«Η πόλη μια παλιά αγαπημένη», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

Καλοσωρίζουμε απόψε στη Λόγω Γραφής, σε μια μόνιμη συνεργασία πια, την αγαπημένη φίλη συγγραφέα κα Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη. Καλοσωρίζουμε απόψε στη Λόγω Γραφής μία νέα σειρά διηγημάτων με την υπογραφή της Νίκης. “Ένα τραγούδι για σένα” ο τίτλος της Σειράς, κάθε κείμενο κι ένα τραγούδι, κάθε τραγούδι και μια ιστορία…

Κάθε 15 ημέρες, Σάββατο βράδυ στις 9 όπως κι απόψε, θα ταξιδεύουμε στις τόσο ζωντανές, τις τόσο υπέροχες  ιστορίες της Νίκης, μαζί με ένα τραγούδι [τον σύνδεσμο του οποίου θα μπορείτε να βρίσκετε στην αρχή κάθε διηγήματος] και να γινόμαστε έτσι όλοι κοινωνοί ενός μικρού ψιχίου της έμπνευσης που γέννησε την κάθε ιστορία.

 

Για τη Λόγω Γραφής,

Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

 


Ακούστε το τραγούδι Βόσπορος


Κοίταξε με τρόπο το μεγάλο ρολόι της πόλης, που στεκόταν ακριβώς αντίκρυ του. Έντεκα παρά τέταρτο. Ούτε νωρίς ούτε αργά για μια βόλτα στην πόλη του, που τόσο επιθύμησε. Οι αδερφές του συνέχισαν να μαζεύουν το τραπέζι και να τον τριγυρίζουν προσπαθώντας να ικανοποιήσουν κάθε του επιθυμία. Οι λίγοι συγγενείς που είχαν παρευρεθεί στο δείπνο του αποχαιρετισμού, στάθηκαν -ευτυχώς- διακριτικοί κι άφησαν την οικογένεια από νωρίς στην ησυχία της. Ο Σταμάτης ήθελε και δεν ήθελε να παραστεί σ’ αυτή τη συγκέντρωση. Είχε ξεμάθει στα πολλά πάρε δώσε με συγγενείς και φίλους. Μονάχα στην Ελλάδα, παραμένουν σφιχτές αυτές οι σχέσεις, σκεφτόταν, καθώς τους κοιτούσε έναν έναν την ώρα που έτρωγαν και μιλούσαν όλοι μεταξύ τους.

Τριάντα χρόνια μετρούσε φευγάτος απ’ την πατρίδα του. Ερχόταν κατά καιρούς στη χώρα του, για να ανταμώσει τη μάνα και τις αδερφές του. Συνήθως στις μεγάλες γιορτές. Χριστούγεννα ή Πάσχα. Να μην παραπονιούνται. Δεν αισθανόταν άνετα όταν γύριζε. Ένιωθε σαν να είχε χάσει επεισόδια από κάποια ταινία και του ήταν φοβερά δύσκολο να παρακολουθήσει την εξέλιξη,  αφού απείχε τόσο καιρό.

Αυτή τη φορά γύρισε επειδή έπρεπε να αποχαιρετήσει τη μητέρα του για τελευταία φορά. «Έπρεπε ή ήθελε;» αναρωτιόταν σιωπηλά μες στο αεροπλάνο της επιστροφής, όπως το βλέμμα του ακουμπούσε στα σύννεφα και γύρευε να ξεκουραστεί πάνω τους. Και έπρεπε και ήθελε τελικά. Έτσι γίνεται σ’ αυτές τις περιστάσεις. Τα παιδιά πρέπει να είναι κοντά στους γονείς όταν παίρνουν τον δρόμο για το τελευταίο τους ταξίδι. Αποχαιρέτησε τη μάνα του με μάτια στεγνά και καρδιά σφιγμένη. Δεκάδες κόμπους, απ’ τις φορές που δεν κατάφερε να της κάνει όλα της τα χατίρια.

‘’Πάω μια βόλτα…’’ ψιθύρισε σχεδόν μέσα απ’ τα δόντια του κι άρπαξε το σακάκι του απ’ την καρέκλα.

‘’Να ‘ρθω μαζί σου; Πού θα πας μονάχος σου;’’ Τον ρώτησε η Χαρίκλεια κι έσπευσε να βγάλει την ποδιά της να τον ακολουθήσει.

Η μεγάλη τους αδερφή γύρισε και της έριξε μια αποθαρρυντική ματιά, να τον αφήσει ήσυχο.

‘’Καλύτερα μόνος…’’ ψέλλισε ο Σταμάτης κι εξαφανίστηκε στο λεπτό από την αυλή του πατρικού του.

Κατηφόρισε αργά τον κεντρικό δρόμο που θα τον έβγαζε στο μονοπάτι του ποταμού. Σε δυο μέρες θα βρισκόταν ξανά στο δικό του περιβάλλον. Εκεί που νιώθει άνετα. Εκεί που δεν του περισσεύει χρόνος να σκέφτεται πολύ. Κρατούσε το σακάκι του μονόπλευρα στην πλάτη του και με το άλλο χέρι έβγαλε τα τσιγάρα του. Ο ήχος του ποταμού χάιδευε κιόλας τ’ αυτιά του. Η φασαρία κι οι φωνές των περαστικών τον τύλιξαν σαν γλυκιά θαλπωρή. Τέτοιες ώρες τα καλοκαίρια, η Κρύα έχει την τιμητική της. Υποδέχεται τους επισκέπτες φορώντας τα καλά της. Μεθυστικές οι μυρωδιές απ’ τα γιασεμιά και τους βασιλικούς, ανακατεύονται μ’ αυτές των φαγητών και σου γαργαλούν προκλητικά την όσφρηση.

Τα τεράστια πλατάνια δεσπόζουν με την παρουσία τους και κρατούν το σκήπτρο της ομορφιάς, στο θαυμαστό αυτό τοπίο της πόλης του. Τα πρωινά χαρίζουν αφειδώλευτα τη σκιά τους στους θαμώνες της περιοχής και τα βράδια τούς ραντίζουν με τη δροσιά τους για ν’ απολαμβάνουν ράθυμα το ποτό τους. Νωχελικά αφημένα τα εφηβικά κορμιά κελαηδούν στα μαγαζιά. Οι πιο ηλικιωμένοι έχουν σχεδόν αποσυρθεί αυτή την ώρα. Τα πιτσιρίκια τρέχουν ακούραστα τριγύρω στον καταρράκτη υπό την εποπτεία των δικών τους. Ο Σταμάτης συνέχισε να διασχίζει αργά την όχθη του ποταμού κλεισμένος ερμητικά στη μοναξιά του.

Αγαπάει την πόλη του και τελευταία, οφείλει να παραδεχτεί -τουλάχιστον στον εαυτό του- πως του λείπει κιόλας. Κανένα μέρος στην Αγγλία, που ζει μόνιμα εδώ και τριάντα χρόνια, δεν κατάφερε να τον συναρπάσει και να κερδίσει το ενδιαφέρον του. ‘’Τίποτα δε συγκρίνεται με την Ελλάδα μας’’, σχολίαζε τα πρώτα χρόνια με τους φίλους του, περπατώντας στο συννεφιασμένο Λονδίνο. Χαοτικό κι απρόσωπο, το χαρακτήριζε με σιγουριά. Υπερασπιζόταν τη χώρα του με σθένος, κάθε φορά που γινόταν μια αναφορά σ’ αυτήν στις παρέες του. Εκθείαζε την ομορφιά της, τους ανθρώπους της, την ιστορία της. ‘’Κάθε πέτρα κουβαλάει τη δική της ιστορία…’’, τους έλεγε με πάθος, κάποτε, όσο ήταν ακόμα νέος και πίστευε πως μια μέρα θα γυρίσει.

Σ’ ένα από τα μαγαζάκια που χάζευε, έπιασε το μάτι του από μακριά ένα άδειο τραπέζι. Χώθηκε δίχως δεύτερη σκέψη ανάμεσα στα στριμωχτά τραπέζια και κάθισε να πιεί μια μπύρα. Διψούσε αφόρητα. Η ζέστη τον επηρέαζε σωματικά και ψυχικά. Από την υγρασία κολλούσε το πουκάμισο πάνω του. Σκούπισε με μια κίνηση τον ιδρώτα από το μέτωπό του κι άναψε ξανά ένα τσιγάρο. Έγνεψε με το χέρι από μακριά, στο παιδί που σέρβιρε, να του φέρει μια μπύρα παγωμένη. Ο μικρός εμφανίστηκε μετά από δυο λεπτά χαμογελαστός και λαχανιασμένος, κρατώντας στο δίσκο τη μπύρα του. ‘’Στην υγειά σας…’’ του είπε κι έφυγε βιαστικός. Ο Σταμάτης ρούφηξε μια γερή γουλιά απ’ το ποτήρι με λαχτάρα κι ένιωσε τη δροσιά της να σβήνει την κάψα στα σωθικά του. Άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης κι απλώθηκε στην καρέκλα του χαλαρωμένος από την ένταση των τελευταίων ημερών.

Δυο ζευγάρια απέναντί του μιλούσαν δυνατά και γελούσαν. Μια παρέα νεαρών συζητούσε πίσω του για το ποδόσφαιρο και διαπληκτίζονταν ανταλλάσσοντας πειράγματα για τις ομάδες τους. Την προσοχή του απέσπασε, ένα νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι στο πλάι του, που καθόταν σιωπηλό και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον στα μάτια για πολλή ώρα. Θαρρούσε κανείς πως μιλάνε με τα μάτια τους, με τη σιωπή τους.

«Πώς τα καταφέρνουν;» συλλογίστηκε ο Σταμάτης κι ένιωσε μέσα του, να τον πλημμυρίζει ένα περίεργο, τρυφερό συναίσθημα απ’ τα παλιά. Τότε που κρατούσε κι αυτός απ’ το χέρι το κορίτσι του και το έφερνε στην Κρύα να το ξεμοναχιάσει και να γευτεί τα μυρωδάτα φιλιά του. Εκεί ανάμεσα στις φυλλωσιές των πλατανιών και τα γάργαρα νερά του ποταμού, που έβγαζε τα σανδαλάκια της και βουτούσε τα πόδια της να δροσιστεί η πρώτη του αγάπη. Γάργαρο και το γέλιο της, λες και πήγαζε από τη δροσερή πηγή της Έρκυνας. Κοριτσίστικο γέλιο, δροσερό. Ανατρίχιαζε σύγκορμος ο έφηβος -αμούστακος ακόμα- Σταμάτης, σαν ακουμπούσε το στόμα του στα χείλη της. Είχαν μια γεύση παγωτού, θυμάται. Μια γεύση ανάμεικτη από βανίλια και κεράσι. Κι όλα τα βράδια μετά από τα ραντεβού τους, έγλειφε τα χείλη του στον ύπνο του, να μη χάσει τη γλυκιά γεύση τους…

Φίλη της αδερφής του της μικρής, ήταν το κορίτσι του. Μπαινόβγαινε κάθε μέρα στο σπίτι τους με άνεση κι όλο γυρόφερνε τον Σταμάτη, που καθόταν συνήθως μονάχος στην αυλή κι άκουγε μουσική ή έπαιζε με την κιθάρα του. Η έκδηλη ομορφιά της, στην αρχή, τράβηξε την προσοχή του. Στη συνέχεια, τον ξελόγιασε, με τα καπρίτσια της και την κελαρυστή φωνή της. Τα μαλλιά της ένας χρυσοκάστανος χείμαρρος, τα μάτια της δυο κάρβουνα αναμμένα και τα χείλη της κατακόκκινα σαν τη παπαρούνα.

-Σταμάτη… Εσύ είσαι λοιπόν! Ήμουνα σίγουρη… Άκουσε μια φωνή να του μιλάει σιγανά και γύρισε προς τη μεριά της απορημένος.

Η Ανθούλα; Ήτανε η Ανθούλα. Η δικιά του Ανθούλα. Το κορίτσι του, που το παράτησε σύξυλο στα μονοπάτια της εφηβείας για ν’ ακολουθήσει το όνειρό του. Ήτανε η γυναίκα Ανθή, που του μιλούσε κι είχε κιόλας καθίσει στη διπλανή καρέκλα. Την παρατηρούσε άναυδος μετά την έκπληξη της παρουσίας της, χωρίς να μπορεί να συλλαβίσει μια απάντηση. Σαν πρωτάρης έφηβος που έχασε τα λόγια του μπροστά στην αγαπημένη του.

-Σταμάτη… εγώ είμαι η Ανθή. Μη μου πεις δε με γνώρισες… Συνέχισε με τη γνώριμη κελαρυστή  φωνή της κι έτεινε το χέρι της να πιάσει το δικό του.

Τα μάτια της έλαμπαν από χαρά, όπως το βλέμμα της βυθιζόταν μες στα δικά του.

-Μα πως… Φυσικά και σε γνώρισα… Κατάφερε να της ψελλίσει, αναστατωμένος καθώς ήταν  με την παρουσία της.

-Τι κάνεις Ανθούλα; Τη ρώτησε αμέσως μετά, σαν κατάφερε ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία του κι άπλωσε το χέρι του στο δικό της, για μια ζεστή φιλική χειραψία.

Ο Σταμάτης ένιωσε να τον διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα μ’ αυτή την επαφή. Κράτησε την υγρή παλάμη της μες στη δική του κι αφέθηκε να περπατάει με τη ματιά του τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, γυρεύοντας ν’ ανακαλύψει μια μια τις αλλαγές που είχε σμιλέψει πάνω του ο χρόνος. Ο αμείλικτος χρόνος, που κύλησε σαν ορμητικό ποτάμι ανάμεσά τους, παρασέρνοντας στο διάβα του όλες τις εφηβικές επιθυμίες και τα όνειρα που έπλεκαν σαν ερωτευμένοι στις όχθες του.

-Έμαθα για τη μητέρα σου… Λυπήθηκα πολύ ξέρεις… Συλλυπητήρια… Συνέχισε η Ανθή να του μιλά και να τον χαϊδεύει τρυφερά με τη ματιά της.

Η γυναίκα Ανθή. Η ώριμη και όμορφη περιποιημένη γυναίκα που είχε απέναντί του.  Το άρωμά της άγγιξε τα ρουθούνια του κι ένιωσε μια γλυκιά ανατριχίλα να τον συνεπαίρνει. Όπως τότε… που βύθιζε το πρόσωπό του μες στον νεανικό κόρφο της κι οσμιζόταν αχόρταγα τη μυρωδιά του κορμιού της.

-Σ’ ευχαριστώ… Της απάντησε κομπιάζοντας, κυριευμένος απ’ τη συγκίνηση που του ξύπνησαν οι αναμνήσεις.

-Εσύ; Πώς είσαι; Δε μένεις πια εδώ; Ψέλλισε εκείνος μες στη σύγχυσή του.

-Όχι… Στην Αθήνα μένω… με την οικογένειά μου… Του επιβεβαίωσε η Ανθή κάπως αμήχανα.

-Ναι… ξέρω… Της είπε αυτός χαμηλώνοντας το βλέμμα του.

Ένα αμυδρό χαμόγελο έσκισε τα χείλη της και σηκώθηκε απότομα.

-Χάρηκα πάντως που σε είδα. Τόσα χρόνια και δεν έτυχε να συναντηθούμε ποτέ… Του έκανε στο τέλος άχρωμα, παραμερίζοντας με μια νευρική κίνηση ένα τσουλούφι απ’ μαλλιά της που έκρυβε το πρόσωπό της.

Ο Σταμάτης σηκώθηκε κι αυτός. Δεν κατάφερε να της χαμογελάσει. Ούτε μια υποψία χαμόγελου δεν μπόρεσε να της χαρίσει. Δεν απάντησε ούτε στο σχόλιό της. Έτεινε το χέρι του σοβαρός για άλλη μια χειραψία κι ασυναίσθητα την τράβηξε κοντά του για ένα φιλικό φιλί. Η γυναίκα Ανθή τον κράτησε ευγενικά σε απόσταση. Απομακρύνθηκε γρήγορα, αφήνοντας πίσω μια νότα από το άρωμά της, να τον συντροφεύει στη μοναξιά του.

Κάθισε αποκαμωμένος στην καρέκλα του και γύρεψε τη μπύρα του να δροσιστεί. Αμέσως μετά σήκωσε το βλέμμα του προς το μέρος που έφυγε κι είδε τον άντρα της, που την περίμενε σε μια γωνιά. Όταν εκείνη έφτασε κοντά του, πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του κι εκείνος πέρασε το δικό του τρυφερά γύρω από τον ώμο της. Περπατούσαν αργά και τους χάζευε από μακριά. Κάποτε, σκέφτηκε, ήτανε εκείνος στη θέση του άντρα δίπλα της. «Θα μπορούσε, αν είχε κάνει άλλες επιλογές στη ζωή του, να ήτανε άραγε και σήμερα;» συλλογίστηκε κι ένιωσε τη θλίψη να κυλάει μέσα του.

Γιατί δε συναντήθηκαν ποτέ τόσα χρόνια; Πώς δεν το επιδίωξε κανείς τους; Εκείνος, ειδικά, πάντα την είχε στη σκέψη του. Γιατί ούτε μια φορά δε θέλησε να επικοινωνήσει μαζί της – έστω και τηλεφωνικά; Ντρεπόταν για τον τρόπο που της φέρθηκε τότε; Που έδωσε αυτός το τέλος στη σχέση τους, δίχως να της δώσει περιθώρια άλλης επιλογής; Διέκρινε ένα παράπονο στη φωνή της στη τελευταία της φράση… Ήταν στ’ αλήθεια όμως παράπονο ή εκείνος το φαντάστηκε; Ήθελε, μήπως, να του υποδαυλίσει με τα τελευταία της λόγια κάποια πικρία, που της έμεινε από παλιά ή κι αυτό το σκαρφίστηκε ο νους του, απ’ τη νοσταλγία που φούντωσε μέσα του όταν την αντίκρισε ξαφνικά μπροστά του;

Όταν μάθαινε κατά καιρούς νέα της -από την αδερφή του συνήθως- προσποιούταν πως χαίρεται που προχώρησε στη ζωή της. Που σπούδασε κι αυτή, που παντρεύτηκε, που έκανε παιδιά και ζει πια στην Αθήνα, μακριά κι εκείνη απ’ τη μικρή τους πόλη. Προσποιούταν, όμως, το παραδεχόταν τουλάχιστον, στον ίδιο του τον εαυτό, τα βράδια όταν έπεφτε κατάκοπος στο διπλό κρεβάτι του, χωρίς να έχει ποτέ ένα γυναικείο σώμα πλάι του ν’ ακουμπήσει τις χαρές και τις λύπες του. Κι έφτασε στα πενήντα, μονάχος, να περπατά τους δρόμους της πόλης του και να αισθάνεται μισός, λίγος, αδιάφορος, σε σύγκριση με όλους τους άλλους που τα κατάφεραν στη ζωή τους.

Αφιερώθηκε στην καριέρα του κι έκλεισε όλες τις άλλες πόρτες στη ζωή του. Δε θέλησε ποτέ ν’ ανταποκριθεί στα καλέσματα της μάνας του, να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του και να συνεχίσει εδώ τη ζωή του. Την έφαγε κι αυτή το μαράζι της ξενιτιάς, που έκλεψε τον μοναχογιό της, που τον στερήθηκε η ματιά της χρόνια ολόκληρα, που δεν τον χόρτασε η αγκαλιά της. Τα διάβαζε στο πικραμένο βλέμμα της, όλα αυτά ο Σταμάτης, όταν την αποχαιρετούσε. Με τα μάτια τού μιλούσε πάντα γι’ αυτά, τα σοβαρά.  Οι υπόλοιπες κουβέντες τους ήταν ανώδυνες, δεν πονούσαν. Μιλούσαν συνήθως για τις ζωές των άλλων, του τάδε, της δείνα… ενημέρωση αναλυτική του έκαναν η μάνα κι οι αδερφές του, για τα νέα της πόλης τους. Κι αυτός έδειχνε ένα ψεύτικο ενδιαφέρον, για να τις ικανοποιήσει, αλλά κυρίως, για να μην ακουμπήσουν τα δικά του. Αν θα γυρίσει, πότε, αν θα παντρευτεί, αν θα φτιάξει επιτέλους τη ζωή του.

«Ζωή χωρίς σύντροφο, χωρίς παιδιά, χωρίς πατρίδα… τι σόι ζωή είναι;» του είπε μια φορά και μοναδική η μάνα του, πολλά χρόνια πριν, μήπως και τον συνεφέρει. Μα μετά, φάνηκε πως το μετάνιωσε αμέσως, σαν είδε το πληγωμένο βλέμμα του να την κοιτά κι απάντηση να μην της δίνει. ‘’Εσύ ξέρεις καλύτερα παιδί μου… Ότι αγαπάς κάνε. Αρκεί να περνάς εσύ καλά…’’ συμπλήρωσε στο τέλος και σηκώθηκε να ποτίσει τις γλάστρες της αυλής της.

Η μπύρα του τέλειωσε. Σήκωσε το χέρι του να παραγγείλει άλλη μια.

«Η πόλη μια παλιά αγαπημένη που συναντάς σε ξένη αγκαλιά…» σιγοτραγούδησε τους στίχους ενός αγαπημένου του τραγουδιού, που έδεναν απόλυτα με τη διάθεσή του. Για άλλη μια φορά, διαισθάνθηκε, πως η πόλη του τον έδιωχνε. Παρασυρμένος απ’ αυτή την οδυνηρή εικόνα, που έσβησε αργά μπροστά του, λίγα λεπτά πριν, αφέθηκε να επιβεβαιώνει συλλαβιστά, μια μια τις λέξεις του στίχου. Από παλιά λάτρευε αυτό το τραγούδι κι όταν προσπαθούσε ν’ αναλογιστεί το έντονο αυτό συναίσθημα που αναδυόταν μέσα απ’ τα λόγια του, λύγιζε και μόνο στη σκέψη. Τώρα το ένιωσε απόλυτα, να τον κεντάει, να τον συνθλίβει, να τον βαραίνει αφόρητα,  βλέποντας το δικό του κορίτσι σε ξένη αγκαλιά.

Η δεύτερη παγωμένη μπύρα έφτασε. Άρπαξε το ποτήρι με λαχτάρα και το ‘φερε κατευθείαν στα χείλη του να τα δροσίσει. Ύστερα άναψε κι άλλο τσιγάρο κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Έκλεισε τα μάτια του κι έφερε πάλι μπροστά του τη μορφή της Ανθούλας.

 Να ’τανε, λέει, οι δυο τους ζευγάρι κανονικό, να κάθονταν σ’ αυτό το ίδιο τραπέζι και να μιλούσαν για τα δικά τους. Να του μιλούσε εκείνη για το σπίτι τους, για τα παιδιά τους, για το σχολείο, για τη δουλειά της. Κι εκείνος να την άκουγε σιωπηλός. Να συμμερίζεται τις έννοιες της και να την καθησυχάζει. Να κελαηδούσαν τα παιδιά γύρω τους και να μπλέκονταν συνεχώς στα πόδια τους, να ζητούσαν παγωτό ή δροσερό νερό να ξεδιψάσουν. Αργά το βράδυ, να μαζεύονταν όλοι μαζί για να γυρίσουν σπίτι τους. Μια ανηφόρα δρόμος το πατρικό του. Τα παιδιά να βάδιζαν αργά μπροστά τους, αποκαμωμένα από το παιχνίδι κι εκείνοι να τ’ ακολουθούνε ξοπίσω. Ύστερα, λέει, η Ανθούλα να περνούσε το χέρι της γύρω από τη μέση του κι αυτός να περνούσε το δικό του γύρω απ’ τον ώμο της. Ν’ ανέμιζαν τα μαλλιά της απ’ το ελαφρύ αεράκι κι εκείνος να ρουφούσε αχόρταγα το άρωμά τους. Να ’τανε, λέει, άνοιξη και να μοσχοβολούσε η αυλή τους απ’ τα γιασεμιά της μάνας του. Και το πρωί, σαν άνοιγε τα μάτια του, να κρατούσε ακόμα την  Ανθούλα αγκαλιά και τα παιδιά να κοιμούνταν ήσυχα στη διπλανή κάμαρη.


Η Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Γεώργιο Λιβαδειάς. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει μόνιμα με την οικογένειά της στη Λιβαδειά και ασχολείται με τη συγγραφή. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα “Όταν η σιωπή… μιλάει στα όνειρα”, από τις Πρότυπες εκδόσεις Πηγή και το ‘’Κάποτε… στον Παράδεισο’’, από τις εκδόσεις Όστρια. Έχει επίσης εκδώσει και μια συλλογή διηγημάτων. Το τρίτο κατά σειρά βιβλίο της είναι ‘’Το Κίτρινο δάνειο’’, μια συλλογή διηγημάτων  που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2017. Διηγήματά της δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικές σελίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και στη Λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», καθώς επίσης και στην τοπική εφημερίδα Διάβημα. Τα διηγήματά της με τίτλο ‘’Μονάχα ο Θεός’’ και ‘’Το διάλειμμα’’ έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς κι έχουν συμπεριληφθεί σε Aνθολογίες. Το διήγημά της με τίτλο ‘’Το κίτρινο δάνειο’’ απέσπασε το Α Βραβείο στον Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της ΕΤΕΠΚ το 2016 και το διήγημα με τίτλο ‘’Τα φιλαράκια’’ διακρίθηκε με έπαινο το 2017.

e-mail: nikimplouti@hotmail.gr

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Βασιλική Αποστολοπούλου
    23 Σεπτεμβρίου 2018 at 20:27

    Αφιερώθηκε στην καριέρα του κι έκλεισε όλες τις άλλες πόρτες στη ζωή του”
    Πόσο δύσκολο αλήθεια να πάρεις τη σωστή στροφή στα σταυροδρόμια της ζωής… Και μήπως ξέρεις από πριν ποια είναι η σωστή;
    Πολύ ευαίσθητο και καίριο Νίκη μου!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη