«Κάνω καμ μπακ!», γράφει η Στεφανία Ρουλάκη

Αγαπημένοι μου αναγνώστες, καιρό τώρα σας σκεφτόμουν και είπα να σας γράψω. Μου λείψατε. Όπως άλλωστε σας είχα υποσχεθεί στον «καραντινάτο» αποχαιρετισμό μας, αν μου ερχόταν κάτι άλλο, θα σας έγραφα. Και να λοιπόν που μου ήρθε. Αν δεν το μοιραζόμουν μαζί σας, με ποιον θα το μοιραζόμουν βρε κουτά; Να σας πω την αλήθεια, ήθελα να πιστεύω ότι θα ξεμπερδεύαμε πια με αυτή την κατάσταση. Γελάστηκα η γυναίκα. Το παραδέχομαι.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως ή καλύτερα, από εκεί που τα αφήσαμε. Από τότε που έχουμε να τα πούμε, έκανα ότι σας υποσχέθηκα. Είμαι άνθρωπος του λόγου μου εγώ. Λοιπόν, για να δούμε, θυμάστε; Βγήκα, μπήκα, ταξίδεψα, συνάντησα φίλους. Ρώταγα «αγκαλιάζεσαι;» κι άμα έπαιρνα πράσινο φως βούταγα στις αγκαλιές, πήγα θέατρο, σε μαγαζιά με ζωντανές μουσικές, χόρεψα (όχι που δε θα έριχνα τις πενιές μου) και τι δεν έκανα. Γύρω μου τα κρούσματα βροχή (όπως οι σφαίρες) αλλά εγώ, απτόητη. Ώσπου, με βρήκε και μένα η σφαίρα – ο αετός, πεθαίνει στον αέρα, ελεύθερος και δυνατός, της απονιάς, όταν τον βρίσκει η σφαίρα, τον αγκαλιάζει κι ο Θεός – που λέει κι ο Σφακιανάκης (σχετικό, άσχετο, εμένα πάντως μου ήρθε και είπα να το κολλήσω).

Ήμουν, λοιπόν, ανέμελη και γελαστή στις διακοπές μου, με το καπέλο και το γυαλί ηλίου, περιμένοντας τον καλό μου για να ξεκινήσει η άδειά του, μόνο που δεν ήρθε μόνη της η κορώνα μου. Ήρθε με τον κορονοϊό παρέα και μας θρονιάστηκε στις ξαπλώστρες και μετά στον καναπέ του σπιτιού και πέσαμε ο ένας μετά τον άλλον, όχι ηρωικά μαχόμενοι, όπως μου αρέσει, αλλά σαν τα κοτόπουλα. Η μαύρη τρύπα της αρρώστιας μας ρούφηξε με μία φισούνα από τις ακρογιαλιές και μας προσγείωσε απότομα μέσα στο σπίτι – γι’ ακόμα μία φορά. Αντί να κάνουμε αγκαλίτσες και φιλάκια και χαρούλες και λόγια γλυκά, που λέει και το τραγούδι, κάνουμε σελφ τεστ, «έλα να σου βάλω μία μπατονέτα στη μύτη γλυκιά μου», «πόσο τον έχεις (τον πυρετό)», «να σε τρίψω λιγάκι; – Πονάω αλλά μου αρέσει» και τα σχετικά. Αντί να πίνουμε κοκτέιλς εκεί που σκάει το κύμα, ή αντί να τρώμε καμμιά γαριδούλα (αφού με ξέρετε, δε λέω όχι σε τέτοια εγώ), έχουμε φάει όλα μας τα λεφτά σε κορονοτέστ, μάσκες, απολυμαντικά, φάρμακα και πάει λέγοντας.

Βλέπουμε τη θάλασσα με το κιάλι και μ’ ένα εξάχρονο παιδί αγκάλι, θυμηθήκαμε τα της καραντίνας. Δηλαδή, πώς είναι να έχεις χρόνο να: βγάλεις φρύδια, ξυριστείς με την ησυχία σου χωρίς να κοπείς στο μπικίνι από τη βιασύνη σου, κάνεις μάσκα προσώπου, βλέπεις ταινίες μέχρι να γίνουν τα μάτια σου τετράγωνα, ασχολείσαι με το «τι θα μαγειρέψουμε αύριο» – όταν ο πυρετός έχει νικηθεί για λίγο από το αντιπυρετικό – καθώς και να εφευρίσκεις πράγματα για να απασχολήσεις το παιδί όοοολη μέρα κλεισμένο σε ένα σπίτι με δύο κορονόπληκτους αλλά να μην κολλήσει κι αυτό κιόλας! Αίνιγμα για γερούς λύτες. Βγάλαμε τη λεκάνη στο μπαλκόνι γεμάτη νερό και – δόξα τον Κύριο (θρησκευτικό παραλήρημα με έχει πιάσει, σας το λέω, ο κορονοϊός φουντώνει και όλα τα υπαρξιακά) – ροκανίσαμε το ένα πρωϊνό. Μετά, έκανα τη δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά, στο λίγο πιο βουβό της, κάτι ανάμεσα σε Μαρία της σιωπής και δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά, γιατί κάθε λέξη που έλεγα μου έφερνε βήχα. Πιάσαμε τα μαθήματα: «Βου και Α – Βα». Φτάσαμε να μπορεί να διαβάσει τη λέξη «ΝΟΥ» αλλά όταν πρόσθεσα και το «Σ» και προέτρεψα την κόρη μου να διαβάσει τι λέει και μου είπε «Νουγκάντα», κόντεψα να πνιγώ από το βήχα. Τα παρατήσαμε. Αρχίσαμε πάλι τις ζαχαροπλαστικές. Η πρώτη ήταν αποτυχημένη. Μη φανταστείτε τίποτα εξεζητημένο. Μία κρέμα αραβοσίτου. Κατάφερα όμως να τη χαλάσω. Πώς; Αφού όλα τα υδραυλικά μου τρέχανε. Τα μάτια μου τσούζανε, η μύτη μου έσταζε – ό,τι νερό πίνω μου βγαίνει από τη μύτη – φτερνιζόμουν συνέχεια, προσπαθούσα να κρατήσω το παιδί μακριά, αλλά και να πάρει βράση το γάλα. Άστα – βράστα.

Άστα λα βίστα μπέιμπι. Ναι, πρέπει να το αποδεχτώ πια: αυτά θα έχει από τούδε κι εφεξής η ζωή. Ο κορονοϊός είναι εδώ, ενωμένος δυνατός (τι; από αλλού είναι αυτό το σύνθημα; Έλα Παναγιά μου – μεγάλη η χάρη Σου – κοίταξε τι μου ήρθε τώρα!). Ακυρώνει καφέδες – όχι η Παναγιά, ο κορονοϊός, μη μπερδεύεστε – συναντήσεις, διακοπές, γάμους, βαφτίσια, γαμοβαφτίσια, τα πάντα όλα. Πότε θα τον ξεφορτωθούμε δαύτονε κανείς δεν ξέρει. Μέχρι που σκέφτηκα και μία μπίζνα. Αντί να έχουν όσους περνάνε τον ιό σε καραντίνα, γιατί να μην υπάρχουν κορονοθέρετρα; Δηλαδή, ένα ωραίο ξενοδοχειάκι να πούμε, όπου θα πηγαίνουν όλοι όσοι έχουν κόβιντ, να πίνουν τα γιατρικά τους, να πίνουν και τα δροσιστικά τους, να παίζουν με τους άλλους αρρώστους κανένα ταβλάκι να μην τον περνάνε μόνοι τοι τους. Καλό; Τέλος πάντων. Όσοι προσέχετε, μπράβο σας. Καλά κάνετε, γούστο σας και καουμποϊλίκι σας. Φοράτε τις μασκούλες σας ακόμη, πλένετε καλά τα χέρια, βάζετε αντισηπτικό, αποφεύγετε τα πολλά-πολλά. Όχι όπως εγώ. Η σουρτούκο!

 


[Στεφανία Ρουλάκη – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη