«Η ξένη», ένα διήγημα της Αλεξάνδρας Προβατίδου για τη δράση ‘Γράμματα ανεπίδοτα’

Τη βρήκανε σκαρφαλωμένη στο περβάζι να γδέρνει με μανία τα  κλειστά παραθυρόφυλλα. Νυχιές  βαθιές και αγωνιώδεις πλήγωναν το νοτισμένο ξύλο. Η κίτρινη μπογιά λέκιαζε τα μακριά της νύχια, μα δε φαινόταν να τη νοιάζει. Χρειάστηκαν τέσσερις για να την κατεβάσουν.  Την απίθωσαν στο έδαφος  και την κύκλωσαν μην τους ξεφύγει. Και να ήθελε δε θα μπορούσε να πάει μακριά,  έτσι μισόγυμνη,  με ένα μαύρο νυχτικό να περιγράφει τον πλαδαρό της όγκο  κι ένα μοναχά παπούτσι, νούμερο 42. Κάθισε υπάκουη και δε σάλευε. Κοιτούσε με απάθεια πότε τα ματωμένα της γόνατα, πότε τα κιτρινισμένα νύχια της. Πού και πού ψέλλιζε λέξεις ακατάληπτες και, μονάχα μια στιγμή, αναζήτησε με παράπονο το απολεσθέν παπούτσι του δεξιού της ποδιού.

Σε λίγη ώρα,  οι τέσσερις έγιναν  δώδεκα κι  ο κύκλος τετραγωνίστηκε. Όλοι τους, κεφαλές κραταιών οικογενειών του τόπου, άνδρες και γυναίκες,  αποφάσισαν  ομόφωνα πως η ξένη τρελάθηκε. Κανείς δεν ήξερε ποιος άνεμος την έσπειρε σε εκείνη τη χέρσα γη, μήτε  τι βήματα περπάτησε. Για όλους ήταν η ξένη. Και η ξένη τρελάθηκε. Αυτό μήνυσαν να ντελαληθεί  στο χωριό.

Μετά από λίγο έφτασαν και οι πρώτοι περίεργοι.  Ερεθισμένοι με το θέαμα παρατάχθηκαν απέναντι από την ξένη, που επέμενε να τους κοιτά,  σαν να μην τους έβλεπε. Είχε χρόνια να τρελαθεί κάποιος στον τόπο. Ο τελευταίος τρελός κρεμάστηκε στο τέμπλο του ιερού, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες,  με θηλιά περίτεχνη πλεγμένη από κομποσκοίνια. Απέμεινε μονάχα το ανόσιο   γέλιο του  να αντηχεί, καλώντας τους πιστούς τα πρωινά της Κυριακής,  λίγο μετά το δεύτερο  και λίγο πριν το τρίτο χτύπημα της καμπάνας.

Κάποιοι ψιθύρισαν πως το μυστήριο της παραφροσύνης της
βρισκόταν στο χαμένο παπούτσι. Βάλθηκαν να το αναζητούν.

-Νούμερο 42!

-Χρώματος λευκού!  φώναζαν  ανήσυχοι ο ένας στον άλλον.

Πολλοί είχαν δει δύο παπούτσια, νούμερο 42, χρώματος λευκού, μα κανένας δε συνάντησε ένα μοναχό. Ένα παπούτσι αυτόνομο, δίχως ζευγάρι.  Τέτοιο παράδοξο, δεν είχε θέση  στο χωριό.

Πέρασαν τρία μερόνυκτα. Η ξένη αφημένη στο  χώμα κι όλο το χωριό ανάστατο, να τη φυλά με βάρδιες. Το αίμα στα γόνατά της  ξεράθηκε. Το σώμα της έγειρε και  η ανάσα της βάρυνε. Με το βλέμμα  ταξίδευε σε άλλους κόσμους, εκεί που τα  παράθυρα   είναι ανοικτά μέρα νύκτα και η κίτρινη μπογιά σχηματίζει ήλιους.

Το τέταρτο χάραμα το πλήθος αγρίεψε. Έπρεπε να παρθεί απόφαση οριστική. Το θέαμα τής ξένης   χόρτασε  την ανία τους,    τώρα η ζωή στο χωριό έπρεπε να συνεχιστεί απρόσκοπτα. Οι προύχοντες οσμίστηκαν τoν αναβρασμό  που θέριευε και συνάχθηκαν να αποφασίσουν. Η ξένη ένιωσε  θαρρείς την απειλή κι έπιασε να σιγοτραγουδά ένα νανούρισμα,  από αυτά που λένε οι μωρομάνες στα λεχούδια τους. Δυο τρία παιδιά τη συνόδευαν,   με ρυθμικά παλαμάκια,  ηχολαλώντας τα άναρχα στιχάκια που ψέλλιζε.

Την αλλόκοτη  χορωδία διέκοψε η φωνή του ταχυδρόμου. Το πλήθος ταράχτηκε. Πάνε μήνες ή και χρόνος που είχε να φανεί ταχυδρόμος στο χωριό. Οι ίδιοι οι κάτοικοι του είχαν απαγορέψει να τους ενοχλεί,  παρά μόνο σε εξαιρετική ανάγκη.  Όλα τα νέα είχαν ειπωθεί, ο  υπόλοιπος κόσμος, μακριά από τούτο τον τόπο,  συνέχιζε την τροχιά του κι ένας ταχυδρόμος μόνο αναστάτωση  θα έφερνε,  με ένα σωρό νέα διλήμματα που κουβαλούσε.

Διαμήνυε πως είχε γράμμα ανεπίδοτο από  καιρό, για κάποια ξένη. Χρέος του να το παραδώσει,  μιας που βάραινε τον σάκο του και τη συνείδησή  του.   Την κατέδειξαν απρόθυμα με το δάχτυλο, στο έδαφος, να γλείφει τις πληγές της. Ο ταχυδρόμος την πλησίασε και της πρόταξε έναν φάκελο γκριζωπό, διπλωμένο στα δυο. Τον πήρε με το στόμα, ανήμπορη να σαλέψει κι άρχισε να τον οσφραίνεται καχύποπτα. Σαν κάποια γνώριμη οσμή να φώτισε τη μνήμη της. Άρχισε να γελά. Στην  αρχή δειλά,  ύστερα  ξέφρενα, λυτρωτικά. Ξάφνου   σοβάρεψε και ψιθύρισε  με αγαλλίαση, πως είχε έρθει πια η ώρα να φύγει.

Η απόφαση των προυχόντων για την τύχη της δεν έγινε γνωστή, μα το  ίδιο βράδυ φημολογείται πως με τρόπο ανεξιχνίαστο εξαφανίστηκε από το χωριό,  γλιτώνοντας από την τύχη του προκατόχου της στην τρέλα.  Κανένας δεν έμαθε ποτέ το όνομά της, έμεινε στη μνήμη όλων σαν «η ξένη που τρελάθηκε». Κανένας δεν βρήκε ποτέ το χαμένο παπούτσι της κι ούτε  γνώριζε κανείς τι  έκρυβε  ο αινιγματικός  γκρι φάκελος που της παραδόθηκε εκείνο το πρωινό.

Την επομένη της εξαφάνισης,  οι κάτοικοι βαθιά απογοητευμένοι, ανήρτησαν ευμεγέθη πινακίδα στην εμπασιά του χωριού γνωστοποιώντας ότι πλέον:

«ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΡΗΤΑ  Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΕ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥΣ.

ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ  ΘΑ ΤΙΜΩΡΟΥΝΤΑΙ».

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη