«Η νύχτα ταξιδιών σε μια σελίδα ημερολογίου, σαν γεύση και αφορμή», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Τη νύχτα συντελούνται οι πιο βουβές μεταμορφώσεις των ψιθύρων της μνήμης και στων αστεριών και στη λάμπα δωματίου εικόνες, σιωπές, θύελλες και σκοτάδια από βήματα και τόπους ονείρων παίρνουν θέση δίπλα σου.  Οι νύχτες όταν ταξιδεύουν, καλπάζουν οι ώρες με ή χωρίς χαλινάρια  ονείρων αληθινών  και το φιλμ της ζωής δεν κολλάει, δεν παγώνει με τον χρόνο τους. Δεν έχει ωράριο η νύχτα και το κάθε δευτερόλεπτο της είναι απαιτητικό και θέλει πολύ προσοχή στην εργασία και στη δε   τέλεσή της να ‘χεις και τα μάτια σου δεκατέσσερα. Δεν σηκώνει καμία ή πολλές αναβολές αναμνήσεων, ούτε και  κώδικες τυπικότητας η νύχτα των γεύσεων και των αφορμών χαμπαριάζει. Ένα εδώ της που γίνεται εκεί, με τις νύχτες που φύγανε έχει πολλά να πει, πολλά και να μολογήσει.

Αλλά και το περίγραμμα των όποιων απουσιών τους έχει τον τρόπο και τις βάζει στη θέση τους. Με τρυφερότητα η  διαδοχή των γεγονότων από το πολύ λαχάνιασμα  για να αποδείξουν κάτι αλλά και σαν πεπρωμένο που κρέμεται από μια λεπτή κλωστή του χρόνου, ενώ το κεντάει και το ράβει με μπαλώματα λέξεων εντούτοις είναι ένα ζητούμενο συμπερασμάτων και κατά μόνας και κατά παρέα. Το σκίσιμο δε του χρόνου και κυρίως τα υφάδια του, που το φόρεσες και το ξαναφόρεσες, είναι ένα ζητούμενο και αυτό.  Αυτές οι μεταμορφώσεις της νύχτας ασκίωτες σκιές-κλωστές που σημαδεύουν, υφαίνουν έστω και παροδικά τους χτύπους και τα λόγια σου, από τα κρησφύγετα που ήρθαν εκεί καταλήγουν. Μένουν οι πόνοι στα χέρια, στις ρυτίδες σαν κάποιο επινίκιο.  Μα η νύχτα νοσταλγεί και κρατάει ημερολόγια και λέξεις  για κάθε ενδεχόμενο του χρόνου. Να θυμηθούμε και μια γραφή, από τις πολλές του Πορτογάλου συγγραφέα Φ. Πεσσόα «Είμαι ολόκληρος μια αόριστη νοσταλγία, ούτε του παρελθόντος, ούτε και του μέλλοντος. Είμαι μια νοσταλγία του παρόντος: ανώνυμη, εκτενής, ακατανόητη».

Νύχτες που ζητούν επιστροφή και αποδόμηση, εγκιβωτίζουν πληγές, νοσταλγίες, χρόνια, κύματα, βότανα και χελιδόνια. Όσες γωνίες θέασης, τόπου και χρόνου και να αλλάξεις τα ημερόγια, τα νυχτολόγια τα βιωμένα σε ξέρουν και τα ξέρεις.

Επουλώνεις τις πληγές, τις όποιες αφορμές με το βαμβάκι των λέξεων  της νύχτας. Μπορεί και το χαρτί των γραφόμενων να το κόβεις με τα δάχτυλα, μπορεί όμως  και να  σου κόψει και το δέρμα. Πληγή μικρή, πληγή μεγάλη, γιατρεύεται, γιάνει με τον καιρό. Οι Ανθρώπινες λεπτομέρειες των νυχτών συμπληρώνονται πάντα με όνειρα άρρητα  και κουβέντα. Μα την απόσταση του εδώ με το εκεί ποια νύχτα τη γεμίζει; Σε ποια πτώση και σε ποιόν αριθμό η γραμματική της νύχτας σε συναντάει και σε περνάει στο απέναντι; Στο απέναντι που θέλεις να ακούσεις;  Ή που δεν το κατάλαβες;

Και αν ο καπνός του τσιγάρου σου αναρριχώμενο φυτό γίνεται και αν το φεγγάρι μπορεί να μην είναι με το μέρος σου αλλά και οι επιθυμίες της νυχτός είναι  σαν σβησμένο ηφαίστειο της Αίτνας ή της Σαντορίνης, αλλά η λάβα και η στάχτη τους σε καίει ακόμη, είναι και αυτά κομμάτια του προγράμματος.  Τοπίο στο τοπίο  νύχτα γυρνάς σελίδες και χάρτες και πλατείες. Και ο ημιυπαίθριος βίος της Μεσογείου  αγκαλιάζει, πηγαινοέρχεται, ζει με όλα τα νεύματα, ρεύματα των εποχών εδώ και χρόνια.

Τραπεζάκια έξω, μεγάλες και οι νύχτες, μα με όνειρα αληθινά και στο μπαλκόνι  σε βγάζουν για την καλή τους συνέχεια και το καλό υπόλοιπο των προσωρινών αποχαιρετισμών. Όλα, μέχρι την αυριανή, την επομένη.

Και το κάστρο της Μονεμβασίας που περπάτησες νύχτα, στο κανόνι το μαγαζί και στην ταράτσα του, με αθερίνα και χταπόδι σχάρας και το πέλαγος καλοκαίρι που ταξίδευε, μας ταξίδευε το κύμα.  Ακόμη και η νύχτα των χειλιών χαλαρά τάιζε την στιγμή, μπουκιά την μπουκιά και η μελωδία σκάρωνε ταξίδια. Κανένα ψίχουλο δεν πήγε χαμένο και οι βουκαμβίλιες με τις ελιές δεν κρύβανε το φεγγάρι ούτε και την βόλτα του.  Και η δίψα μας με Μαλαγουζιά και ποτήρι το ποτήρι έφτιαχνε αφηγήματα. Ακόμη και στις στροφές της κατηφόρας, της επιστροφής, η σονάτα του σεληνόφωτος του Ρίτσου μας μονολογούσε μια ακόμη εκδοχή του έρωτα. Και το άγαλμά του κοιτούσε το Αιγαίο.

Πώς πέρασαν γρήγορα αυτές οι ώρες και όταν τις αναπολείς, μένεις με μια γεύση γλυκόλαλη, γλυκόπικρη, γλυκόξινη στο στόμα αλλά και με μια γλυκιά γυροβολιά γεφυρώνονται και γη και γράμματα… Σαν νερό που γλιστράει  μέσα στα δάχτυλά μας και μακριά μας πάει, γεφύρια περνάει η νύχτα και με βουτιά στο Ιόνιο και στις σπηλιές και στο γιαλό των Παξών μας ξέβρασε  το κύμα της.

Νύχτες κρύσταλλο στους καθρέφτες των νερών και στις αμμουδιές που και το σάλιο μας το αλμυρό έφτιαχνε λέξεις με τα χαλίκια της άμμου, καλοκαίρι και καλοκαίρια χωρίς τελειωμό ξημερώσαμε.

Νύχτες που βολτάρουν ακόμη στη μνήμη. Σε αυτή τους την επαναφορά τους μπροστά στο λιμάνι της Πάργας μας βγάζουν και στον κάθε της ανήφορο, κάθε παράθυρο σπιτιού είναι μια πολιτεία ολάκερη που βλέπει το Ιόνιο με καμάρι. Μελένιες νύχτες, χωρίς μελάνι και χαρτιά περνούν από μπροστά μου. Όνειρα που βρήκανε στεριά, βράχια που ταξιδεύουν στα αρτολίθια και στα γιασεμιά του  Χασάν πασά στα σοκάκια της Πρέβεζας συγκεράζονται.  Πιο κάτω το λιμάνι και το άγαλμα του Κ. Καρυωτάκη. Ώρες-ώρες τα λόγια του Αλεξανδρινού μας Κ. Π. Καβάφη «και αν φτωχική την βρήκες την Ιθάκη αυτή είναι, δεν σε γέλασε» συναντούν τα λόγια του λαού που λέει «και η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Νύχτες που η κάθε τους λεπτομέρεια, εκεί που φαίνεται να μοιάζει η μια με την άλλη εκεί είναι και η διαφορά.

Να φταίει ο αέρας; Να φταίει ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα, κύματα, βουνά και πλάσματα;  Κι εκεί που ψάχνω για μια άλλη αφορμή τους, έρχονται και τα ταξίδια του Ν. Καββαδία να κάνουν σινιάλα και γεύσεις συναντήσεων.

Ο Γιάρρα-Γιάρρα,  το εδώ  ποτάμι και ο Αμβρακικός κόλπος και το εκεί ποτάμι, τα λένε και συναντιούνται, καθώς ο ένας μπαίνει στα νερά του άλλου είναι μια παρέα.   Ομοιοκατάληκτα, πολυφωνικά τα νερά τους σαν πανηγύρι κελαρύζουν, ξεδιψούν το άλγος της νύχτας. Όπως και τις νύχτες τις καθημερινές όταν βγάζεις ή μπαίνεις στα πατούμενα του άλλου και των στιγμών του, προχωράς το μεγάλο νταραβέρι που λέγεται ζωή. Για μια ακόμη αρωγή και ευδοκίμησή τους στέκομαι και σε μια σελίδα του βιβλίου «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», του Μ. Προύστ.  Μια γεύση για την περίφημη Μαντλέν του: «Αλλά τη στιγμή που η γουλιά, ανακατεμένη με τα ψίχουλα του γλυκού, άγγιξε τον ουρανίσκο μου, σκίρτησα, προσέχοντας κάτι καταπληκτικό που συνέβαινε μέσα μου. Μια γλυκιά απόλαυση με είχε κυριέψει, απομονωμένη, χωρίς να ξέρω την αιτία της. Μου είχε ξαφνικά τις περιπέτειες της ζωής αδιάφορες, ακίνδυνες τις καταστροφές της, ανύπαρκτη τη συντομία της, με τον ίδιο τρόπο που επενεργεί ο έρωτας, πλημμυρίζοντάς με μια πολύτιμη ουσία: ή, μάλλον, η ουσία αυτή δεν ήταν μέσα μου, ήμουν εγώ. Είχα πάψει να νιώθω τον εαυτό μου μέτριο, τυχαίο, θνητό. Από πού μπορούσε να μου έρχεται αυτή η έντονη χαρά; Αισθανόμουν πως ήταν συνυφασμένη με τη γεύση του τσαγιού και του γλυκού αλλά και πως την ξεπερνούσε απεριόριστα, πως δεν μπορούσε να είναι της ίδιας φύσης. Από πού ερχόταν;»

Νύχτες πολλών ταχυτήτων, στα χαμηλά βαρομετρικά των αισθήσεων εξακτινώνονται όπου γης και χρόνου. Και εκεί που απλώνονται με λέξεις και γεύσεις διαρκείας, οι αφορμές τους γίνονται ένα άλλο εδώ.

 


 

[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη