«Ισίδωρος Ζουργός», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος  

Ισίδωρος Ζουργός / Μικρό βιογραφικό

 

Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Έχει γράψει τα µυθιστορήµατα Φράουστ (1995), Αποσπάσµατα από το βιβλίο του ωκεανού (2000), Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού (2002),  Στη σκιά της πεταλούδας (2005), Η αηδονόπιτα (2008), Ανεµώλια (2011, Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου), Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλµοσίνο (2014, Βραβείο Public 2015), Λίγες και μία νύχτες (2017), Οι ρετσίνες του βασιλιά (2019), Περί της εαυτού ψυχής (2021, Βραβείο Public 2022), Παλιές και νέες χώρες (2023). Έχει τιμηθεί με το βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος του Ιδρύματος «Κώστας και Άρτεμις Κυριαζή» (2023). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

 

Αναλύοντας το Ζουργό – Συγγραφικό ισοζύγιο

 

Από τους πιο ποιοτικούς συγγραφείς ο Ζουργός με εκλεπτυσμένη αφήγηση και επιβλητική γραφή. Είναι σίγουρα ο κύριος εκπρόσωπος του  ιστορικού μυθιστορήματος στη χώρα μας δεδομένης της ιστορικής του εμβρίθειας αλλά και της τρομακτικής έρευνας που διενεργεί για να είναι επαρκής, ακριβής και αλάνθαστος. Κεντράρει συνήθως σε μια εποχή που γνωρίζει καλά και την αναβιώνει μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του άψογα. Στην «Αηδονόπιτα» έξυπνη η επιλογή του να περιγράψει τα γεγονότα του ‘21 μέσα από την ματιά ενός ξένου, Αμερικάνου φιλέλληνα. Στο «Περί της εαυτού ψυχής» σε πρώτο πλάνο το Βυζάντιο, που μοιάζει να έχει ρίξει έτη διαβάσματος και έρευνας. Στα δε «Η σκιά της πεταλούδας» και «Λίγες και μία νύχτες», σχεδόν ένας αιώνας της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας (με έμφαση την υπόδουλη Θεσσαλονίκη), περνάει αριστοτεχνικά μπροστά στα μάτια μας σε βαθμό που να νιώθουμε μετά βεβαιότητας πλέον ότι στα χέρια μας κρατάμε τα κείμενα ενός κορυφαίου λογοτέχνη . Φυσικά ο Ζουργός προσέρχεται πάντα καλά διαβασμένος και συμπαγής  σε όλα του τα έργα με το μεστό αφηγηματικό του ύφος, τη λυρική του διάθεση και την λεπτομερή σκιαγράφηση των χαρακτήρων.

Ο συγκεκριμένος συγγραφέας σπάνια θα σε απογοητεύσει ή θα σε αφήσει ασυγκίνητο.

Ξεκινά πάντα με πολλή όρεξη και φόρα, εξαπολύει από την αρχή όλα τα λογοτεχνικά όπλα που έχει στη φαρέτρα του με βασικότερο τη γλώσσα του, τη γραφή του. Αρχιτέκτονας πραγματικός σε αυτόν τον τομέα, ζωγράφος ωραίων εικόνων και εξαιρετικός διακοσμητής των έργων του αποκτά από τις πρώτες σελίδες αυτοπεποίθηση παίρνοντας συγχρόνως ρίσκα που άλλοι δεν τολμούν. Εφαρμόζει  σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές, εναλλάσσει πρωτοπρόσωπη με τριτοπρόσωπη αφήγηση, «μιξάρει» ιστορία με μεγάλες δόσεις μυθοπλασίας ή το αντίστροφο και τελικά παραδίδει έργα πολυεπίπεδα και μοναδικά.

Ίσως είναι από τους λίγους συγγραφείς που από την πρώτη σελίδα σου βγάζει πως το γουστάρει ρε παιδί μου αυτό που κάνει, δεν το κάνει επιτηδευμένα, για αυτό το λόγο και τα έργα του- αν και αποστασιοποιημένος από social media, φανφαρώδεις παρουσιάσεις και events- διαδίδονται με γρήγορους ρυθμούς από στόμα σε στόμα πράγμα που αποτελεί και το πιο αξιόπιστο κριτήριο για κάθε συγγραφέα. Το γνωρίζει αυτό και στρώνεται περισσότερο στη δουλειά, δουλεύει πιο εξαντλητικά τα κείμενά του, ψάχνει νέες προκλήσεις για να εντυπωσιάσει τους πιστούς του αναγνώστες.

Στις «Ρετσίνες του βασιλιά»  αντλεί έμπνευση από τον Σαίξπηρ και ειδικότερα τον Βασιλιά Ληρ, στα «Ανεμώλια» συνδιαλέγεται με τον Όμηρο, στις «Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο» κάνει βουτιά στην Ευρώπη του 17ου αιώνα  και στο «Περί της εαυτού ψυχής» αναφέρεται στο Βυζάντιο στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α’ Κομνηνού μια περίοδος που για τους περισσότερους «κάνει τζιζ» αφού δεν υπάρχει ικανή προγενέστερη εργογραφία και φιλμογραφία.

Με τέτοια ορμή που μπαίνει σε κάθε βιβλίο είναι λογικό ίσως εκεί λίγο μετά τη μέση να επέρχεται μια φυσιολογική κόπωση η οποία σε κάποια έργα όπως στις «Ρετσίνες του βασιλιά» και στην «Αηδονόπιτα» δεν γιατρεύεται μέχρι το τέλος παρά τις προσπάθειες του να επαναφέρει την αρχική του δυναμική.  Επίσης η  «υπερβολική», ποιητική του γλώσσα σε όλα του τα πονήματα ειδικά σε αυτά που δεν συνάδει λόγω θεματολογίας πιθανώς να ενοχλεί  κάποιες στιγμές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «Ανεμώλια» όπου μια παρέα μεσηλίκων ανδρών μπαίνει σε ιστιοπλοϊκό, δραπετεύει  από την παλιά της ζωή, θυμούμενη παλιές τρέλες. Μέσα στην ανεμελιά μια ανδροπαρέα δεν λέω ότι θα έπρεπε ντε και καλά να μιλά με αργκό, χαλαρά ή με βωμολοχίες. Σίγουρα όχι όμως με φράσεις όπως: «Καλλίπυγος και ουρανόδρομος ήλιος, θούρια αλκή και ευρύπορη θάλασσα..».  Η δε σύνδεση της ιστορίας με τα ομηρικά έπη δεν μοιάζει επιτυχημένη.

Φυσικά τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να μειώσει το μεγάλο του εκτόπισμα, το ταλέντο και την ικανότητά του να μαγεύει με τη γλώσσα, τον λεκτικό του πλούτο και την αφήγησή του αναγνώστες και κριτικούς.

Ο Ζουργός επαγγελματικά είναι λειτουργός, στη γλώσσα που χρησιμοποιεί στα κείμενά του θαυματουργός, στο ύφος δραματουργός και σε όλη του τη συγγραφική διαδρομή μέχρι τώρα ταχυδακτυλουργός αφού πάντα εκπλήσσει με νέα μαγικά κόλπα και τεχνικές.

Αν χαλιναγωγήσει κάπως την μονίμως διεγερμένη ποιητική και λυρική του διάθεση, την πομπώδη γλώσσα και την περιγραφική του δεινότητα τότε σίγουρα καμία κορυφή δεν θα είναι άπιαστη για το συγκεκριμένο λογοτέχνη.

 

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

 

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

 

Το βιβλίο αυτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα του ευρύτερου βορειοελλαδίτικου χώρου μέσα από το χρονικό δύο οικογενειών που απλώνεται σε τρεις ολόκληρες γενιές. Από την Ανατολική Ρωμυλία και την Αδριανούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα και από τα καμένα χωριά των φυλετικών ανταγωνισμών στη Μακεδονία της ίδιας εποχής, έως τη σημερινή Θεσσαλονίκη. Οι πόλεμοι, η προσφυγιά, ο ιδρώτας και τα πάθη τόσων χρόνων έρχονται και στραγγίζουν στη συνάντηση ενός άντρα και μιας γυναίκας κάτω από περίεργες συνθήκες σ’ έναν τριήμερο καύσωνα του Αυγούστου.
Είναι ακόμη ένα μυθιστόρημα-έπος του αγώνα της καθημερινής ζωής, καθώς και μια ελεγεία των «αποτυχημένων», του έρωτα και του χρόνου που περνά. Πιο πολύ όμως είναι το εκτενές μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης. Τα κτίρια, οι δρόμοι, τα στέκια, οι γωνιές της, οι εξοχές της, τα περίχωρα, όλο της το δέρμα με το αποτύπωμα ενός ολόκληρου αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

Η ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ

 

Η περιήγηση ενός Αμερικανού φιλέλληνα στον κόσμο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και η μανική του προσήλωση στον αγώνα των λαών ενάντια στην απολυταρχία δίνουν την αφορμή να ξεδιπλωθούν πέντε χρόνια πολέμου και ονείρων, από τον ξεσηκωμό της Μακεδονίας ως τα βουνά του Ασπροπόταμου, της Ρούμελης κι από κει στο έγκλειστο Μεσολόγγι. Η «Αηδονόπιτα» είναι το μυθιστόρημα μιας μεγάλης περιπέτειας, που στις σελίδες του συναντάμε τον Νικόλαο Παπάφη, τον Κασομούλη, οπλαρχηγούς της Ρούμελης και του Ολύμπου, τον Μπάιρον, ακόμα και τον Ανώνυμο, τον συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας». Είναι ένα βιβλίο στραμμένο στον αγώνα του ανθρώπου για ελευθερία και αυτοδιάθεση, μα πιο πολύ στο ζεστό κουκούλι του έρωτα, που είναι ο δρόμος και ο βατήρας της άλλης ελευθερίας, της υπαρκτικής. Όλα αυτά συμβαίνουν στις ατραπούς μεγάλων ταξιδιών, καθώς η ανθρώπινη μοίρα, δεμένη πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι, χαρτογραφεί με το βλέμμα της τα έσχατα του ωκεανού. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 

 

ΑΝΕΜΩΛΙΑ

 

Τα Ανεμώλια είναι ένα βιβλίο για την αντρική φιλία και τη φυγή. Μια παρέα φίλων από παιδιά δραπετεύει μ’ ένα ιστιοπλοϊκό στην αρχή του καλοκαιριού, αφήνοντας πίσω για πάντα όλη την προηγούμενη ζωή τους. Μέσα από τις περιπέτειες του ταξιδιού, το πικρό χιούμορ, τα απρόοπτα και την παλινδρομική μνήμη του αφηγητή αναδύεται ο πρόσφατος νεοελληνικός μηδενισμός και η δίνη της χώρας τα τελευταία τριάντα χρόνια. «Ανεμώλια» στη γλώσσα του Ομήρου είναι τα λόγια του ανέμου, τα μάταια, τα ανώφελα. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, που το διατρέχει μια συνεχής συνομιλία με τον ομηρικό κόσμο, ανεμώλια είναι η διαφυγή από τον κόσμο της αρσενικής απελπισίας, η απόδραση από την ασφυκτική καθημερινότητα αλλά και η δίψα για την αναζήτηση της νεότητας κι εκείνης της ομορφιάς που καταλύει τον χρόνο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

ΟΙ ΡΕΤΣΙΝΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

 

Κάποιο απόγευμα του φθινοπώρου, ένας ηλικιωμένος άντρας κάνει την εμφάνισή του στο χωριό. Μερικοί τον αναγνωρίζουν και ισχυρίζονται πως τον είχαν δει τον προηγούμενο χειμώνα να επιθεωρεί τις εργασίες στον πύργο, αυτόν που στέκεται στο τέρμα της μεγάλης ανηφόρας.

Οι “Ρετσίνες του βασιλιά” είναι ένα μυθιστόρημα νόμισμα. Στη μια του όψη ένας αναμαλλιασμένος γέροντας που κάποτε ήταν βασιλιάς. Στην άλλη ένας κοιλαράς που μοιάζει να είναι ο Γαργαντούας ή ένας γεωργός που χαμογελάει βαστώντας στο χέρι ένα κρασοπότηρο.  Ο αφηγητής στρίβει το νόμισμα στον αέρα, κι αυτό, καθώς περιστρέφεται, φανερώνει μέσα από γράμματα και μυστικά οικογενειακές ιστορίες και εικόνες μιας χώρας αμήχανης, βουτηγμένης στην ανεργία και στη νέα μετανάστευση.
Στη διάρκεια ενός χρόνου -όσο κρατάει το μυθιστόρημα-, πίσω απ’ τις κουρτίνες της κάθε μέρας ελλοχεύει ο σαιξπηρικός κόσμος ως αδιάγνωστη ασθένεια: πύργοι, βασιλιάδες, κόρες, γελωτοποιοί, εξουσία, προδοσία, αίμα… Όλα αυτά ώσπου το νόμισμα να πέσει στη γη, εκεί στη χθόνια σαγήνη της γονιμότητας και του τάφου. Εκεί στο χώμα-χωριό ο γερο-Έξαρχος, ο επισκέπτης του φθινοπώρου, καθώς τον αποδομεί ο χρόνος, παίζει το τελευταίο του χαρτί. Στο καφενείο, ?προς στα μεθυσμένα γέλια, εκλιπαρεί για την τελευταία ευκαιρία που θα του χαρίσει την ανακαίνιση του κόσμου μέσα από τη θαλπωρή του κρασιού, της σάρκας και της αγάπης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ

  

Ο άνθρωπος εκτός από τις βιολογικές ανάγκες που τον διέπουν είναι ταυτόχρονα ένα ον που παθιάζεται να ακούει και να διηγείται ιστορίες. Η εξιστόρηση μιας ολόκληρης ζωής ταριχεύει τη μνήμη και ταυτόχρονα ταξιδεύει νοερά αυτούς που την ακούνε. Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ οι εποχές μεταμορφώνονται και η ζωή αλλάζει ολοένα και πιο γρήγορα, αυτό το φαινόμενο των αφηγητών και των ακροατών τους παραμένει αναλλοίωτο. Όλη η ιστορία του ανθρώπου νομίζω πως ξεκίνησε γύρω από μια φωτιά, όταν ένας χαρισματικός αφηγητής άρχισε να διηγείται πράξεις θεών και ανθρώπων. Αυτή η ίδια λειτουργία συνεχίζεται και σήμερα μπροστά σε μια φωτισμένη οθόνη.

 

Πλήρης ικανοποίηση σημαίνει θάνατος του συγγραφέα. Το στοίχημα είναι πάντα ενεργό, είναι πάντα μπροστά μας. Οι λέξεις εξακολουθούν να μας αντιστέκονται, οι ιδέες να γεννούν πάντα καινούριες ιδέες, ενώ κάποιο καινούριο βιβλίο άλλου συγγραφέα μπορεί να μας πυροδοτήσει μια δημιουργική ζήλια, ώστε να πάμε κάπου αλλού, να ανεβούμε ακόμη ένα σκαλοπάτι. Αλίμονο εάν δεν ήταν έτσι.

 

Στράφηκα στη γραφή για μια ευρύχωρη θέαση του κόσμου, δηλαδή σαν να μου δώσανε το κοστούμι 3 νούμερα μικρότερο και να μου είπαν “ζήσε με αυτό” κι εγώ δεν αισθανόμουν άνετα, ήθελα κάτι άλλο, ήθελα μια ευρυχωρία ύπαρξης. Η γραφή μού έδωσε αυτή την αίσθηση της άλλης ελευθερίας, αυτή την αίσθηση της ευρυχωρίας και του ανοιχτού ορίζοντα.

 

Δεν ακούγεται εγωιστικό, είναι μια αλήθεια αυτή, ότι γράφουμε για τον εαυτό μας και την εσωτερική μας ανάγκη, για αυτά τα οποία μας πληγώνουν, μας χαροποιούν, αυτά τα οποία φοβόμαστε, αυτά που θέλουμε να ξορκίσουμε. Ο αναγνώστης είναι κάτι που σε πρώτο επίπεδο δε μας ενδιαφέρει ως προτεραιότητα, μας ενδιαφέρει ως συνύπαρξη ή μας ενδιαφέρει να ανταποκριθεί σε αυτό το τραπέζι, που μαγειρεύουμε και στρώνουμε.

 


[Πηγή φωτογραφίας: ΘΑΡΡΟΣnews]


 

[Τόλης Αναγνωστόπουλος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη