«Η Φιλία», ένα διήγημα της Αθηνάς Μαραβέγια

Η Μαργαρίτα μαζεύει τα πράγματά της. Ήρθε η ώρα να γυρίσει στο πατρικό της, ολομόναχη, με τις αναμνήσεις της παρέα. Κοντεύει την όγδοη δεκαετία της ύπαρξής της και αποφάσισε να πάει στα “πάτρια εδάφη”, για ν’ αποχαιρετήσει τα πάντα από κει, όποτε και όταν έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα.

“Πολύ σαβούρα μάζεψα όλα τούτα τα χρόνια”, μονολογεί, όταν βλέπει έναν φάκελο. “Τι είναι τούτα πάλι; Άλλα έγγραφα; Δεν είμαστε καλά…”

Βρίσκει διάφορα χαρτιά και χαρτάκια, από κείνα που συνήθιζε να γράφει και να τα “εκθέτει”, εκθέτοντας και τον εαυτό της. Τα διαβάζει ένα προς ένα. Άλλα μικρά και άλλα μεγαλούτσικα.

“Πλάκα έχουν, μα την αλήθεια… Ή το πιο σωστό: πλάκα είχα… Μα τούτο ‘δω, το καλοδιπλωμένο, τι είναι;”

Και αρχίζει να διαβάζει…

«Αγαπημένη μου,

Εσύ ξέρεις πως πρόκειται για σένα…!

Σε γνώρισα μέσα από τα κείμενά σου, που τόσο απλόχερα χαρίζουν αυτό το χαμόγελο, πολλές φορές και γέλιο, σαν ένας λαμπερός ήλιος μέσα στο καταχείμωνο.

Με κέρδισες και με σκλάβωσες, όταν έλαβα μήνυμά σου· είχες ανησυχήσει, εσύ που δεν με ήξερες εκτός από τα κείμενά μου, γιατί είχα «εξαφανιστεί» από το προσκήνιο για ένα διάστημα. Σαν νερό στον διψασμένο στη Σαχάρα ήταν αυτό σου το ενδιαφέρον. Άνθρωποι που με γνώριζαν, που γνωριζόμαστε χρόνια πολλά, δεν με αναζήτησαν, δεν ανησύχησαν, δεν νοιάστηκαν, εκτός από σένα.

Από κείνη τη μέρα ένοιωσα ένα δέσιμο μαζί σου, που με τον καιρό, κουβεντιάζοντας κι από το τηλέφωνο -δεν έχουμε ιδωθεί ακόμα, δεν έχουμε ανταλλάξει μια χειραψία, δεν έχουν διασταυρωθεί τα βλέμματά μας- άρχισε αυτό το δέσιμο να γίνεται σφιχτό και σημαντικό.

Το αστείο της φιλίας μας είναι πως εσύ βλέπεις πράγματα σε μένα, που εγώ τα έχω ξεχάσει, τα έχω κρύψει στο μπαούλο, τα έχω καταχωνιάσει στο βάθος της αυλής μου -δεν έχω πια αυλή, μόνο κάτι λίγες γλαστρούλες- κι εγώ δεν ξέρω πού πήγαν και κρύφτηκαν τα άτιμα, και κάποια που δεν έχω.

Είναι αυτό που κάνω κατά καιρούς: συμμαζεύω (υποτίθεται), τακτοποιώ τα πράγματά μου και μετά ξεχνάω που τα έχω τρουπώσει!!! Νοικοκυρά ολκής και δε θέλω σχόλια!!!…

Άρχισες να αγαπάς αυτά που γράφω, να τα υποστηρίζεις, μα περισσότερο δείχνεις ν’ αγαπάς τις κουβέντες μας, απ’ όπου, όπως λες, εκμαιεύεις χιούμορ. Κοίτα να δεις που έχω κι απ’ αυτό… Ναι, ναι, καλά. Το είχα, αλλά είναι αυτό που σου είπα: τακτοποιήθηκε κι αυτό και τελικά το έχασα!

Ξέρω, τα περισσότερα κείμενά μου -κι ας έχω όλη τη διάθεση να βγάζουν, έστω, ένα χαμόγελο- βγάζουν πόνο και δάκρυ. Πολύ δάκρυ, όμως…

Και πάλι εσύ με έκανες να νοιώσω όμορφα. Εσύ με τον τρόπο σου με ανάγκασες να ψάξω στα μπαούλα -έχω και πολλά η χορεύτρια- και να σκαλίσω, μήπως και βρω τις «χαμένες» μου αξίες ή τα «χαμένα» μου προτερήματα!

Βλέπεις, μεγάλωσα. Άσπρισαν τα μαλλιά, οι ρυτίδες πολλαπλασιάζονται σαν τα μυρμήγκια  και καθημερινά, όποτε αποφασίσω να κοιταχτώ στον καθρέφτη, με καλημερίζει και μία καινούρια. Άρχισα, καταπώς φαίνεται, να βαραίνω και να σοβαρεύομαι. Έπαψα ν’ ασχολούμαι με τις χαρές της ζωής, όπως ένα πανέμορφο τοπίο ή μια εξίσου πανέμορφη τούρτα με σοκολάτα και φράουλες. Έπαψα να ασχολούμαι με τις χαρές της ύπαρξής μας και καταπιάνομαι με τις ασχήμιες που μαυρίζουν και καταχειμωνιάζουν τις μέρες μου κι ας είναι κατακαλόκαιρο. Και όχι μόνο… Κι εκεί αρχίζουν οι λέξεις μου ν’ απλώνονται στο χαρτί και όποιος τις διαβάζει ή θυμώνει είτε πλαντάζει στο κλάμα. Ευτυχώς, δηλαδή, που υπάρχουν κι εκείνοι που αρνούνται να με διαβάσουν, γιατί τους ψυχοπλακώνω ή κι εκείνοι που δεν δέχονται τις δικές μου αλήθειες και με κρίνουν αρνητικά.

Να σου πω, όμως, κάτι, φιλενάδα; Καλοδεχούμενα και τα θετικά και τα αρνητικά σχόλια, γιατί έτσι γίνεται κανείς καλύτερος. Νομίζω;

Αλήθεια, πόσες φορές με έχεις αποκαλέσει «Μπουμπουλίνα μου, εσύ…» σε κάποια κείμενά μου ή και θέσεις μου, πάνω σε συζητήσεις μας, που καυτηριάζουν την πραγματικότητά μας;

Ας γυρίσουμε πάλι σ’ εμάς. Σε σένα και σε μένα. Σ’ αυτήν την πανέμορφη φιλία μας που αρχίζει και δένει σαν το ωραιότερο γλυκό της γιαγιάς μας. Είμαστε και οι δύο ασπρομάλλες «γιαγιούλες», εσύ αληθινή γιαγιά και με περγαμηνές -και για τις οποίες, δεν νομίζω να χαιρόμουν περισσότερο αν ήταν δικές μου- κι εγώ, απλά, γράφω, μια και αυτό με βοηθάει να εκφράζομαι και γιατί όχι, να εκτονώνομαι.

Περιμένω την ημέρα που θα συναντηθούμε και θαρρώ πως δεν θα χορταίνει η μία να βλέπει την άλλη, να αγγίζει η μία την άλλη. Πιστεύω πως εκείνη τη μέρα θα πούμε τις λιγότερες λέξεις.

Αυτό που με έχει συγκλονίσει και μ’ έχει συνεπάρει σε τούτη τη σχέση, στην φιλία μας, είναι πως ξέρεις πράγματα που δύσκολα θα τα εκμυστηρευόμουν σε άλλους. Χαίρεσαι με τη χαρά μου, πονάς με τον πόνο μου, όπως κι εγώ άλλωστε.

Εκείνο που μ’ ενθουσιάζει και ξεκαρδίζομαι στα γέλια, είναι όταν σου θυμώνω –υποτίθεται- κι εσύ δεν ξέρεις πώς να το μαζέψεις, τι να πεις, πώς να το πεις για να μη με στενοχωρήσεις… Είσαι τόσο απολαυστική, μα την αλήθεια!!!

Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο, παρόλο που ο χρόνος γνωριμίας μας υπολογίζεται σε κάποιους μήνες. Κι όμως, θαρρείς πως τρέχουμε -που λέει ο λόγος, γιατί οι αρθρώσεις μας όχι μόνο δεν μας το επιτρέπουν, αλλά δε θα χαιρόντουσαν και ιδιαίτερα…- να καλύψουμε τα χρόνια που πέρασαν και να προλάβουμε αυτά που έρχονται και τα οποία, φυσιολογικά, δεν είναι και πολλά, εκτός αν καταφέρουμε να γίνουμε αιωνόβιες, να μηδενίσουμε και ν’ αρχίσουμε από την αρχή!

Νοιώθω σαν να θέλουμε να γίνουμε, εάν όχι παιδούλες, τουλάχιστον κοπέλες, άντε και σαραντάρες, για να εδραιώσουμε τούτη τη φιλία. Μια φιλία και αμοιβαία αγάπη που ήρθε από το πουθενά, ένα νοιάξιμο η μία για την άλλη, σαν να ήμαστε από τα μικράτα μας, έστω, γνωστές και ξαναβρεθήκαμε τώρα.

Παιχνίδια που παίζει η ζωή, αλήθεια! Και ξέρεις κάτι; Νοιώθω πολύ τυχερή κι ευλογημένη, που έστω και τώρα, στα εβδομήντα έλα μου, γνώρισα έναν τέτοιον άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που με ένα απλό «Είσαι καλά; Γιατί χάθηκες; Ανησυχώ», κέρδισε ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μου! (Κάποτε ήταν σαν αγκινάρα. Τώρα συρρικνώθηκε κι αυτή…)

Αγαπημένη μου, σ’ ευχαριστώ που «εισέβαλες» στη ζωή μου, σ’ ευχαριστώ που «θρονιάστηκες» στην καρδιά μου, σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις!!!…

Αλήθεια, σου είπα σήμερα πόσο σ’ αγαπάω;;;»

Τα μάτια της έχουν θολώσει, ενώ ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίζει το πρόσωπό της. Το διπλώνει και πάλι με ευλάβεια…

“Καλή σου ώρα, εκεί που βρίσκεσαι… Είναι, ίσως, το μοναδικό κείμενο που δεν θέλησα να εκθέσω. Το ήθελα μονάχα για τον εαυτό μου… Καλή μου, φιλενάδα…”

                                                                                *

“Τι έγινε, μάνα; Πότε προβλέπεις να τελειώνεις με τα κεντήματά σου;”

“Αχ παιδάκι μου, άλλες γιαγιάδες κεντάνε και πλέκουνε κι εγώ δεν παρατάω το μολύβι και το χαρτί από το χέρι. Μπορεί να μην γράφω πια όπως πρώτα, μα αν δεν γράψω δυο λέξεις έστω, θαρρώ πως δεν έχω πιει νερό…”

“Και είσαι σίγουρη πως θέλεις να πας στο χωριό; Αν πάθεις κάτι, ποιος θα σε κοιτάξει;”

“Μην νοιάζεσαι, παιδί μου. Κι εδώ να πάθω κάτι, πάλι μόνη μου θα είμαι. Και να σου πω την μαύρη μου αλήθεια; Εδώ, τώρα πια, νοιώθω περισσότερο μόνη… Έλα, δώσε μου ένα χεράκι να τα βάλουμε στην κούτα που γράφει «Αναμνήσεις». Εκεί έχω όλα μου τα γραπτά και τα βιβλία μου. Έλα, να έχεις την ευχή μου…”

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη