«Καρδιά μου», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η Πέρσα ήταν ερωτευμένη με το μικρό της αυτοκίνητο που ήταν τόσο εύκολο στην οδήγηση και ακόμη ευκολότερο στο παρκάρισμα. Σχεδόν πάντα έβρισκε χώρο να τρυπώσει σε κάποιο κενό, πράγμα που δεν διανοούνταν να κάνει με το προηγούμενό της, το τεραστίων διαστάσεων. Άσε που ήταν οικονομικό, ευλογία Θεού για το αδύνατο πορτοφόλι της. Χαιρόταν λοιπόν να το οδηγεί και ήταν τόση η αγάπη που του είχε που το βάφτισε κιόλας «ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» έτσι κατακόκκινο που ήταν. Είχε, θα λέγαμε, μια εξάρτηση τέτοια, που αν ήταν δυνατόν να το έβαζε ΜΕΣΑ στο σπίτι της θα το έκανε. Το έπλενε, το περιποιόταν, το πήγαινε συχνά στο… ‘’γιατρό’’ του, τού μιλούσε και έφτασε στο σημείο να παίρνει και απαντήσεις στα ερωτηματικά της     αλλάζοντας την φωνή της σαν εγγαστρίμυθος ένα πράγμα. Μιλάμε για τρέλα. Συμβαίνουν και τέτοιες ακρότητες σε άτομα μιας κάποιας ηλικίας, σαν την Πέρσα ας πούμε.

Δεν το άφηνε ποτέ νηστικό. Την καλύτερη ανόθευτη βενζίνη της αγοράς από τον έμπιστο βενζινοπώλη φίλο της. Το στομάχι του πάντα φουλ και το νεράκι δεν του έλειψε και αυτό ποτέ.

    Δερμάτινα καθίσματα με αληθινό δέρμα και όχι δερματίνη και αηδίες, στα δε πρώτα του γενέθλια, τού έκανε δώρο ένα πανέμορφο στερεοφωνικό συγκρότημα που δεν συγκρίνονταν ακόμη και με αυτό του ρέκτη ροκά εγγονού της. Τουτέστιν ένα κόσμημα στον χώρο του. Το μοναδικό του ελάττωμα ήταν η εξάτμισή του, η οποία άγνωστο πώς, βγήκε να είναι κατά πολύ μεγαλύτερη του συνήθους. Και όταν αυτό, το συνειδητοποίησε και η ίδια και καθώς ο μηχανικός συνέστησε μία μετατροπή στο σύστημα, εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά. Αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν μονάχα θέμα αισθητικής, δεν δέχτηκε να υποστεί το καλό της κανενός είδους χειρουργική επέμβαση! Ακόμη και στραβό τιμόνι να είχε η ‘’καρδιά’’ της, δεν θα την έβαζε σε δοκιμασία διόρθωσης. Ελπίζουμε να πήρατε μίαν ιδέα γιατί είδους αγάπη ομιλούμε. Άνθρωπος +Αυτοκίνητο σημειώσατε ένα.

Και ο καιρός περνούσε όμορφα, με μικρές αποδράσεις στις γύρω εξοχές και παραλίες. Έμπαινε η καλή σου, στην ‘’καρδιά,’’ συνήθως αργά το απομεσήμερο, με το στέρεο στην διαπασών όπως έκανε στο δικό του αμάξι το τσιγκανόπουλο  της γειτονιάς και απολάμβανε την οδήγησή της. Κατέβαινε στο αγαπημένο παραλιακό της ταβερνάκι με την γαλάζια απεραντοσύνη στα πόδια της, όχι βέβαια όπως παλιά, αλλά όσο πιο κοντά στο νερό γινόταν μπορετό και ούτε μοναξιά αισθανόταν, ούτε ανάγκη παρέας πλην της φίλης της Μυρσίνης είχε. Τσαπερδόνιζε με το αγαπημένο της τροχοφόρο και γευόταν δόσεις ευτυχίας. Δεν Θέλει και πολλά ο άνθρωπος ο ολιγαρκής, μη νομίζεις.

Μα ένα απόγευμα από κείνα που σε στοιχειώνουν, κάνει να μπει στο μικρό  της παράδεισο μα η ΕΔΕΜ ΑΠΟΥΣΑ.

Πώς είπατε;

Απούσα;

Ακριβώς όπως το ακούτε, δεν την έβρισκε πουθενά. Στην αρχή σκέφτηκε: ’’Να δεις που άρχισα να ξεχνώ και ας κάνω τη μπεμπέκα και δεν θυμάμαι πού το πάρκαρα, πρέπει κάτι να κάνω με το θέμα τούτο, να σημειώνω ας πούμε πού ακριβώς το αφήνω την κάθε φορά’’.

Μα τι γίνεται στην προκειμένη περίπτωση που όσο και αν έψαξε, πουθενά η ‘’καρδιά’’ της; Δεν ήθελε πλέον και πολύ για να πεισθεί ότι η ‘’καρδιά’’ της είχε πάψει να κτυπά για πάρτι  της, της την είχαν κλέψει…

Το εγκεφαλικό παραδόξως το σκαπούλαρε, αλλά έπεσε του θανατά από τη στενοχώρια της. Της έλειψε το οξυγόνο θαρρείς και η τσαχπινιά της ζωής της.

Στην αστυνομία την βεβαίωσαν ότι θα καταβάλουν όλη τους την ενέργεια να της το βρουν και ας μην είχε η ίδια την ψευδαίσθηση ότι όντως θα πετύχαιναν τον σκοπό τους…

Από πλευράς της ασφάλειάς της ήταν πλήρως καλυμμένη, θα της έδιναν  κάποιο άλλο πανομοιότυπο, μα τι να το κάνει, εκείνη ήθελε το ΔΙΚΟ ΤΗΣ.

«Μα βρε Πέρσα μου πού ζεις; Είσαι η μόνη που σε κλέβουν; Είδες κανέναν να βρίσκει τα κλεμμένα;» προσπαθούσε η καημένη η Μυρσίνη να την λογικεύσει, μα η λογική της Πέρσας είχε μια τελείως δικιά της λογική που δεν έπαιρνε από λόγια!

«Εγώ ένα θα σού πω φιλενάδα μου. Όταν έχεις την περιουσία σου αραγμένη στ δρόμο και ΤΗΝ ΕΧΕΙΣ ΣΑΝ ΚΟΥΚΛΑ ΚΑΙ ΑΠΑΣΤΡΑΠΤΟΥΣΑ, ε να μην ανοίξει την όρεξη τού κλεφταρά και να θελήσει να την κάνει δική του; Βλέπει ας πούμε το δικό σου που λάμπει και δίπλα του αραγμένη μια πανάκριβη ΠΟΡΣΕ που όμως βρωμάει και ζέχνει  δεν μπαίνει στη λογική τού να την κλέψει και να την καθαρίσει μετά ό ίδιος, γιατί απλά μπορεί και να         τον τσακώσουν στο πλυντήριο, βρίσκει λοιπόν το δικό σου κουκλί έτοιμο και μπαίνει στο παραδεισένιο κόσμο του, κοντολογίς, λειτουργεί η ομορφιά και νοικοκυροσύνη του σαν δέλεαρ για τον επαγγελματία κλέφτη, σαν να του λέει ‘’εδώ είμαι για δες με, καμάρωσέ με,’’ προκαλεί με άλλα λόγια Πέρσα μου. Αυτό έγινε και με το δικό σου, δεν το καταλαβαίνεις;»

    Μα εκείνη ούτε καταλάβαινε, ούτε προσπαθούσε να ανακτήσει το χαμένο της κέφι και την όρεξη για ζωή. Καταντούσε αρρωστημένο. Σε σημείο να νομίζει ότι έτσι και δεχόταν την προσφορά της ασφαλιστικής για αντικατάσταση του κλαπέντος να θεωρεί ότι προδίδει, απιστεί, στο αγαπημένο της!

Ο κουράντε γιατρός και φίλος γιατρός των δύο κυριών ανησυχώντας τα μάλλα, συνέστησε στην Μυρσίνη να πάρει την Πέρσα και να πάνε διακοπές. Έπρεπε πάση θυσία η γυναίκα να  αλλάξει παραστάσεις και ενδιαφέροντα γιατί η κατάθλιψη καραδοκούσε.

‘’Άντε μη μας βρουν και χειρότερα’’ της είπε έντονα προβληματισμένος.

Να μη γίνει μετά η Μυρσίνη τούρμπο; Άρχισε  το μπουρ μπουρ και «λυπήσου με που κι εγώ χρειάζομαι λίγες ημέρες σε ένα νησί μας» και τελικά την κατάφερε να αποδράσουν. Μεγάλη επιτυχία και μπράβο της. Διάλεξε να πάνε δύο ημέρες στις Σπέτσες μόνο και μόνο γιατί δεν κυκλοφορούν εκεί τετράτροχα (αλήθεια ας μάθουμε γιατί γίνεται αυτό, αφού τα δίτροχα είναι χιλιάδες και σε ξεκουφαίνουν) και έτσι η Πέρσα δεν θα έβλεπε αμάξια και να βυθίζεται σε απελπισία. Για τους ίδιους λόγους πήγαν μετά στην Ύδρα, όπου επικρατεί το ίδιο καθεστώς μετακίνησης. Αλλά τι άχαρο πράγμα να πηγαίνεις σε ένα νησί και να γνωρίζεις μόνον τα καφενεία και τα εστιατόρια του λιμανιού, αφού δεν έχεις την δυνατότητα να το  εξερευνήσεις απ’ άκρου εις άκρον.

Φαίνεται λοιπόν ότι το ίδιο θα σκέφτηκε και η θρηνούσα και όταν η Μυρσίνη πρότεινε Ρόδο δεν έφερε καμία αντίρρηση. Ε, πώς να το κάνουμε πολιτισμός χωρίς αυτοκίνητο είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο… Κάνεις ας πούμε πέντε ώρες να φτάσεις στους Δελφούς, στον ομφαλό της γης, με το αυτοκινητάκι σου και κάποτε έκανες να φτάσεις εκεί πέντε μέρες. Aτυχές το παράδειγμα; Ας είναι.

«Κοίτα να δεις σύμπτωση, από το ταξίδι του γάμου μου κι εγώ έχω να πάω στη μεγαλόνησο. Θυμάμαι ότι πλαισίωνε άριστα την ερωτευμένη μας ύπαρξη. Θαυμάσια ρυμοτομία, εξαίσια τοπία, μια θάλασσα να τη ρουφήξεις, ξενοδοχεία για όλα τα βαλάντια και κάτι γραφικά ταβερνάκια που άλλα ναι θύμιζαν Ελλάδα και άλλα Ανατολή, πολλή Ανατολή όμως. Καλή επιλογή Μυρσίνη, αν και σίγουρα και εκεί θα  έχουν επέλθει ριζικές, αλλαγές ελπίζω προς  το καλύτερο. Πάμε».

Και πήγαν. Το αεροπλάνο τις πήγε και τις δυο πίσω στις αναμνήσεις τους, στα νιάτα τους τότε που ήταν ερωτευμένες, ναι αλλά ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ και όχι με τροχοφόρα, ιδέ Πέρσα.

Η Μυρσίνη καιγόταν να δει τις αντιδράσεις της φίλης της, γιατί στο κοσμοπολίτικο νησί κυκλοφορούσαν όλων των ειδών οι  μάρκες αυτοκινήτων από τα πιο φτηνά  μέχρι, Πόρσε, Μαζεράτι και Ρολς Ρόις. Οι μεγιστάνες του πλούτου αυτά τα είχαν για να περνάει την ώρα του το υπηρετικό τους προσωπικό, φιστίκια, πασατέμπο, στραγάλια!!! Για τον εαυτό τους είχαν άλλα, οι μάρκες των οποίων μας διαφεύγουν αυτή τη στιγμή και συγγνώμη…

Πρότεινε λοιπόν να νοικιάσουν ένα καλό αμάξι και να γυρίσουν το νησί απ’ άκρου εις άκρον σε αποδράσεις που θα διάλεγαν μόνες τους με οδηγό τον τουριστικό χάρτη. Μισούσαν τις οργανωμένες εκδρομές των ξενοδοχείων που σε πηγαίνουν σε προορισμούς από τους οποίους έχουν οφέλη, τόσο σαν τοπία όσο εστιατόρια και αρχαιολογικούς χώρους. Τύποι μποέμ οι γηραιές κυρίες, έσφυζαν από ζωή και πείρα και ήταν ολίγον χαριτωμένα άναρχες…

Πήγαν στην πιο γνωστή εταιρεία ενοικιάσεως και η Μυρσίνη άφησε ιπποτικά την Πέρσα να περιδιαβεί την έκθεση και να διαλέξει εκείνη το αμάξι της αρεσκείας της. Την έκανε γούστο έτσι που το έπαιζε ειδήμων και έχουσα άποψη επί παντός του επιστητού και ας γνώριζε η ίδια πολύ περισσότερα.

Την έβλεπε να περιφέρεται και να ερευνά με μάτι Sherlock Holmes.

«Έλα βρε Πέρσα, αποφάσισε, αυτοκίνητο τελικά ήρθαμε να βρούμε μέσα σε μια τέτοια υπέρ πληθώρα προσφερομένων προς ενοικίαση και όχι το όπλο του εγκλήματος».

Τι ήταν να το πει αυτό η Μυρσίνη; Βλέπει την φίλη της να γίνεται κατάχλωμη και αμέσως μετά, χωρίς να μιλάει, να δείχνει στο φανοποιείο, όπου υπήρχαν είκοσι περίπου τελείως ξεβαμμένα αμάξια, ένα συγκεκριμένο. Δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από ένα ΟPEL που είχαν αρχίσει να το περνούν με ένα σκούρο μπλε χρώμα. Το κοιτούσε με απόγνωση…

«Τι συμβαίνει καλή μου; Θέλεις λίγο νεράκι ή θέλεις να φύγουμε και να ξανάρθουμε άλλη ώρα; Δεν αισθάνεσαι καλά;»

«Μυρσίνη σκάσε και κοίτα καλά. Τούτο δω το OPEL. Δεν το αναγνωρίζεις έτσι που μού το έκαναν, αλλά είναι αυτό σού λέω. Δεν το βλέπεις;»

«Μα βρε Πέρσα μου δεν είναι δα και τόσο αόρατο ώστε να μην το βλέπουν  τα   γεροντικά μου τα μάτια.  Αλλά τι συμβαίνει επιτέλους με αυτό;»

«Συμβαίνει ότι είναι η ‘’καρδιά μου’’ που την έκλεψαν».

«Η ποια είπες;»

«Η ’’καρδιά μου’’ Μυρσίνη. Την ξέβαψαν, πάνε να την κάνουν από κόκκινη μπλε, μα εγώ την αναγνώρισα».

«Ώχου και τι πάθαμε. Άντε πάλι και φτου και από την αρχή και πίσω στα Ίδια. Τι την ήθελα τη Ρόδο, κάτι ήξερα που σε έτρεχα στα άγονα για αυτοκίνητα νησιά. Τι κάθεσαι και μου λες τώρα;»

«Αυτό που σου λέω. Κοίταξε την εξάτμιση. Τι βλέπεις;»

«Ό,τι κι εσύ κορίτσι μου, ό,τι κι εσύ».

«Και τότε πες μου, βλέπεις άλλο αυτοκίνητο να έχει παρόμοια εξάτμιση  με τούτο; Πάμε γρήγορα στην αστυνομία, το βρήκα. Το ήξερα ότι μια μέρα θα γύριζε σε μένα το αισθανόμουν».

Εκόντα άκοντα πηγαίνει μαζί της στην αστυνομία όπου η Πέρσα διηγείται  την ιστορία της στον κατάπληκτο αστυνομικό υπηρεσίας. Αμήχανο το Όργανο, ακούει τα όσα εκείνη του καταμαρτυρά και πώς να την πιστέψει αφού η περί ής ο λόγος μάντρα, ήταν από τις πιο γνωστές και έντιμες της Ρόδου;

Και η Πέρσα απτόητη συνεχίζει: «Ακούστε με σας παρακαλώ. Η φίλη μου κι’ εγώ έχουμε να ξανάρθουμε στο πανέμορφο τούτο νησί από τον καιρό του γάμου μας κάπου πριν πενήντα χρόνια. Σε τούτη δε την έκθεση, μόλις πριν λίγη ώρα ήρθαμε. Όσο για το αυτοκίνητο, πέστε μου, είμαι εγώ σε θέση να ξέρω τον κωδικό του που βρίσκεται κάπου στα εντόσθια της μηχανής του; Και όμως θα σας τον πω, είναι ο τάδε. Στο δε τιμόνι του, που ελπίζω να μην το έχουν αλλάξει, έχω χαραγμένα τα αρχικά μου Π.Β. Δεν έχετε παρά να τσεκάρετε τα όσα σας λέω. Σας δηλώνω δε έντιμα, ότι αν δεν γίνω πιστευτή είμαι ικανή να φτάσω μέχρι τον αρμόδιο Υπουργό, τα δε Μ.Μ.Ε. θα βρουν μπόλικη τροφή καλοκαιριάτικα. Είμαστε αγαπητέ, στα πρόθυρα ενός σκανδάλου πρώτης γραμμής, το διαισθάνομαι.

Δουλειά της αστυνομίας να ελέγξει την καταγγελία της Αθηναίας κυρίας και πράγματι τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως τα περιέγραψε. Ήταν όντως το αυτοκίνητο που πριν έναν ακριβώς χρόνο το είχε αγοράσει η κυρία Πέρσα Βουδούρη από την αντιπροσωπεία της ΟPEL. Ο ιδιοκτήτης της μάντρας εντωμεταξύ να τραβάει τα λιγοστά μαλλιά του και να διαρρηγνύει τα επίσης λιγοστά ιμάτιά του, ένα ξεμανίκωτο φούτερ και μια παρδαλή βερμούδα, και να ορκίζεται ότι είχε νομότυπα αγοράσει το OPEL από τον τάδε γνωστότατο έμπορο μεταχειρισμένων αυτοκινήτων κτλ, κτλ. ο οποίος έμπορος εκείνες τις ημέρες έλλειπε στην Ίμπιζα της Ισπανίας και όταν γύριζε θα βεβαίωνε τους αρμοδίους για του λόγου το ασφαλές.

Και το κουβάρι της απάτης άρχισε να ξετυλίγεται αργά και σταθερά. Οι οποίοι αρμόδιοι δεν περίμεναν βέβαια τον ερχομό του εμπόρου από την Ισπανία για να αρχίσουν μία διακριτική έρευνα σε μια ιστορία που μύριζε καλοστημένη λαμογιά σίγουρα.

Εντύπωση τους έκανε η μεγάλη δραστηριότητα στο φανοποιείο της μάντρας. Τόσα ξεβαμμένα αυτοκίνητα, γιατί; Μπορεί βέβαια οι πελάτες να ήθελα το τάδε χρώμα, αλλά δεδομένου του ότι μια τέτοια διαδικασία ήταν και χρονοβόρα και ακριβή, θα αναρωτιόταν κάποιος αν αυτό συνέφερε να γίνει σε φτηνά αυτοκίνητα όπως αυτά, και στο κάτω κάτω γιατί να μην προτιμήσουν από την αρχή το χρώμα της αρεσκείας  τους.

Άρα;

Άρα κάποιον βαθύ λάκκο είχε η φάβα και έπρεπε να κατέβουν μέχρι τον πυθμένα του να δουν τι συνέβαινε.

Και κατέβηκαν.

Και είδαν.

Μα αυτό που αντίκρισαν, τους έκανε να φρίξουν.

Μια καλοστημένη κομπίνα αρπαγής αυτοκινήτων εμφανισιακά σε άριστη κατάσταση, από το Κλεινόν Άστυ, και η άμεση μεταφορά τους στο κοσμοπολίτικο μεγάλο νησί. Κατευθείαν η αλλαγή χρώματος του αμαξώματος και όποια άλλη αλλαγή ήταν εφικτή, συμπεριλαμβανομένης αυτής του αριθμού κυκλοφορίας, και έτοιμο το κλαπέν προς μεταπώληση.

Όλα τα είχαν σκεφτεί. Όλα.

Εκτός από το αετίσιο μάτι της miss Marple, την μεγάλη αγάπη της και βέβαια την περίεργη εκ γενετής ατέλεια μιας ασήμαντης εξάτμισης.

Το πουλόβερ ξηλωνόταν και πολλοί πονεμένοι συνάνθρωποι ξαναβρήκαν τις μικρές τους περιουσίες.

Σιγά σιγά ξεβρώμιζε και ο τόπος από άλλον ένα λεχρίτη μεγαλοαπατεώνα, που ακόμα δεν γύρισε από την Ίμπιζα της Ισπανίας, μα ούτε και η Ιντερπόλ μέχρι τούτη τη στιγμή έχει βρει τα ίχνη του. Μαθημένος βλέπεις στις μεταμορφώσεις φρόντισε όχι μόνον τις μεταποιήσεις των αυτοκινήτων αλλά και του σαρκίου του, αυτά κάπως πηγαίνουν μαζί.

Και βλαστημάει εκείνο  το γέρικο θηλυκό που βρέθηκε στον δρόμο του, στο όνομα του οποίου όμως πίνουν νερό δεκάδες δεκάδων συνανθρώπων μας!…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη