«Ιστορίες κάτω από τ’ αστέρια…», ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

   ‘’Καλώς τον… Πού γύριζες τόσες ώρες ρε παιδί; Ανησύχησα. Τι έγινε, βρήκες τίποτα ή τζάμπα έφαγες τη μέρα σου εκεί έξω;’’ Ρώτησε ο ηλικιωμένος τον νεαρό μόλις σίμωσε κοντά του.

   Ο Αντώνης τον χαιρέτησε συνοφρυωμένος, με μια κίνηση του κεφαλιού και βάλθηκε να φτιάχνει τα πράγματά του. Αμίλητος και συννεφιασμένος ξάπλωσε στη δικιά του πλευρά με τα χαρτόκουτα για στρώμα. Ο γέρος τα είχε τραβήξει κάτω από το υπόστεγο, το ένα δίπλα στ’ άλλο, όταν είδε πως γέμισε ο ουρανός με μυριάδες αγριεμένα σύννεφα.

‘’Βάλτα στην τσάντα σου τα παπούτσια, θα στ’ αρπάξουνε πριν πεις κύμινο, αν αποκοιμηθείς…  Έφαγες τίποτα;’’

  Δεν πήρε απάντηση. Ο Αντώνης έχωσε το χέρι του στην τσέπη του μπουφάν του κι έβγαλε ένα κουλούρι. Το έκοψε στη μέση κι έδωσε το μισό σε κείνον.  Ο  γέρος  ανασηκώθηκε απ’ το δικό του στρώμα κι άρπαξε το κουλούρι με λαχτάρα. ‘Άρχισαν κι οι δυο να τρώνε σιωπηλοί. Ο ηλικιωμένος τον κοιτούσε μες στα μάτια, προσπαθώντας να μαντέψει τη διάθεσή του. Ξαφνικά θυμήθηκε το νόμισμα που είχε στη δική του τσέπη κι έσπευσε να το βγάλει για να το δείξει στον Αντώνη. ‘’Κοίτα, αύριο κερνάω εγώ…’’ του είπε χαμογελώντας.

  Μια όμορφη κοπέλα το πρωί, καθώς περνούσε από μπροστά του, σταμάτησε και τον χαιρέτησε. Δεν την είχε ξαναδεί. Έβγαλε από την τσάντα της το πορτοφόλι της και του άφησε ένα δίευρο δίπλα του. Αυτός δεν άπλωσε το χέρι, δεν έκανε καμία κίνηση να της ζητήσει κάτι, μονάχα την κοιτούσε αμήχανα με τα τεράστια μάτια του. Τον μαγνήτισε η ομορφιά της και η καλοσύνη της. Σπάνια τον χαιρετάει κάποιος περαστικός και του φάνηκε περίεργο, που εκείνη στάθηκε κιόλας μπροστά του και του αφιέρωσε ένα ολόκληρο λεπτό από το χρόνο της. Τον κοιτούσε με τα όμορφα καστανά μάτια της που λαμπύριζαν στον ήλιο. Η κοπέλα τον χαιρέτησε για δεύτερη φορά και συνέχισε το δρόμο της χαμογελαστή. Εκείνος είχε σαστίσει με την κίνησή της, κι ίσα που πρόλαβε να της φωνάξει ένα ευχαριστώ, την ώρα που διέσχιζε το φανάρι για να περάσει απέναντι. Ευτυχώς τον άκουσε. Του ανταπέδωσε ανεμίζοντας το χέρι της από μακριά.

  Η κοπελιά αυτή του έφτιαξε τη μέρα. Όχι τόσο για τα χρήματα που του άφησε, όσο για την ανθρωπιά της. Με τη ζεστή καλημέρα της και τη ζεστή ματιά της. Ο Κωνσταντής ποτέ δε ζητιανεύει από κανέναν. Δεν του ταιριάζει αυτή η συνήθεια. Δεν του πηγαίνει η καρδιά ν’ απλώσει το χέρι του στους περαστικούς,  γυρεύοντας τη συμπόνια τους. Δεν είναι επαίτης. Ένας απ’ τους χιλιάδες άστεγους της μεγαλούπολης είναι. Αόρατος, συνήθως, για τους εκατοντάδες ανθρώπους που περνάνε καθημερινά μπροστά του.

‘’Μου το έδωσε μια όμορφη κοπελιά το πρωί. Αλήθεια σου λέω… Σα νεράιδα ήταν….’’ Συμπλήρωσε  ευχαριστημένος καθώς μασούσε το κουλούρι του.

   Ο Αντώνης είναι ο πιο μικρός της παρέας. Κάτι μήνες μετράει κοντά τους. Τσακώθηκε με τους δικούς του και σηκώθηκε κι έφυγε απ’ το σπίτι. Παλεύει να βρει μια δουλειά να σταθεί στα πόδια του μονάχος του. Θέλει να τα καταφέρει, για να τους αποδείξει, πως δεν έχει την ανάγκη κανενός. Νιώθει καλά ανάμεσα σ’ αυτούς τους ξένους -μέχρι χθες- ανθρώπους. Τον προσέχουν και τον νοιάζονται.

  Τώρα πια συνήθισε κι αυτός και δεν πεινάει. Ξεχνιέται κι η πείνα κάποια στιγμή. Όλα στο μυαλό είναι. Αν κάτι το βγάλεις απ’ το μυαλό σου, καταφέρνεις και το ξεχνάς πιο εύκολα. Έτσι τουλάχιστον τη παλεύει αυτός. Αυτούς τους μήνες έμαθε καλά -αν μη τι άλλο- να χειρίζεται αυτό το ζοφερό συναίσθημα της πείνας και της κακουχίας. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους τα χρωστάει όσα έμαθε. Σε τούτον το γέρο ειδικά, που έγινε ο κολλητός του. Κάθε βράδυ, μέχρι ν’ αποκοιμηθεί, ακούει τη φωνή του να τον νανουρίζει με ιστορίες απ’ τη ζωή του. Σαν παραμύθια τις διηγείται, σαν να συνέβησαν σε κάποιον άλλον. Και του αρέσει του Αντώνη να ταξιδεύει με τη φωνή του και να ξεχνάει τα δικά του.

   Ο νεαρός συνέχισε κι αυτός να μασάει ανόρεχτα το κουλούρι. Δεν πεινούσε. Δεν είχε όρεξη. Όταν όλα σου πάνε στραβά κόβεται κι η όρεξη μαχαίρι. Το έκανε μηχανικά, περισσότερο, για να κρατήσει παρέα στο φίλο του. Κάθε βράδυ μοιράζονταν ό,τι τους περίσσευε, ήταν επιθυμία του γέρου, και για να μην του χαλάσει το χατίρι, ο Αντώνης κράτησε το κουλούρι όλη τη μέρα στην τσέπη του, για να τον ευχαριστήσει γυρνώντας, που τον νοιάζεται και τον προσέχει σαν παιδί του.

  ‘’Άκου τη βροχή πώς χτυπάει στον τσίγκο… Υπάρχει πιο ωραίος ήχος απ’ αυτόν, πες μου…’’ Ψέλλισε ο Κωνσταντής κι οσμίστηκε με λαχτάρα τον μυρωδάτο αέρα της φθινοπωρινής μπόρας.

  Μια αστραπή χάραξε σαν μαχαίρι τον ουρανό στα δυο κι ένα δυνατό μπουμπουνητό τράνταξε συθέμελα τη σκοτεινή πόλη. Τέτοια ώρα δεν υπάρχει ψυχή στους δρόμους. Όλοι έχουν μαζευτεί στο καβούκι τους, σαν τα σαλιγκάρια.

  ‘’Τι θα μου πεις απόψε;’’ Ακούστηκε η φωνή του Αντώνη να σχίζει τη σιωπή σαν σφεντόνα,  μπουκωμένος,  καθώς είναι με το κουλούρι.

  Ο γέρος γέλασε δυνατά σαν τον άκουσε. Ένας βήχας απρόσκλητος του έκοψε το γέλιο στη μέση κι άρπαξε με μια κίνηση το μπουκάλι με το νερό του να πιεί μια γουλιά να συνεφέρει.

‘’Να ‘σαι καλά ρε παιδί… Αυτό περίμενα κι εγώ να μου γυρέψεις. Μου ‘γινε βλέπεις και μένα συνήθεια να σου μιλάω. Προτού φανείς, μονάχος μου μίλαγα. Στον αέρα τα έλεγα. Τις ιστορίες μου λέω… Οι άλλοι βαριούνται πια να τις ακούνε. Είμαστε βλέπεις απ’ το ίδιο σινάφι και κουβαλάνε όλοι τις δικές τους τόσα χρόνια στο δρόμο. Με σένα είναι αλλιώς… πιάνουνε τόπο.

   Λοιπόν… ξέρεις τι θα σου πω απόψε; Δε θα το πιστέψεις… Για τον μεγάλο μου έρωτα θα σου πω, τη θάλασσα. Και μη σου φανούνε περίεργα ή παραμύθια όσα θ’ ακούσεις. Μήπως θαρρείς πως έτσι ήμουνα πάντα; Γέρος, αξούριστος και κουρελής; Χα… Γελιέσαι μάτια μου. Εμένα που με βλέπεις, κάποτε ήμουνα λεβέντης, να… σαν και σένα ένα πράμα! Ψηλός, όμορφος, γεροδεμένος, έπιανα την πέτρα και την έστυβα στις χούφτες μου, που λένε… ‘’

   Μια καινούργια αστραπή φώτισε τα μάτια του γέρου, που πετούσαν σπίθες νοσταλγίας στη θύμηση των νιάτων του. Ο ουρανός βάρυνε από πάνω τους κι η βροχή άρχισε να κελαηδάει γύρω τους το δικό της τραγούδι.

   ‘’Από μικρός, που λες, αγνάντευα το πέλαγος στον άγονο τόπο μου, και τις νύχτες σαν έκλεινα τα μάτια, ονειρευόμουνα τους ωκεανούς, λογάριαζα με το μυαλό να φύγω, να ταξιδέψω με καράβια στ’ ανοιχτά, να γιομίσω τα μάτια μου με φως και τόπους καινούργιους. Ο αδερφός του πατέρα μου ήτανε ναυτικός και τον θαύμαζα, σαν ήρωα που γύρναγε απ’ τον πόλεμο, ένα πράμα, όταν ερχόταν για λίγες μέρες και μας έλεγε ιστορίες απ’ τα ταξίδια του. Με ανοιχτό το στόμα, θυμάμαι, καθόμουνα πλάι του και δεν ανοιγόκλεινα ούτε τα βλέφαρα, για να μη χάσω μια λέξη απ’ τις περιγραφές που έκανε για τα μακρινά ταξίδια του.

   Τα κακά μαντάτα, όμως, δεν άργησαν να φτάσουν στο νησί για το καράβι του θείου μου. Δε θα ξεχάσω ποτέ, εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα που ντύθηκε όλο το νησί στα μαύρα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Δυο λέξεις σε μήνυμα που έστειλαν στο λιμενικό, στάθηκαν ικανές να βυθίσουν στο πένθος δεκάδες οικογένειες. Δυο λέξεις που άλλαξαν τόσες ζωές… Θυμάμαι τις γυναίκες που έσκουζαν στο λιμάνι και τα γερόντια που αναστέναζαν και δάκρυζαν σιωπηλά για μήνες στον καφενέ. Η μορφή της γιαγιάς μου έχει καρφωθεί στο νου μου, από τότε που την αντίκρισα να μαλλιοτραβιέται και να σκούζει καταμεσής του δρόμου μοιρολογώντας το παλικάρι της. Η θάλασσα τής είχε αρπάξει και τον άντρα της στα νιάτα του. Άφησε πίσω δυο ορφανά αγόρια και τη γιαγιά χήρα στα εικοσιπέντε της.  Ένας λόγος που άνοιξε φούρνο ο πατέρας στο νησί, ήτανε κι αυτός. Δεν ήθελε να κακοκαρδίσει τη μάνα του και να της φύγει μακριά, όπως έκανε κάποτε ο παππούς. Ο μικρός της, όμως, γιος δε λογάριασε κανέναν και τίποτα. Κληρονόμησε τον έρωτα για τη θάλασσα από τον πατέρα του βλέπεις,  όπως κι εγώ…

   Θα ‘μουνα γύρω στα δεκαπέντε, μόλις που αχνοφαινότανε στο πανωχείλι μου το χνούδι απ’ το μουστάκι, τότε που αποφάσισα να φύγω απ’ το νησί. Τσακώθηκα με τον πατέρα, στενοχώρησα τη μάνα, αλλά έκανα του κεφαλιού μου. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ ρε Αντώνη… Με πιστεύεις; Με πλάνεψε η θάλασσα για τα καλά…’’

   Ο Αντώνης ανασηκώθηκε απ’ το στρώμα του για να χαζέψει τη βροχή. Οι θύμισες του γέρου φίλου του τον συγκίνησαν κι ο νους του ξεστράτισε για λίγο στα δικά του. Στους γονείς του, που κι εκείνος τους στενοχώρησε και στην κοπέλα του, που την παράτησε μια μέρα, χωρίς να της κάνει ούτε ένα τηλέφωνο… Ο επίμονος βήχας του γέρου έκοψε τις σκέψεις του στα δυο. Γύρισε προς το μέρος του κι άρπαξε το μπουκάλι με το νερό που είχε δίπλα του να του το δώσει. Εκείνος ρούφηξε μια  γερή γουλιά, έβηξε για άλλη μια φορά να καθαρίσει τη φωνή του και συνέχισε…

  ‘’Το ’58 πήγα, το λοιπόν, σε μια νυχτερινή σχολή στον Πειραιά να σπουδάσω μηχανολόγος. Το εμπορικό ναυτικό τότε, παρείχε την καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση κι είχε και καλές απολαβές. Δούλευα σε ένα μηχανουργείο το πρωί και το βράδυ πήγαινα στη σχολή.  Για καλή μου τύχη, έμαθα μια μέρα πως η εταιρία του Ωνάση ζητούσε παιδιά να δουλέψουνε στα πλοία της, έδιναν μάλιστα, κι ένα βοήθημα 500 δραχμές το μήνα, που ήτανε μια ανάσα για την τσέπη μας. Έκλεινα τον τρίτο χρόνο στον Πειραιά όταν έτρεξα στην εταιρία και τους γύρεψα να με προσλάβουν.

  Εεεε, από κει και πέρα βρήκα τον δρόμο μου. Τι να σου λέω τώρα… Το πρώτο μπάρκο δεν ξεχνιέται με τίποτα! Όπως το πρώτο φιλί της γυναίκας, ένα πράμα!

  Για πότε βρέθηκα στο Σουέζ, σε ένα γκαζάδικο 30.000 τόνων, ούτε που το κατάλαβα. Τον πρώτο καιρό ξερνοβόλογα συνέχεια. Αφού φοβήθηκα μη με διώξουνε στο τέλος. Ο καπετάνιος, όμως, ήτανε παλικάρι και με φρόντισε σαν γιο του. Και τ’ άλλα τα παιδιά μού παραστέκονταν, δε λέω, ακόμα κι ο μπαγάσας ο μάγειρας με λυπήθηκε και μου ‘βραζε ρύζι  για μέρες, μέχρι να φτιάξει το στομάχι μου. Γεράσιμο τον λέγανε, ακόμα τον θυμάμαι, ήτανε απ’ την όμορφη Κεφαλονιά κι είχε μια κελαρυστή προφορά, που μας έφτιαχνε το κέφι κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του. Ο Θεός να τον έχει καλά όπου κι αν βρίσκεται…’’

  Ο Αντώνης άκουγε σιωπηλός κι η καρδιά του φτερούγιζε απ’ τις εικόνες που ξεπηδούσαν μέσα από τις αναμνήσεις του γέρου φίλου του. Οι αστραπές συνέχιζαν να σχίζουν τον ουρανό και να φωτίζουν τα μάτια τους σαν μπίλιες μες στο σκοτάδι. Το δυνατό μουρμουρητό της βροχής, ακουγόταν σαν νότες μουσικής στο πιάνο, που συνόδευαν τα λόγια του Κωνσταντή…

  ‘’Όμορφες μέρες! Ξέρεις ρε φίλε μέχρι πού έφτασε η χάρη μου; Στο Wangarei το πιο βόρειο νησί της Νέας Ζηλανδίας, που είχε το ωραιότερο λιμάνι! Πήγαμε να ξεφορτώσουμε πετρέλαιο, που είχαμε φορτώσει από ένα άλλο μεγαλύτερο στη Σιγκαπούρη. Πώς να σου περιγράψω με λόγια μια τέτοια ομορφιά! Οι μεγαλύτερες παραλίες που έχω δει στη ζωή μου απλώνονταν στα πόδια μου. Η πιο λευκή άμμος που έχουνε απολαύσει τα μάτια μου χρύσιζε στον ήλιο και με τύφλωνε με την ομορφιά της… Μιλάμε για ασύγκριτη ομορφιά!

  Μια φορά πήγαμε Augusta, ένα λιμάνι στη Σικελία να ξεφορτώσουμε κι από κει κατευθείαν στη Μασσαλία για επισκευή. Μια φανταστική πόλη με τεράστια κτήρια και λεωφόρους! Μεγάλο δέος για τα μάτια ενός πιτσιρικά ρε Αντωνάκη…  Μείναμε τρεις μήνες και δεν τη χόρτασα…

  Τι να πρωτοθυμηθώ! Ανατριχιάζω απ’ τη συγκίνηση, έτσι όπως τα φέρνω στο νου μου τώρα… Η Κούβα είναι ένας επίγειος παράδεισος! Η Αργεντινή φανταστική! Εκεί να δεις  άνθρωποι! Η πολυτέλεια και τα υλικά αγαθά έρχονται σε δεύτερη μοίρα γι’ αυτούς. Άλλη κουλτούρα ρε μεγάλε… Ο χορός και το τραγούδι κατέχουν την πρώτη θέση στην καρδιά τους.

  Η Καραϊβική, πάλι, έχει τα ωραιότερα γραφικά λιμάνια, με φιλόξενους ανθρώπους που σε κερνάνε μια servesa — έτσι λένε τη μπύρα στα ισπανικά— για να σε καλωσορίσουνε στον τόπο τους.’’

   Ο Κωνσταντής σταμάτησε απότομα κι άρπαξε το μπουκάλι να βρέξει ξανά το στόμα του. Ο Αντώνης επωφελήθηκε της σιωπής του και του είπε με μια χροιά έντονης νοσταλγίας να ζωγραφίζει τη φωνή του.

   ‘’Όταν ήμουν παιδί, κάποιος μου χάρισε το παραμύθι ‘’Χίλιες και μια νύχτες’’ και διάβασα τις περιπέτειες του Σεβάχ του Θαλασσινού. Με είχαν στ’ αλήθεια συναρπάσει…’’

  Ο γέρος γέλασε δυνατά.

  ‘’Καλά… Αυτά είναι παραμύθια… Πού να τα ζούσες από κοντά, όπως εγώ!  Μη φανταστείς, όμως, πως ήτανε κι όλα ρόδινα. Στη θάλασσα ο κίνδυνος παραμονεύει παντού. Φτάσαμε πολλές φορές, μια ανάσα κοντά στο θάνατο όταν φυσούσαν άνεμοι 20 μποφόρ! Όταν είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως θύελλες, κυκλώνες και τα σουέλ, που για μέρες σε κρατάνε ξύπνιο και σου τσακίζουνε τα νεύρα.  Μια περιπέτεια απ’ αυτές, ήτανε στο Νοβοροσίκ της Ρωσίας, όταν μας χτυπούσε αλύπητα ο τοπικός άνεμος Μπορά. Τέτοιες στιγμές Αντωνάκη, σηκώνεις τα χέρια ψηλά και παραδίνεσαι… Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μονάχα προσεύχεσαι στο Θεό, κι αναθεματίζεις ταυτόχρονα την ώρα που αποφάσισες να γίνεις ναυτικός. Εκεί αντιλαμβάνεσαι πόσο μικρός κι ασήμαντος είσαι, σαν παλεύεις με τα κύματα που ορμάνε να σε φάνε σα θεριά…

   Με τέτοιες αντίξοες συνθήκες, μια άλλη φορά, κάναμε σαράντα μέρες να φτάσουμε  από το Γκάλβεστον στη Βομβάη. Είναι, πάντως, ευλογία να ‘χεις καλούς φίλους ναυτικούς. Εκεί μέσα γεννιούνται φιλίες που κρατάνε όλη σου τη ζωή. Στην καρδιά μου τους έχω όλους τους συντρόφους μου κι έχω και τα τηλέφωνά τους, άλλο αν δεν τους παίρνω…

  Θυμάμαι ακόμα, ένα πλοίο απ’ την Άνδρο που κινδύνευε και μας έστειλε σήμα για βοήθεια. Δεν μπορούσαμε όμως να το πλησιάσουμε μες στον κακό χαμό, τεράστια κύματα ορθώνονταν μπροστά μας κι ο φόβος φώλιαζε μέσα μας… Ο καπετάνιος έκανε τ’ αδύνατα δυνατά να φτάσουμε κοντά τους. Τίποτα. Κόπηκε στη μέση κι οι πιο πολλοί του πληρώματος χάθηκαν μες στα κύματα. Άφησαν πίσω τους παιδιά ορφανά, γυναίκες χήρες και μανάδες με βουτηγμένες τις καρδιές στο πένθος. Ο Θεός να συγχωρέσει τις ψυχές τους… Εμείς, παλεύοντας με το χάρο μες στη θαλασσοταραχή, καταφέραμε τελικά να φτάσουμε στο Νόρφολκ για να φορτώσουμε κάρβουνο. Ένα ταξίδι δέκα ημερών το κάναμε σε είκοσι… Το φαντάζεσαι;’’

  Ο Κωνσταντής αναστέναξε βαθιά, σε μια προσπάθεια να ξαλαφρώσει απ’ τη συγκίνηση που τον φόρτισε η τελευταία αυτή τραγική θύμηση. Η καρδιά τού Αντώνη γύρευε να πετάξει απ’ το στήθος του, κάλπαζε σαν φτερωτό άλογο στην καταιγίδα. Η συναρπαστική αφήγηση του γέρου τον είχε σεργιανίσει νοερά σε λιμάνια και ωκεανούς, μέσα από θύελλες και τρικυμίες…

‘’Λες να τα παρατήσω όλα και να φύγω;’’ τον ρώτησε ο εικοσάχρονος σιγανά, σα να μιλούσε στον εαυτό του. Τα λόγια του άχνιζαν μες στην παγωμένη νύχτα.

  Ένα πλατύ χαμόγελο χάραξε στα χείλια του γέρου, καθώς χάζευε τα τελευταία απομεινάρια της βροχής που κεντούσαν το πεζοδρόμιο μπροστά τους.

  ‘’Άκου τι λέει… Και το σκέφτεσαι ακόμα; Να φύγεις βέβαια! Να πας να γνωρίσεις κόσμους αλλιώτικους. Να γεμίσουν τα μάτια σου φως ρε παλικάρι! Να χορτάσεις τη ζωή…’’ τον πρόγκηξε ο Κωνσταντής ευχαριστημένος με το συλλογισμό του.

‘’Εντάξει, μπορεί να είναι κομμάτι δύσκολη η ζωή των ναυτικών που έχουν πίσω οικογένεια. Για μας τους άλλους ήτανε σίγουρα, όλα πιο εύκολα. ‘’Κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και πόνος…’’, όπως λέει και το τραγούδι. Από γυναίκες; Να… κάθε λογής ομορφονιές αγκάλιασα στα νιάτα μου, δεν έχω παράπονο. Οικογένεια δεν έκανα από επιλογή. Είναι βαρίδι στην ψυχή για τον ναυτικό να έχει πίσω γυναίκα και παιδιά. Έστελνα, πάντως, χρήματα στους δικούς μου και πάντρεψα μ’ αυτά δυο αδερφές. Ακόμα και τώρα με παρακαλάνε να πάω κοντά τους στο νησί, αλλά εγώ, έμαθα λεύτερος… μονάχος. Από τότε που δεν κατάφερα να ξαναμπαρκάρω, με φάγανε οι κραιπάλες. Ξενύχτια, μεθύσια, χαρτιά, γυναίκες, καζίνα… Έφαγα και τα τελευταία φράγκα που είχα μαζέψει και ησύχασα. Δε μετάνιωσα, όμως, ποτέ για τίποτα.  Στο τέλος, όλοι ζητάνε ν’ απαγκιάσουνε την ψυχή τους σ’ ένα απάνεμο μέρος. Ρίχνουνε άγκυρα, αλλά δε σταματάνε ποτέ να ταξιδεύουνε. Να, όπως εγώ, ένα πράμα, που κάθε βράδυ ξαναγυρνάω με το μυαλό σ’ όλα εκείνα τα μέρη που με μαγέψανε.

  Γι’ αυτό σου λέω ρε Αντωνάκη, σήκω και φύγε. Για τα νιάτα σου τέτοιες δουλειές είναι λαχείο. Η Ελλάδα ρε μεγάλε, έχει τη μεγαλύτερη ναυτιλία στον κόσμο! Είναι κατά παράδοση ναυτική χώρα. Εκεί να πας… άκου με που σου λέω. Τι κάθεσαι και γυρνοβολάς κάθε μέρα στους δρόμους γυρεύοντας ένα μεροκάματο, λες κι είσαι ζητιάνος; Τούτοι οι καιροί είναι δύσκολοι για όλους. Μας καταρρακώσανε την αξιοπρέπεια και την περηφάνια μας εδώ αγόρι μου. Τη σύνταξη του ΝΑΤ την πετσοκόψανε, δε φτάνει ούτε για τα τσιγάρα μας πια. Αλλά εγώ, είμαι από γερό σκαρί και δε μασάω.  Φύγε, κι εκεί να ‘σαι σίγουρος πως θα βρεις την υγειά σου. Στο υπογράφω εγώ που έφαγα τη ζωή με το κουτάλι. Ανεβαίνεις στο βαπόρι, βγαίνεις στην πρύμνη, ανασαίνεις βαθιά τον αρμυρό αέρα και γεμίζουν τα πνευμόνια σου οξυγόνο. Κι ύστερα πετάς τις στενοχώριες στη θάλασσα και τις ξεφορτώνεσαι στο λεπτό. Η μυρωδιά της και το γλυκό της λίκνισμα θα σε ανταμείψουνε, θα με θυμηθείς, σαν να βρίσκεσαι στην αγκαλιά της μάνας σου, ένα πράμα, και να βυζαίνεις τη ζωή…’’

  Ο Κωνσταντής έγειρε μαλακά στο χαρτοκούτι του, αποκαμωμένος από το βάρος των γλυκών αναμνήσεων, που ξύπνησαν απόψε στην ψυχή του νοσταλγώντας  τα περασμένα. Ο Αντώνης σφράγισε κι αυτός τα μάτια του, κι αφέθηκε να περπατά με το κορίτσι του σε παραλίες μακρινές κι ονειρικές, σαν αυτές που του είχε περιγράψει ο φίλος του. Ένα σιγανό ψιχάλισμα που άφησε πίσω της η μπόρα, τους νανούρισε απαλά καθώς χάιδευε στοργικά τ’ αυτιά τους, κι αποκοιμήθηκαν, ο ένας δίπλα στον άλλον, μ’ ένα αχνό χαμόγελο να στολίζει τα χείλια τους.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη