«Η ριζικάρισσα», ένα διήγημα του Οδυσσέα Νασιόπουλου

-Δεν ξέρω τι θα κάνεις φέτος του Αΐ- Γιαννιού, σε θέλω μαζί μου στο έθιμο του Κλήδονα, είπε η κυρία Ευθαλία στην κόρη της.

-Μα βρε μαμά! Αφού στο είπα χίλιες φορές, δεν μ’ αρέσει να συμμετέχω σε τέτοια αναχρονιστικά πράγματα, δεν θέλω, άσε με.

-Δεν ακούω τίποτα. Κάθε χρόνο τις ίδιες δικαιολογίες μου λες. Και δεν μπορώ και θα πάω διακοπές με τα κορίτσια και ‘γω δεν ξέρω τι άλλο θα σκαρφιστείς. Μέχρι εδώ,  μου το υποσχέθηκες πέρυσι, το θυμάμαι καλά, μη δυσανασχετείς καθόλου. Σε λίγη ώρα έχουμε συνάντηση στο Σύλλογο, θα ‘ρθεις μαζί μου.

-Ναι, στο υποσχέθηκα. Άντε πάμε, να δω, τι θα καταλάβεις, είπε στο τέλος εκείνη.

-Θα περάσουμε πολύ ωραία, θα δεις. Θα είναι κάτι διαφορετικό για σένα.

-Καλά, καλά! Θα δούμε…

Ο Λαογραφικός Πολιτιστικός Σύλλογος Νέας Κρήνης «Αγία Παρασκευή» αριθμούσε πάνω κάτω 120 μέλη, στην πλειοψηφία τους γυναίκες του χωριού. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή ανά την Ελλάδα, απ’ την Θράκη μέχρι την Κρήτη, έτσι κι εκείνη αναβιώνανε το παμπάλαιο έθιμο του Κλήδονα, όπως ακριβώς το πήραν απ’ τους προγόνους.

Η πιο «φανατική» οπαδός του εθίμου θα λέγαμε πως ήταν η κ. Ευθαλία, η οποία τύγχανε και  ισόβια Πρόεδρος, μιας και κανείς δεν ήθελε ν’ αναλάβει την τύχη του Συλλόγου. Εξαιτίας αυτού, της κολλήσανε και το παρατσούκλι κ. Κλήδονα· πράγμα που δεν την ενοχλούσε διόλου, αντιθέτως χαμογελούσε. Γι’ αυτό ήθελε, διακαώς να μυήσει και την κόρη της σ’  αυτόν, να έχει κάποια συνέχεια. Και φέτος, πίστευε, ήταν η ευκαιρία της.

Στη συγκέντρωση είχανε μαζευτεί καμιά δεκαπενταριά γυναίκες, κυρίως μέλη του Συλλόγου, μεσήλικες οι περισσότερες, μαζί με πέντε νεαρά κορίτσια, ενώ την ομήγυρη συμπληρώνανε τρεις, τέσσερεις άνδρες, σύζυγοι των γυναικών και της Προέδρου, σχεδόν ουδέτεροι, έτοιμοι στις προσταγές τους, μαζί μ’ ένα νεαρό που ακολούθησε τη γιαγιά του.

-Λοιπόν, κατ’ αρχάς σας ευχαριστώ που ήρθατε όλοι εδώ σήμερα και επίσης ας καλωσορίσουμε τα νεαρά μας μέλη που μας τίμησαν, είπε η Πρόεδρος εννοώντας και δείχνοντας σαφώς την κόρη της, που η παρουσία της έκανε πολλούς ν’ απορήσουν, αλλά και να καταλάβουν. Και συνέχισε:

-Όπως οι περισσότεροι γνωρίζετε, όπως κάθε χρόνο, πρέπει να καθορίσουμε και να ορίσουμε το τι θα κάνει ο καθείς σχετικά με το έθιμο, του οποίου απαραίτητο στοιχείο ή εργαλείο είναι ο κλήδονας, δηλαδή το καζάνι όπου θα μπει το αμίλητο νερό. Το οποίο «αμίλητο νερό» θα φέρει η «υδροφόρος», μια νεαρή κοπέλα όπου ζούνε και οι δύο γονείς της, απ’ τη βρύση του χωριού μας και την οποία πρέπει να επιλέξουμε. Το μεν πρώτο το διαθέτουμε και βρίσκεται εκεί στη γωνία, είπε και  έδειξε με το χέρι της. Για τη δε κοπέλα, επειδή βλέπω, πέντε, έξι νεαρά κορίτσια, ανάμεσά μας, θα κάνουμε κλήρωση. Συμφωνούμε, όλοι μ’ αυτό, έτσι; Είπε κι όλοι σχεδόν απάντησαν καταφατικά.

Μέτα πήρε μια γυάλα που είχε πάνω στο τραπέζι, έγραψε τα ονόματα των κοριτσιών στα χαρτάκια και τα έβαλε μέσα. Αφού τ’ ανακάτεψε μια-δυο φορές έβγαλε ένα, το άνοιξε και διάβασε το γράμμα «Β», που σημαίνει «Βασιλική» και ευθύς άστραψε το βλέμμα της, δίχως να μπορεί να κρύψει τη χαρά της. Απ’ την άλλη δυσφορούσε η κόρη της. Κι ένα «Ε! Όχι, να πάρει η ευχή», φώναξε από μέσα της, ενώ οι γύρω κρυφογελούσαν μεταξύ τους.

-Οπότε, έχουμε και την κοπέλα μας. Πάμε παρακάτω. Μεθαύριο λοιπόν, παραμονές του Αΐ-Γιαννιού, τ’ ανύπαντρα κορίτσια μας, θα μαζευτούν στο σπίτι μου. Και η νικήτρια της κληρωτίδας μας, θα πάει στη βρύση του χωριού μας, να φέρει «τ’ αμίλητο νερό ή βουβό ή αρπαχτικό ή νερόν άκριτον», το όποιο θα το φυλάξουμε στο πήλινο δοχείο, την  υδροφόρο μας όπου θα τελεστεί ο κλήδονας. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε στην πορεία. Ξεκινάμε λοιπόν! Είπε η Πρόεδρος και διέλυσε τη συγκέντρωση. Καθώς γυρνούσαν, εκείνη γεμάτη ευθυμία κι η κόρη της με δυσκολία βαστούσε το θυμό της.

-Είχες, δεν είχες, τα κατάφερες να με μπλέξεις στις ιστορίες σου! Είπε στη μάνα της. –Εγώ; Απάντησε εκείνη. Η Θεά τύχη! της είπε.

Παραμονές του Αΐ-Γιαννιού απόγευμα, η Βασιλική βαστούσε το δοχείο του κλήδονα και πήγαινε από τρείς διαφορετικές βρύσες να φέρει τ’ αμίλητο νερό. Στο γυρισμό συνάντησε μια παρέα αγοριών, αναγνώρισε μεταξύ τους το παιδί που της έκανε τα γλυκά μάτια στη συγκέντρωση. «Σίγουρα μιλημένα είναι» είπε από μέσα της.

Της είπανε διάφορα, την πειράξανε, μα εκείνη βράχος, «αφού έμπλεξα σ’ αυτό, θα το φέρω εις πέρας μέχρι τέλους» σκεφθηκε και τους προσπέρασε.

Γύρισε σπίτι με το νερό άθικτο, όπου την περίμεναν τα υπόλοιπα κορίτσια. Στο σπίτι η Βασιλική ρίχνει το νερό στο πήλινο δοχείο με το στενό λαιμό για να μη φαίνεται.

-Λοιπόν κορίτσια, ας ρίξουμε όλες στο νερό τα μικροαντικείμενά μας, τα ριζικάρια ή σημάδια ή κληδονικά ή όπως αλλιώς τα λένε τέλος πάντων. Κάνω την αρχή με αυτό το δαχτυλίδι, είπε και το έριξε μέσα.

-Εγώ ρίχνω αυτό το σκουλαρίκι!

-Εγώ την καρφίτσα μου!

-Εγώ το κλειδί!

Έτσι είπανε και έριξε η κάθε μια το δικό της κληδωνικό, ενώ η ριζικάρισσα η κυρία Ευθαλία, η μάνα της Βασιλικής, απήγγελε: «Κλειδώνουμε τον κλήδονα/ με τ’ Αΐ-Γιαννιού τη χάρη/ κι όποια ‘χει καλοριζικό/ να δώσει να το πάρει».

Στη συνέχεια σκεπάσαν τον Κλήδονα μ’ ένα κόκκινο ύφασμα, το οποίο δέσαν σφιχτά με κορδόνι, τον στεφάνωσαν με φύλλα δάφνης, μυρτιάς, λυγαριάς και λουλούδια και τον τοποθέτησαν όλες μαζί στην αυλή του σπιτιού, κάτω από μια τριανταφυλλιά όλη την νύχτα, κάτω απ’ τ’ αστέρια για «ν’ αστρονομιστεί ή ν’ αστριστεί και να λάβει μαντική και τελεστική δύναμη», όπως έλεγε η κ. Ευθαλία. Στο κατόπιν τον φύλαγαν με βάρδιες οι κοπέλες, η μία έφευγε, η άλλη ερχόταν. Την τελευταία, βέβαια, την είχε η Βασιλική.

Ανήμερα τ’ Αΐ-Γιαννιού χαράματα.

-Ξύπνα Βασιλική! φώναζε η μητέρα της. Ξύπνα και θ’ ανατείλει ο ήλιος.

-Άσε μας ρε μάνα! αποκρίθηκε η Βασιλική και γύρισε πλευρό.

-Ξύπνα σου λέω, ο κλήδονας σε περιμένει.

-Άστον να περιμένει. Ποιος; Αμάν, ο κλήδονας! Τώρα σηκώθηκα! Είπε και ντύθηκε κακήν κακώς. Έπρεπε να τον μεταφέρει μέσα, καθώς είχε την ευθύνη του, πριν βγει ο ήλιος, ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων. Το πήρε γρήγορα και το βάλε σ’ ανήλιαγο μέρος του σπιτιού, να περιμένει το απόγευμα που θα έχουν συνάθροιση τα κορίτσια, αλλά και όλα τα μέλη του Συλλόγου, λοιποί φίλοι, συγγενείς και καλεσμένοι, εν είδει μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας, για να γίνει η τελετή τ’ ανοίγματος του Κλήδονα.

-Είμαστε όλοι εδώ βλέπω, ωραία, ας ξεκινήσουμε. Είπε η «ριζικάρισσα», δηλαδή η κ. Ευθαλία. Έλυσε το κορδόνι κι άνοιξε τον Κλήδονα. Πήρε το κόκκινο πανί και το πέρασε στο λαιμό τής «πρωτογόνατης», της πρωτότοκης κόρης, ενός κοριτσιού που ζούσαν και οι δύο γονείς του. Στην προκειμένη περίπτωση η κόρη της γειτόνισσας, με την εντολή να βάλλει το χέρι μέσα στο δοχείο και να βγάλει ένα-ένα σε τυχαία σειρά τα «ριζικάρια».

Τότε ἡ κ. Ευθαλία αρχίνησε το τραγούδι της περίστασης: «Της πρώτης της καλότυχης/ καλά θα πάνε ούλα/ γαμπρός πάει γυρεύοντας/ λεβέντης με σακούλα». Κι όπως βγαίνουν, τα μικροαντικείμενα μια κοπέλα κυρίως, επηρεασμένη από την θέα του αντικειμένου έπλαθε δίστιχα, πότε προφητικά, αλλού σατιρικά, αλλού ερωτικά, σκωπτικά, ανάλογα τον κάτοχο του σημαδιού. Ακούστηκαν πολλά, τα επιφωνήματα χαράς κι ευθυμίας γύρω έδιναν κι έπαιρναν.

Μόλις βγήκε το δαχτυλίδι της Βασιλικής, προς εντυπωσιασμό όλων ακούστηκε το δίστιχο, όχι απ’ την κοπέλα, αλλά από ένα νεαρό αγόρι συνομήλικο της Βασιλικής, τον Ορέστη: «Καλή χαρά στη λυγερή που το φορεί/ κακή χαρά στη μάνα που τη χάνει». Κι όλοι μετά γελούσαν, καθώς κατάλαβαν ότι απευθυνόταν στη μάνα της Βασιλικής. Εκείνης βέβαια το μάτι της είχε γυαλίσει, αλλά κατάφερε και κράτησε τα προσχήματα χαμογελώντας.

-Έλα, φτάνουν τα χωρατά. Η τελετή έληξε, σας περιμένουν όλους κεράσματα στο τραπέζι. Οι οργανοπαίχτες  ήδη είναι εδώ, για να ξεκινήσει το γλέντι κι ο χορός που θα καταλήξει στην πλατεία του χωριού μας! Είπε η πρόεδρος κι έπεσαν με τα μούτρα στο τραπέζι.

-Δεν σε πείραξε, ε; Για να μάθεις! Είπε η Βασιλική στη μητέρα της και γελούσε!

-Καλά, καλά, γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος. Άκου τώρα τι θα σου πω, θα πάρεις το δοχείο του κλήδονα, και θα χύσεις το νερό έξω, μέσα στο πηγάδι της αυλής, σταυρωτά. Στη συνέχεια θα το σκεπάσεις με αυτό το κόκκινο πανί. Αργότερα, κατά τα μεσάνυχτα, εσύ κι οι κοπέλες θα σηκώσετε το πανί προσεκτικά, ώστε να μη δει φως το νερό του πηγαδιού. Και θα βάλετε το κεφάλι μέσα. Συνάμα εσύ με το καθρεπτάκι που θα σου δώσω, θα κατεβάσεις τις ακτίνες του φεγγαριού μέσα στο πηγάδι. Και θα ρίξετε μια-μια τα ριζικά σας. Στα κύματα του νερού που θα σχηματιστούν, αν τυχόν δείτε τίποτα, πρόσωπα από πεθαμένους ή ζωντανούς ή ακούσετε διάφορα μη σκιαχτείτε, έλα μετά να μου τα πεις. Κατάλαβες ή να στα ξαναπώ;

-Κατάλαβα ρε μάνα, τα ξέρω απ’ έξω αυτά. Μια ζωή μου τα λες.

-Ναι, σωστά. Άντε πήγαινε τώρα!

Έτσι κι έγινε.

-Λοιπόν κορίτσια, ρίχνουμε μέσα μια-μια τα ριζικιά μας. Αν τυχόν τώρα, στα κύματα που θα σχηματιστούν δείτε τίποτα πεθαμένους ή ζωντανούς, τρέξτε να κρυφτείτε, πλάκα κάνω, πάρτε το σαν παιχνίδι, μαζί είμαστε. Εγώ θα ρίξω τελευταία.

Μόλις έριξε κι η Βασιλική, στα κύματα της φάνηκε να σχηματίζεται το γερασμένο πρόσωπο του πεθαμένου από χρόνια παππού της, που του είχε αδυναμία, να της χαμογελά κι ένα γράμμα «Ο» να προφέρεται στα κύματα. Στα στερνά να μετασχηματίζεται στο νεαρό πρόσωπο  του παιδιού που είχε απαγγείλει το δίστιχο στην τελετή.

-Όχι, δεν είναι πραγματικότητα, όχι, όχι, εγώ δεν τα πιστεύω αυτά! Είπε κι αποφάσισε να μην πει τίποτα στη μητέρα της.

Αφού τέλειωσαν κι  οι χοροί και τα «μεταφυσικά» του πηγαδιού, όλες οι κοπέλες χωρίσαν, η καθεμιά για το σπίτι της. Έχοντας στο νου την προσταγή της κ. Ευθαλίας να προσέχουν στο δρόμο ποιο όνομα ή λέξη θ’ ακούσουν, για να το συσχετίσουν με την ανοικτή τους τύχη εκείνη τη βραδιά.

Δέκα χρόνια μετά, 23 Ιουνίου καλοκαίρι, παραμονές του Αΐ-Γιαννιού.

-Ορέστη. Φέτος σε θέλω μαζί μου στο έθιμο του Κλήδονα δεν μπορώ κάθε χρόνο να τα κάνω όλα μόνη μου. Κι αυτή η κόρη μας. Πέρα βρέχει! Είπε η Βασιλική στον άνδρα της.

-Ναι! Αγάπη μου. Ίδια εσύ!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη