Μια Τρίτη από κείνες που ντύνονται γυναίκες και χτυπάνε επιδέξια τα τακούνια τους στην άσφαλτο, λικνίζοντας γοφούς και καρότσι συντονισμένα στο δρόμο για τη λαϊκή, μ’ έπιασε απ’ τ’ αφτί και με κάθισε σ’ ένα σκαμνί πιο κάτω από την ίδια κι εγώ έμοιαζα με παιδί από πίνακα του Λύτρα κι απ’ το λαγούμι που άνοιξε ένα κουμπί που έμοιαζε δραπέτης τής ρόμπας της, είδα τη δαντέλα απ’ το μαύρο της κομπιναιζόν στο ύψος τής κοιλιάς όπως εκείνη έσκυψε και σφύριξε στ’ αφτί μου με αυτή τη νοικιασμένη αυταρέσκεια από τα χαριεντίσματα με τους σερνικούς μανάβηδες της λαϊκής: σκέφτηκες ποτές σου βλογιοκομμένο γιατί απ’ όλες τις μέρες μια τους ορίστηκε να μην έχει φύλο;
Και σκιάχτηκα και ντράπηκα σα μαθητής όχι αδιάβαστος μα άσκεφτος κι απάντηση πριν δώσω, εκείνη συνέχισε μ’ αυτή τη σιγουριά την ποτισμένη από την ικανοποιηθείσα αυταρέσκεια που σας έλεγα, που κακή δεν είναι, η αυταρέσκεια, μα χρήσιμη μια και διαπερνώνται οι γυναίκες από αυτό το συναίσθημα πως κάποιου την προσοχή έχουν και που τη θαύμαζα, τη σιγουριά, κι ας με φόβιζε σα τιμωρία επικρεμάμενη, θυμάσαι μια φορά, είπε, που έγραφες…
«κι οι μήνες;
αρσενικά όλοι τους κι ελπίδα πώς να γεννήσουν;»
για τούτο είναι που η μέρα Σάββατο, ουδέτερη ορίστηκε, για να μένουμε έξι κι όλες θηλυκά οι άλλες, τους μήνες να μοιραζόμαστε από δυο, να ζευγαρώνουμε κι ελπίδες να γεννάμε… είπε κι ευθύς από το λαγούμι π’ άφηνε το κουμπί δραπέτης, η όμορφη δαντέλλα της γέμισε χρώματα και μικρές πεταλούδες πάνω σ’ άσπρα γιασεμιά… γιατί έτσι πρέπει να ‘ναι αυτές οι γέννες… μικρές και άμεσες.
Εγώ, ψιθύρισε, τον έναν τον διάλεξα να ‘ναι ο Ιούνης κι έγειρε το κεφάλι της σα φεγγάρι στους έρωτές του, μ’ ένα μειδίαμα μπογιατισμένο στα χείλη της. Μια υποψία αρώματος ξέφυγε απ’ το λαιμό της κι η κάφτρα του τσιγάρου φώτισε τα βερνικωμένα νύχια της ._
Αφήστε το σχόλιο σας