«Θεοί / Άδης», ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Καστραντά

Μέσα στο στράτευμα κυκλοφορεί πολύ φάρμακο. Δεν είναι για όλους. Εμείς οι μικροί τη βγάζουμε με κρασί. Οι «θεοί» είναι για τους μεγάλους. Πριν λίγες μέρες μου έτυχε λίγος Άδης. Είχα υπηρεσία στη σκηνή του Νέστορα. Αυτός ο κωλόγερος όλο με Άδη φτιάχνεται. Τον άκουσα να κλαίει, να γελάει, να μιλάει, να ψιθυρίζει. Μίλαγε με τον «θεό» του. Τα μάτια του βλέπανε σε άλλους κόσμους. Μπήκα μέσα και μάζεψα λίγο Άδη που του είχε πέσει δίπλα στην εστία. Το έκρυψα στο κράνος μου και περίμενα να τελειώσει η υπηρεσία μου. Όταν με άλλαξαν, πήγα στο λόχο μου και πριν με δει ο λοχαγός πήρα λίγα ξύλα και έφυγα τρέχοντας για τη νεκρή ζώνη, να δοκιμάσω τον «θεό».

Ανάβω φωτιά, μικρή, δεν θέλω να με δει καμιά περίπολος. Μόλις οι φλόγες αρχίζουν να σηκώνονται ρίχνω το φάρμακο. Εισπνέω με δύναμη τον πηχτό μπλε καπνό. Ένας ψηλός νεαρός με πλησιάζει. Τα μάτια του είναι κόκκινα και το δέρμα του κατάλευκο, σχεδόν διάφανο. Είναι όμορφος σαν, σαν… δεν ξέρω. Αισθάνομαι ότι πρώτη φορά βλέπω την ομορφιά. Έχω ανατριχιάσει. Πριν προλάβω να μιλήσω με αρπάζει απ’ τον λαιμό. «Σκουλήκι» λέει «πού με βρήκες;» Δεν έχω φωνή. Πέφτουμε. Εγώ πέφτω, αυτός είναι όρθιος και με κρατάει σφιχτά. Εγώ πέφτω. Βλέπω μια γκρίζα νεκρή πεδιάδα που τη διασχίζει ένα ποτάμι πλατύ όσο τρία πλοία. Είναι ίσιο, τόσο ίσιο που σε ξαφνιάζει, και δεν ρέει. Μορφές γύρω του λικνίζονται σαν καπνός που τον φυσάει αεράκι. Το χέρι του Άδη είναι στον λαιμό μου, το νοιώθω, αλλά δεν τον βλέπω. Πλησιάζω τις κυματιστές μορφές. Δεν μου δίνουν σημασία. Προσπαθούν να βουτήξουν στα μαύρα νερά. Πλησιάζουν, πλησιάζουν, σταματάνε. Εγώ παίρνω φόρα και βουτάω με το κεφάλι. Το νερό είναι βαρύ και γλυκό. Τα μέλη μου χαλαρώνουν. Το νερό μου γεμίζει το στόμα και πίνω. Κι άλλο, κι  άλλο, κι άλλο, θέλω κι άλλο. Δεν έχω ξανανιώσει έτσι. Διαλύομαι, συμπυκνώνομαι. Μαύρα, μαύρα σκοτάδια, λήθη. Δεν είμαι τίποτα. Είμαι τα πάντα. ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ.

Ανοίγω τα μάτια. Στο στόμα έχω γεύση αίματος. Δικό μου; Δικό μου. Τρέχει απ’ το κεφάλι μου. Λιποθυμάω. Συνέρχομαι. Κάποιος με κρατάει απ’ τα πόδια και με βουτάει σε έναν παραπόταμο του Σκάμανδρου. Μόλις βλέπει ότι συνήλθα με πετάει σαν γατί (είμαι βαρύς άντρας αν και μικροκαμωμένος). Τον κοιτάω, είναι ο Οδυσσέας. Ενώ μου μιλάει, κάτι λέει και σε κάποιον αόρατο δίπλα του. Έχει ρουφήξει «θεό». Αθηνά, σίγουρα. Έτσι εξηγείται η δύναμη του. Λένε ότι στο καράβι του έχει πέντε ολόκληρα πιθάρια Αθηνά. «Ποιόν ρούφηξες οπλίτη;» μου φωνάζει. «Κανέναν βασιλιά μου» απαντάω. Μπουνιά στα δόντια. Του την έσκασα όμως γιατί δεν έχω δόντια. Μια πέτρα μου τα έχει σπάσει από την απόβαση. Με ρίχνει όμως πίσω 15 πόδια. Πριν καλά καλά προσγειωθώ είναι δίπλα μου. Έχει ρουφήξει και  Ερμή, σκέφτομαι. Ξαφνικά τα μάτια του γυρίζουν. Λαχανιάζει. Οι «θεοί» τον αφήνουν. Είμαι τυχερός, αν φερθώ έξυπνα θα την γλιτώσω. Με κοιτάει σαν να με βλέπει πρώτη φορά. «Τι δουλειά έχεις τόσο μακριά από τον λόχο σου οπλίτη;» «Κάτι με πείραξε στο φαγητό βασιλιά μου.» Με αφήνει και φεύγει τρεκλίζοντας. Μετά τους «θεούς» έρχεται αδιαθεσία. Πρέπει να ξαπλώσεις, να ηρεμήσεις, να κλάψεις. Φτηνά τη γλίτωσα. Αν ήταν και ο Διομήδης μαζί του θα με είχαν κόψει στα δύο.

Όμως τώρα θέλω κι άλλο. Θέλω Αθηνά, θέλω Ερμή, θέλω Αφροδίτη, πολύ Αφροδίτη. Πρέπει να θέλεις κι άλλο. Οι μεγάλοι το θέλουν συνέχεια. Οι ιέρειες το πουλάνε. Οι κωλόγριες στους Δελφούς το πουλάνε. Οι πουτάνες στην Ελευσίνα το πουλάνε. Μυστήρια δήθεν. Άμα έχεις παίρνεις. Όπως είπα και πριν για εμάς δεν έχει. Εμείς είμαστε προσωρινώς ζωντανοί, τίποτα άλλο. Ο Αχιλλέας λένε έχει Δία. Θα ‘θελα λίγο Δία. Λίγο…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη