου κόψανε, τι μου κάνανε… Θα με ξεχνούσανε εμένα; Της απαντάει η ξανθιά, κουνώντας το κεφάλι της, από την αγανάκτηση κι αυτή.

–Ας αλλάξουμε κουβέντα, σε παρακαλώ, γιατί με τούτα και με κείνα, θα μας έρθει κόλπος καμιά ώρα… της πρότεινε στο τέλος, μαζεύοντας τα χαρτιά της προσεκτικά στη τσάντα.

   Η ασπρομάλλα κυρία Μαργαρίτα, τη μιμήθηκε. Μάζεψε κι εκείνη τα δικά της και σηκώσανε κι οι δυο τα ποτήρια με το νερό τους, να πιούνε μια στάλα, να δροσιστούν.

–Άντε, στην υγειά μας φιλενάδα, ας έχουμε τουλάχιστον την υγειά μας για να μπορούμε να στεκόμαστε στα πόδια μας, αφού τίποτα άλλο δε μας έμεινε… έκανε η ασπρομάλλα, συννεφιασμένη ακόμα, από την πετσοκομμένη σύνταξη.

–Στην υγειά μας! Ευχήθηκε κι η ξανθιά κυρία με το νερό της. Ούτε τον καφέ μας δεν μπορούμε να απολαύσουμε, με τα νέα που παίρνουμε κάθε φορά… συμπλήρωσε ξεφυσώντας  για ν’ ανασάνει καλύτερα.

–Δε μου λες, τώρα που το θυμήθηκα… Πού ξεπόρτισες χθες το απόγευμα; Γιατί δε σήκωνες το τηλέφωνο; Τρεις φορές σε πήρα… πετάχτηκε η άλλη και τη ρώτησε.

–Μπα! Εσύ ήσουνα; Ποτέ δε το σηκώνω με απόκρυψη, στο έχω πει. Πού ήθελες να το ξέρω πώς ήσουνα εσύ; Να μυρίσω τα νύχια μου; Γιατί το άλλαξες; Τη ρωτάει η κυρία Αντιγόνη, ρουφώντας προσεκτικά μια γουλιά απ’ τον καφέ της.

— Άκου ερώτηση! Γιατί; Για να μη με βρίσκουνε, για να βρω επιτέλους την ησυχία μου! Άλλαξα και νούμερο και το ‘κανα απόρρητο. Να το κάνεις κι εσύ, δεν είναι δύσκολο. Με ένα τηλέφωνο στον ΟΤΕ κι η δουλειά σου έγινε αμέσως… της σύστησε η ασπρομάλλα.

–Και βέβαια θα το κάνω! Άκου λέει… Μας έχουν τρελάνει πια. Δεν αντέχω! Στις δέκα φορές που χτυπάει το αναθεματισμένο, άντε η μια να είναι από μια φίλη, όπως ήσουνα εσύ χθες… καλή ώρα. Μια ο ΟΤΕ, την άλλη η cosmote… η τρίτη για την τηλεόραση, για το ρεύμα… Αμάν πια! Αλλά… κι εσύ, γιατί δεν μ’ έπαιρνες στο κινητό χρυσή μου; Εκεί θα έβλεπα το νούμερό σου και θα το σήκωνα σίγουρα.

–Δεν είχα κάρτα, ούτε λεφτά να βάλω. Σήμερα, να μου θυμηθείς, φεύγοντας να πάρουμε μια στο περίπτερο, να με βοηθήσεις να τη βάλω κιόλας. Εγώ, δεν τα καταφέρνω σ’ αυτά…

–Έλα μωρέ Μαργαρίτα… Ακόμα να μάθεις; Τόσες φορές σου έχω δείξει! Το μυαλό σου όλο στα σίριαλ το έχεις μου φαίνεται…

–Ναι καλά… Αν δεν είχαμε και την τηλεόραση, να ξεφεύγει το μυαλό μας καμιά στάλα, θα λωλαινόμασταν στο τέλος, έτσι που μας κατάντησαν! Δε μου λες; Τ’ άκουσες τα νέα; Χώρισε ο Λιάγκας με τη Φαίη. Πολύ στενοχωρήθηκα βρε παιδί μου… τη ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα με φανερή όρεξη για κουτσομπολιό.

–Άσε με από κει καημένη… Κι είχα μια φαγούρα! Να ‘ταν αυτά τα προβλήματά μας… Ας είχαν μυαλό, να μη χώριζαν. Το μάθανε τώρα, όλα τα ζευγάρια, κάνουν καλά καλά τα παιδάκια τους κι ύστερα χωρίζουν! Τι τους φταίνε τα παιδιά; Είναι κατάσταση αυτή η σημερινή; Θυμάσαι εσύ στον καιρό μας, να χώριζαν τόσο εύκολα; Έκανε με αγανάκτηση η ξανθιά κυρία.

— Όσο γι’ αυτό… δίκιο έχεις Αντιγόνη μου. Μήπως κι η Ελένη το ίδιο δεν έκανε; Μια χαρά οικογένεια δεν είχε; Με τρία παιδιά κιόλας!

–Ποια Ελένη; Της Κατερίνας;

–Η Μενεγάκη παιδί μου, ποιάς Κατερίνας… Δε θυμάσαι;

–Είπα κι εγώ, με τρόμαξες… το ξέρεις; Νόμιζα, πως μιλούσες για την κόρη της φίλης μας, της Κατερίνας… Λοιπόν, άλλαξε κουβέντα και πες μου κανένα νέο από τις γνωστές μας κι άσε τους… διάσημους να βγάζουν τα μάτια τους. Δεν μ’ ενδιαφέρουν… της τόνισε ενοχλημένη η κυρία Αντιγόνη.

–Αααα, τώρα που είπες διάσημους… Το βλέπεις το παιχνίδι που άρχισε στο Σκάι, με τους διάσημους και τους κοινούς θνητούς; Τη ρώτησε με έξαψη η φίλη της, προσπερνώντας το σχόλιό της.

–Τους ΠΟΙΟΥΣ; Έκανε ξανά, με φανερή απορία η φίλη της, δηλώνοντας έτσι την άγνοιά της.

–Το survivor παιδί μου, έτσι το λένε… Μα πού ζεις; Όλη η Ελλάδα παρακολουθεί αυτό το παιχνίδι. Ογδόντα τοις εκατό τηλεθέαση έχει, σου λέει…

–Πλάκα μου κάνεις… Και γιατί τους μισούς τους λένε κοινούς θνητούς; Οι διάσημοι δηλαδή, τι είναι, ημίθεοι; Κάνει αγανακτισμένη μ’ όσα ακούει η ξανθιά κυρία Αντιγόνη.

–Μαχητές, τους λένε στο παιχνίδι… Στη διαφήμιση, τους λέγανε έτσι, για να ξεχωρίζουνε μάλλον… έσπευσε να της εξηγήσει η ενημερωμένη φιλενάδα της.

— Δε μου λες, ακούς τι λες; Δεν προσβάλει χρυσή μου τη νοημοσύνη σου αυτή η φράση; Άκου κοινοί θνητοί! Ευτυχώς, δεν το έχασα ακόμα το μυαλό μου, να κάθομαι να βλέπω τέτοιες αηδίες! Είπε με έμφαση η ξανθιά κυρία και ξινισμένο ύφος για να τονίσει την απέχθειά της σε τέτοιου είδους παραγωγές.

–Καλά σώπα… Μη μας το παίζεις και τόσο μορφωμένη εσύ! Τα Δίδυμα Φεγγάρια, απ’ ότι ξέρω, δεν τα χάνεις κάθε απόγευμα με τίποτα… της πέταξε επίτηδες για να την πικάρει κι η άλλη.

–Άλλο αυτό. Εκείνη την ώρα δεν έχει κάτι άλλο, αναγκαστικά το βλέπω. Ξέρεις καλά, ότι παρακολουθώ μονάχα ντοκιμαντέρ και ταξιδιωτικές εκπομπές…

–Εεεε ναι, βέβαια, αφού οι γονείς σου ήτανε καθηγητές Πανεπιστημίου! Μας τα έχεις πει αυτά, τα ξέρουμε… τη διέκοψε η κυρία Μαργαρίτα, ενοχλημένη κι αυτή με τη στάση της.

–Εγώ, όμως, κυρία μου βλέπω ότι μ’ ευχαριστεί… συνέχισε απτόητη και λίγο θιγμένη από τα λόγια της φιλενάδας της. Σαν τι κακό να μου κάνει δηλαδή, δεν κατάλαβα; Διασκεδάζω! Τα παιχνίδια σε κρατάνε σε αγωνία, σε ψυχαγωγούν. Ακόμα και τα σήριαλ μέσα απ’ τη ζωή είναι βγαλμένα, κάτι έχουν να σου προσφέρουν… Δεν ντρέπομαι για τις επιλογές μου, συμπληρώνει στο τέλος, για να ξεκαθαρίσει τη θέση της.

–Κάνε ό,τι νομίζεις χρυσή μου, εμένα μη με ανακατεύεις με τέτοια…  εσύ ξεκίνησες αυτή τη συζήτηση. Ας αλλάξουμε επιτέλους θέμα, της πρότεινε η κυρία Αντιγόνη, αρκετά εκνευρισμένη κι αυτή με την τροπή της συζήτησης.

–Λοιπόν… θα σε πάρω τηλέφωνο, την Παρασκευή το πρωί, να συνεννοηθούμε για την εκκλησία. Θα πάμε στους Χαιρετισμούς, έτσι δεν είναι; Σκέφτηκα, κιόλας, μόλις σχολάσει να φάμε κανέναν λουκουμά απέναντι. Έχουμε καιρό να το κάνουμε, μας έφαγε η κλεισούρα το χειμώνα… συνέχισε η ξανθιά κυρία, αλλάζοντας εσκεμμένα θέμα.

–Εννιά η ώρα το βράδυ; Μμμμ… Θα δούμε, δε σου τάζω… έκανε σκεφτική η άλλη.

–Ναι… γιατί, θα μας κλέψουνε; Μεγάλες γυναίκες είμαστε. Μη μου πεις πως θέλεις να γυρίσεις για το παιχνίδι με τους κοινούς θνητούς και τους διάσημους! Τη ρώτησε αγανακτισμένη, μόλις της πέρασε αυτή η σκέψη απ’ το μυαλό.

–Τι λες μωρέ… Παρασκευή δεν το έχει ούτως ή άλλως. Από Κυριακή μέχρι και Πέμπτη το δείχνει. Την Παρασκευή, βλέπω Μπρούσκο. Μ’ αρέσει, επειδή, δείχνει την Κρήτη που τη λατρεύω και την Κύπρο βέβαια… συνέχισε να την κατατοπίζει στα τηλεοπτικά δρώμενα η  φίλη της, ξαναγυρίζοντας στο αγαπημένο της θέμα.

–Καλά, δεν το σχολιάζω… Πάρε με εσύ τότε τηλέφωνο, αν θες να πάμε. Αλλιώς… θα κανονίσω με την Ευτέρπη, που έχω και καιρό να τη δω.

–Εντάξει, θα σε πάρω στο κινητό, αν είναι, γιατί στο σταθερό δε θα μου το σηκώσεις ξανά… Και δε μου λες ρε φιλενάδα, τώρα που το σκέφτομαι, αν βάλεις κι εσύ απόκρυψη στο δικό σου, πώς θα συνεννοούμαστε στα τηλέφωνα αφού δε θα το σηκώνουμε η μια στην άλλη; Τη ρώτησε προβληματισμένη η κυρία Μαργαρίτα.

–Μμμμ… Ναι, σαν να ‘χεις δίκιο. Πρέπει να σκεφτούμε έναν συνθηματικό τρόπο επικοινωνίας σίγουρα…

–Αααα το βρήκα! Θα κάνουμε η μια αναπάντητη στο κινητό της άλλης κι ύστερα θα καλούμε στο σταθερό. Οπότε θα καταλαβαίνουμε ποιος είναι και θα το σηκώνουμε…

–Καλή ιδέα! Έτσι θα κάνουμε… συμφώνησε αμέσως κι η κυρία Αντιγόνη.

–Μμμμ… και γιατί τότε δε μιλάμε κατευθείαν με το κινητό; Αφού κι οι δυο γουάτς- απ έχουμε, δεν χρεωνόμαστε… Κι αν η μια δεν έχει κάρτα, θα κάνει αναπάντητη στην άλλη για να την πάρει… Ορίστε, όλα λύνονται! Εσύ, μας το παίζεις μορφωμένη, εγώ είμαι η πρακτική, όμως, κυρία μου. Βρίσκω τις λύσεις στο λεπτό… της πέταξε στο τέλος, ικανοποιημένη με τη λύση που έδωσε στο ζήτημα η κυρία Μαργαρίτα, για να βγάλει και λίγο το άχτι της για όλα τα προηγούμενα.

–Μάαααλιστα! ‘’Αν δεν είχα κι εσένανε… τι θα ήμουν στη γη…’’ της τραγούδησε γελώντας η ξανθιά φίλη της, με ένα πλατύ χαμόγελο για να ξαναφιλιώσουνε.

  Η κυρία Μαργαρίτα ανταπέδωσε το χαμόγελο στη φιλενάδα της, δείχνοντας τη τέλεια μασέλα της, –που πρόλαβε ευτυχώς να φτιάξει, τους καλούς καιρούς— όπως συνήθιζε να λέει, και σήκωσε το χέρι της να φωνάξει την κοπέλα για τον λογαριασμό. Θα κερνούσε αυτή σήμερα, έτσι είχαν συμφωνήσει. Μια φορά η μια, μια η άλλη.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη