«Καθώς μιλούσαμε…», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

«Πώς  άλλαξε ο κόσμος ετούτος;» με ρώτησες ένα βράδυ. Εγώ δεν σου απάντησα, μόνο γύρισα αλλού το πρόσωπό μου, για να μη δεις τη σκοτεινιά του. Δεν άλλαξε ο κόσμος συλλογίστηκα,  γιατί καλά την ήξερα την αλήθεια, μα δεν μπόρεσα το αντίθετο να σου πω. Δεν άντεξα  όμως και σου εξομολογήθηκα ότι είμαστε εμείς που τον αλλάξαμε τον κόσμο και τώρα του ζητούμε ευθύνες, πως η ζωή μας φτώχυνε. Εσύ δεν μου αποκρίθηκες κι εγώ δεν ήθελα άλλη συζήτηση γι’ αυτές τις απορίες σου. Ήξερα πως όποια άλλη απάντηση και αν σου έδινα, πίκρα θα είχε.

Ύστερα στη σιωπή μου αφέθηκα και  εσύ, μιας και δεν έπαιρνες απόκριση, άρχισες να μονολογείς. Φωναχτά έλεγες τις σκέψεις σου κι εγώ σε άκουγα να απαριθμείς, ένα προς ένα, αυτά που λείπουνε από την κάθε μέρα σου, εκείνα τα απλά και καθημερινά, που ήξερες με τέχνη να στολίζεις και να τους δίνεις λάμψη και ζωή. Ήξερες πάντα χρώμα να δίνεις στο μολυβί της όποιας μέρας τύχαινε να βιώσεις και στης ρουτίνας την επανάληψη. Τώρα δεν έχεις χρώματα, πρόσθεσες, να σχεδιάσεις τις εικόνες της ζωής σου.

«Πώς άλλαξε η ζωή μας;» επανέλαβες κι εγώ από λύπηση για εσένα και για εμένα και για τον κόσμο όλο ίσως, άρχισα να σου μιλώ. Να σου μιλώ,  όχι για τις απώλειες της ύλης και των ευχαριστήσεων, μα για εκείνες τις ψυχές να σου μιλώ, που αλαφιασμένες γλίστρησαν ανάμεσά μας σε μονοπάτια κατωφέρειας σκοτεινής, πριν καν προλάβουμε να τις αποχαιρετήσουμε, τώρα που ο κόσμος άλλαξε.

Σου θύμισα τους ξεχασμένους σπόρους στη γλάστρα στο περβάζι, που αφηρημένα φύτεψες εκείνο το πρωινό το χειμωνιάτικο καθώς μιλούσαμε και εκείνοι βλάστησαν με τη σειρά τους. Σου επισήμανα  πως τη ζωή τους την οφείλουνε σε εσένα. Και ακόμη, σου υπενθύμισα  κάποια αθόρυβη, καλή σου πράξη, που προσποιήθηκα πως δεν την είδα. Κράτησα όμως από εκείνη την κίνησή σου, τη λάμψη της ματιάς σου, γιατί ένοιωσες σίγουρα πως χαμογέλασε ο Άγγελος σου για την καλοσύνη σου.

Σου θύμισα επιπλέον πόσο  σκιάχτηκες τότε, που  εκείνος ο ίσκιος ο αλλόκοτος θόλωσε της καθημερινότητάς σου τη λαμπράδα. Και  ακόμη τότε, που ο ήλιος της ζωής σου αιφνίδια θάμπωσε κι  έβγαλες κραυγή μικρή ανακούφισης, όταν το φως του σε έλουσε ξανά  και μου είπες -θυμάσαι;-  «όνειρο ήτανε κακό, ακόμη ζω».

Σου θύμισα στιγμές σου που «έσκυψες» με ευλάβεια και ευχαρίστηση για την ακεραιότητα και τη γαλήνη σου. Και για άλλα σου μίλησα, που έπρεπε να θυμάσαι, αλλά εσύ τα είχες λησμονημένα.

Δεν μου απάντησες σε όλες αυτές τις επισημάνσεις μου και ούτε άλλη ερώτηση είχες για τον κόσμο, που άλλαξε και άλλαξε μαζί του και το δικό σου χθες, το σήμερα, ίσως ακόμη και το αύριο της ζωής σου.

Νομίζεις πως φυλάχθηκες, όμως εγώ σε είδα ότι δάκρυσες στη συνέχεια  κι έσκυψες πάλι ταπεινά να «ευχαριστήσεις» για τον κόσμο, που άλλαξε αλλά υπάρχει ακόμη και ανάμεσα σε αυτόν κι εσύ. Που μπορείς να προσδοκάς τον ήλιο νωρίς-νωρίς,  όπως πάντα σου άρεσε, να  βλέπεις τη γλάστρα στο περβάζι, με τα λουλούδια από τους σπόρους, που φύτεψες εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς μιλούσαμε εαυτέ μου…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη