«Η Κύπρος στην ποίηση του Σεφέρη – Εισαγωγή και ανάλυση του ποιήματος ‘Έγκωμη’ (Μέρος Β’)», γράφει ο Δρ. Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης

Καλό μήνα και καλή χρονιά 2019 και από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

 

  

Εισαγωγή : O Σεφέρης και η Κύπρος – ΕΓΚΩΜΗ (Μέρος Β’)

 Στο Μέρος Α’  παρουσιάσαμε την 1η Δεκέμβρη 2018 τη μισή από την εκτενή ανάλυση του κορυφαίου ποιήματος ‘Έγκωμη’, την οποία ολοκληρώνουμε σήμερα με το Μέρος Β’. Η έκταση της ανάλυσης ήταν αναγκαία μεγάλη γιατί είναι πολύεδρη και σφαιρική αφού εισάγονται για πρώτη φορά οι επιδράσεις από διάφορες πηγές.

Στο Μέρος Α’ παρουσιάστηκαν τα υποθέματα:

Σύντομη ιστορική αναφορά για την αρχαία πολιτεία της Έγκωμης

Λυρισμός, πριν από τη δραματική εξέλιξη

Πολιτική σκέψη Σεφέρη, πνευματική καθυπόταξη και απαθλίωση συνειδήσεων

Πολιτεία-Πολιτισμός, εγκατάλειψη και ανάληψη

Η ακινησία του κινούμενου

Η εργάτρια Ανδρομάχη, έκσταση του Σεφέρη για τη νεαρή θεότητα

Έκσταση Σεφέρη σε παραλληλισμό με την έκσταση Σωκράτη

Η Θεότητα του Σεφέρη και η ‘Φεγγαροντυμένη’ του Σολωμού

 

Η εκτενής ανάλυση ολοκληρώνεται με το Μέρος Β’ πιο κάτω όπου παρουσιάζονται τα:

Η Θεότητα του Σεφέρη και η έκσταση και ο καθαγιασμός του Μακρυγιάννη

Η Θεότητα του Σεφέρη και η ανάληψη του Κόμητα Οργκάθ στον Ελ Γκρέκο

Διακειμενικός διάλογος με Τ.Σ.Έλιοτ, αντί επιλόγου

 

 

Μέρος B’ 

Η Θεότητα του Σεφέρη και η έκσταση και ο καθαγιασμός του Μακρυγιάννη

Για τον Σεφέρη ο στρατηγός Μακρυγιάννης είναι ιερό σύμβολο Ελευθερίας και Μνήμης της Πατρίδας. Ο ποιητής σαν έχασε την πατρώα Ιωνία ένιωσε απόλυτα τον στρατηγό όταν έγραφε : ‘Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν….Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες… να μπαίνουν σε φιλότιμο και να εργάζονται εις το καλόν της πατρίδος τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας.’

Πολλοί ερευνητές δεν είχαν αντιληφθεί ποσώς το Όραμα του Μακρυγιάννη. Το είπαν  αλλόκοτο. Όχι ο Σεφέρης, αφού το Όραμα του μεγάλου Έλληνα του 1821 διατηρούσε πολλές αντιστοιχίες με την Ανάληψη της μικρής θεότητας του Σεφέρη στο ποίημα ‘Έγκωμη’. Και οι δύο, ο Μακρυγιάννης και η μικρή θεότης, είναι η ιεροποίηση του Ελληνισμού που ο Σεφέρης πάσκιζε να αναδείξει. Ας σημειωθεί ότι ο γιατρός του Μακρυγιάννη Π. Σούτσος που καλέστηκε στη δίκη, χαρακτήρισε τον στρατηγό ως ‘φρενοβλαβή’, γιατί, μεταξύ άλλων, ‘…ερωτούσε την κόρη του αν έβλεπε κι αυτή λαμπάδες αναμμένες, και ένα σταυρό σε μία γωνία της οροφής του δωματίου του, ενώ τοιαύτα δεν υπήρχον΄, όπως κατέθεσε ο γιατρός (3 Μαρτίου 1852). Αιτιολόγησε τη διάγνωσή του λέγοντας ότι ο Μακρυγιαννης τελούσε ‘εις κατάστασιν μονομανίας από θρησκευτικάς αιτίας, διότι καθ΄ όσον επληροφορήθην, επροσηύχετο δια πολλήν ώραν και έμεινε πολλάκις εν τέταρτον με την κεφαλήν εις την γην, ένω έκαμνε μετάνοιας’. Γνώσεις δεν είχε ο γιατρός για το ‘τί εστί όραμα εν εκστάσει’. Μήπως οι σύγχρονοι;

Ο Σεφέρης, θαυμαστής του Μακρυγιάννη, τον έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του. Τον θεωρούσε ως μικρή θεότητα της Παλιγγενεσίας του Ελληνισμού, και τον ήθελε σε Ανάληψη, με την Έγκωμη, με τον Ελληνισμό. Ο ποιητής συγκινείται απ’ τον σελαγισμό του υπερκόσμιου τοπίου εντός του οποίου καταδύθηκε ο στρατηγός που αφηγείται:

‘Νύχτα και ημέρα βλέπω όθεν στέκω ένα φως… τηράγω απάνω βλέπω

την αγίαν Τριάδα κατάμαυρη και ο εσταυρωμένος εις την μέση’ (σ. 102, 191-2).

‘Αυτό βλέποντας… εχάθηκα όλως δια όλου και θάμπωσε το μυαλό μου

και τα μάτια μου δεν έβλεπαν ανοιχτά τα θάματα’ (σ. 194)

‘…και το κεφάλι μου χτυπάγει και με ξίδι το βρέχω και μυρίζομαι.

Βήκα και τούτην την νύχτα και τηράγω τον ουρανόν και βλέπω…

όσα έβλεπα μέσα και ένα μεγάλον σταυρόν και έφεγγε.

Και τελείωσα και μπήκα μέσα, ότι κουράστηκα πολύ’ (σ. 195).

Βλέπει ακόμα ο Μακρυγιάννης πως πέθανε και αναστήθηκε ‘ως τον Λάζαρον’ (σ. 141), και ότι η ετοιμοθάνατη γυναίκα του νεκραναστήθηκε με θαυμαστό τρόπο ύστερα από δέηση του στην Παναγία. Γράφει με αίσθημα υπεροχής ή υπέρβασης και καταλήγει:

‘εγώ και ο άρρωστος (εαυτός μου) γνωρίσαμεν τον αληθόν γιατρόν’ (Οράματα, σ.134)

Ανεβαίνει στους ουρανούς και φθάνει στη μεγάλη Δίκη. Εκεί, οραματίζεται ότι τον τοποθετούν εκ δεξιών του πατρός, ανάμεσα στον παντοκράτορα και τον Χριστό. Και βλέπει, με βάση ‘το κριτήριον το ανώτατο’, τους βασιλείς (Όθων και Αμαλία) μαζί με τους αυλικούς τους και αμαρτωλούς – όλοι γυμνοί – να γκρεμίζονται στο πύρινο στόμα του αχόρταγου Άδη δια εσαεί βασανισμό· ‘καίγονταν και πιασμένοι φώναζαν’ (σ. 202).

Ο Σεφέρης είδε με το ποιητικό μάτι του ότι ο Μακρυγιάννης ήθελε να αγιάσει, και στο πρόσωπό του να αγιάσει ο ίδιος ο Ελληνισμός και η Ιστορία του. Παρόλα αυτά ο Θεός  τον προειδοποιεί: ‘Γιάννη, Γιάννη και Αγιάννη… δεν απόλαψε άλλος τοιούτως σε τούτην την ζωή. Μόνον εσύ (σ. 100, 206). Ένας πολεμιστής άγιος, ‘με τη πέννα και με το (την) πάλα’. …φάγε απʼ αυτές τις πέτρες, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσης όπου ʽθελες να κάμης σύνταμα’. Τότε ένιωσε ο στρατηγός ότι του ανοίγουν πληγές από τις πέτρες, αίμα από μπροστά και από πίσω. ‘Εσάπισα, εσκουλήκιασα’ τελειώνει.

Η μαρτυρία του γιατρού για τον Μακρυγιάννη, ότι ‘έμεινε πολλάκις εν τέταρτον με την κεφαλήν εις την γην’, σε τί διαφέρει από την έκσταση του Σολωμού όταν φανταζόταν τη ‘φεγγαροντυμένη’ του; Σε τί, ακόμη, διαφέρει από την έκσταση του Σωκράτη καθώς ‘στεκόταν από την αυγή, συγκεντρωμένος σε αυτήν και συλλογιζόταν… ως την άλλη μέρα, όρθιος’; Σε τι διαφέρει από την έκσταση του Ιωσήφ, ή τέλος από την έκσταση  του Σεφέρη μπροστά στην καλλίγραμμη Εγκωμίτισσα που τη φαντάστηκε ως γυμνή ανερχόμενη θεότητα; Η λογική και η φιλολογία δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τέτοια.

Το όραμά του με τη στέψη του Αγίου Βασιλέως είναι λυτρωτικό. Γράφει ο στρατηγός:

‘Τότε κατεβαίνει ένα σύγνεφον, και ο αφέντης μας (ο Θεός), καθώς ήταν όλοι ίσκιοι εις το κριτήριον, και πήγαμεν εις την Άγια- Σοφιά, και εκεί ευλόγησε εκείνον τον γέρον (ο Άγιος Βασιλεύς) όπου ‘χε εις τα δεξιά του, και ήταν μια παράταξη, και είπε: Τούτος είναι ο πρόεδρος της επιτροπής της βασιλείας μου. Και ξύπνησα. Αυτά είδα, αδελφοί’  σ.144.

 

Ο Μακρυγιάννης οραματίζεται τη στέψη του Αγίου Βασιλέως από τον ίδιο τον Θεό στην Άγια Σοφιά, όπως ο Σεφέρης την Ανάληψη της θεότητας-Έγκωμης στα ουράνια. Οραματίζεται τη νέα Ορθόδοξη Χριστιανική Αυτοκρατορία ενώ ο Σεφέρης – μέσα από την οπτασία του για την Ανδρομάχη – την ανάληψη και διαχρονικότητα της Κύπρου.

 

Η Θεότητα του Σεφέρη και η ανάληψη του Κόμητα Οργκάθ στον Ελ Γκρέκο

Έτσι νιώθει ο Σεφέρης για τη μικρή θεότητα στο ποίημα ‘Έγκωμη’, μετά την Ανάληψή της, όταν ο Σεφέρης αναφωνεί τραγικά

‘τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώνανε…

… κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου

στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη

στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια

όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,

όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν. ’

Στη στροφή υπάρχει κάτι φαινομενικά αντιφατικό. Η εμφάνιση της θεότητας από το αρχαίο παρελθόν της Κύπρου υπενθυμίσει τις ρίζες του νησιού, τα πάθη του λαού και του πολιτισμού – τα οποία η ίδια η θεότης αντιπροσωπεύει. Και όμως, παρ’ όλες τις κακουχίες και τα χτυπήματα που δέχεται η θεότης, αυτή αναδύεται, τα πόδια της χάνονται και ανεβαίνει σε Ανάληψη, φέρνοντας απολύτρωση από τα δεσμά αιώνων. Τα χτυπήματα των Άγγλων – και από το 1963 των Τούρκων – δεν εμποδίζουν τη θεότητα ν’ αναδυθεί και να λυτρωθεί’· μάταια τα χτυπήματα των ξένων. Και αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα του ποιήματος ότι, έστω και ως όραμα, η δικαίωση επέρχεται.

Εκείνο που πλανάται πάνω από την ανάληψη του ρεαλιστή Σεφέρη, είναι η ιδέα του ‘φαντάσματος’.  Δηλαδή κατά βάθος ο Σεφέρης εννοεί ότι σώζεται και ανασταίνεται το ‘σκήνωμα’ της Έγκωμης, και όχι αυτή καθεαυτή. Λες και δέχεται να κρατήσει μόνο το είδωλο της άλλοτε ισχυρής Μυκηναϊκή Πολιτεία, της Έγκωμης. Το μοτίβο ‘ένα πουκάμισο αδειανό’ από το ποίημα ‘Ελένη, επανέρχεται πλάγια. Η Έγκωμη που είχε ισχύ, πλούτο, ανάπτυξη, επιρροή, παρήκμασε, θάφτηκε και ανασύρεται μόνο ένα μόρφωμά της, ‘στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη, στον άδειο τόπο’.

Αυτό βέβαια δεν ισχύει μόνο για την Έγκωμη, αλλά και για άλλες πολιτείες διεθνώς -όπως των Ίνκας και των Μάγια που θα γνώριζε την ιστορία τους ο Σεφέρης- όταν μια καταστροφή προξένησε εγκατάλειψη της γης, με αποτέλεσμα να θάβονται στη γη πολιτισμοί κοινωνιών, κατορθώματα, επιτεύγματα, μέσα στη στάχτη της α-μνήμης. Το ‘φάντασμα’ δεν αφήνει την α-λήθεια (έλλειψη λήθης) να μιλήσει τις πραγματικότητες. Το ‘φάντασμα’ αντανακλά τον εφιάλτη του ποιητή για μια επερχόμενη αλλοτρίωση, για αδιαφορία ή αρνητική εθνική συνείδηση των Κυπρίων, άρα ένα μόρφωμα νέκρας.

Αλλά ισχύει και σε ατομικό επίπεδο, αφού η κατάρρευση ενός ατόμου (ψυχολογική, οικονομική, βιολογική) επιτρέπει στη μοίρα του να τον ‘στήνει’ ως ζωντανό νεκρό.

Προχωρώντας με πίστη και σφιγμένα δόντια ο ποιητής βλέπει τα πόδια της θεότητας μαρμαρένια αλλά σιγά-σιγά να χάνονται και να ακολουθεί η Ανάληψή της. Μέσα στην ποιητική έκστασή του, ο Σεφέρης βλέπει την κοιλιά της γυμνής θεότητας να λάμπει στο φως του ήλιου. Η κοιλιά της είναι ο ‘μανδύας’ της γέννησης, που περικλείει τη μήτρα. Η μήτρα παίρνει το σχήμα του ουρανού. Με τον στίχο του αυτό, πιστεύω, ο Σεφέρης παραπέμπει στον πίνακα του Ελ Γκρέκο “Ό θάνατος του Κόμη του Οργκάθ”. Σε αυτόν ένα έμβρυο -η ψυχή του πεθαμένου Κόμη- με τη βοήθεια αγγέλου, αναγεννιέται μέσα από μια ουράνια μήτρα για να εξέλθει στον πιο μέσα ουράνιο χώρο όπου θα την παραλάβει η Παναγία, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, τους οποίους περιστοιχίζει σωρεία αγίων, με τον Θεό να βλέπει με στοργή. Σε 1η ανάγνωση του στίχου, αιτιολογείται η δυάδα μάνα-βρέφος στον στίχο: ‘την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.’

Ως 2η ανάγνωση του ίδιου ιδιόμορφου στίχου θα έλεγα ότι κατά τον ποιητή ο ίδιος ο ουρανός υπήρξε η μήτρα που κάποτε γέννησε τη θεϊκή μορφή – την Έγκωμη, την Κύπρο – ενώ τώρα πια την καλεί πίσω στην Πηγή ως νέο βρέφος, μα και ως μητέρα. Αυτό ευχόταν υποσυνείδητα ο ποιητής: αν όχι μια πιστή αναστήλωση και αναβίωση της Έγκωμης/ Κύπρου, τουλάχιστον ανάστασή της ως Ιδέα, που να καθαγιάζεται στη μνήμη των Κυπρίων, και γενικά στο παγκόσμιο στερέωμα, πέρα από τον χρόνο· να επιστρέφει στον χώρο γένεσής της, σ’ ένα ουράνιο Πολιτισμό, ως Μνήμη πλέον. Και τότε ‘Ο κόσμος ξαναγινόταν όπως ήταν, δικός μας με τον καιρό και με το χώμα’, με τη μακραίωνη ιστορία εκεί, με τους μόχθους και τις μάχες επιβίωσης και με τα έργα του πολιτισμού των Ελλήνων ο οποίος γεννήθηκε από πηλό, και ανασταίνεται ως Ιδέα.

Αλλά, αν η μόνη λύση πια είναι η ανάληψη, και η μνήμη της Ιδέας, τον Σεφέρη τον βαραίνει η απουσία του δείγματος γραφής του πρώην μεγαλείου. Το ποίημα κλείνει όπως περίπου άρχισε. Η απόγνωση της πέτρας που εγκαταλείφθηκε κάτω από τον ήλιο και η εξάντληση της ζωντάνιας του αρχαίου χώρου είναι ο κύκνειος θρήνος του ποιητή. ‘Όλα στεγνώσαν μονομιάς’. Άδειος ο τόπος, λιγοστό χορτάρι, αγκάθια. Όπως στην αρχή του ποιήματος. Όλα επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση. Η Ιδέα, η μικρή θεότης, αναλήφθηκε και τώρα πια οι αισθήσεις, χωρίς τη μαγεία της θεϊκής μορφής, βλέπουν τα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα, στεγνά, αμίλητα.

Μένει μετέωρη η νοσταλγία και η σκέψη ότι τα αρώματα από το μαστιχόδεντρο ή τα υγρά χείλη και οι θελκτικοί κόρφοι θα κατορθώσουν να ξυπνήσουν τις παλιές μνήμες.

Μόνο ένα φίδι γλιστρά ξέγνοιαστο, αδιάφορο απ’ τις μνήμες και τα πάθη των ανθρώπων, οι οποίοι όπως γράφει ‘ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν’. Κρίνω ότι ο στίχος διφορείται α) μάλλον απαισιόδοξος αλλά και β) κρυπτο-ελπιδοφόρος:

α) τα πικρά μαθήματα της ιστορίας οδηγούν τον ποιητή να διατηρεί μια επιφυλακτική γνώμη απέναντι στα πράγματα. Οι άνθρωποι-Κύπριοι δεν ξέρουν ‘πώς’, δηλαδή με πιο τρόπο, να αναμένουν το τέλος τους, και κατ’ επέκταση το τέλος του Πολιτισμού τους αφού πριν πεθάνουν, βιώνουν την παρακμή και την πτώση των δυνάμεών τους. Το φίδι (ο προδότης, ο αδιάφορος) είναι ξέγνοιαστο μες στο δικό του ανέμελο κόσμο, όπως αντίστοιχα ‘αδιάφορος ο τιμονιέρης’ στο ποίημα του ‘Οι γάτες του Άι-Νικόλα’.

β) τα αρώματα από σκίνο, και η ζωηρή εικόνα με τα υγρά χείλη και τους θελκτικούς κόρφους – με τα άγουρα βυζιά της ωραίας Ανδρομάχης στητά να οδηγούν – αφήνει το απρόσμενο εν ζωή, κρατεί το ενδεχόμενο ότι εν τέλει η Ωραιότητα είναι οδηγήτρα.

 

Διακειμενικός διάλογος με Τ. Σ. Έλιοτ, αντί επιλόγου

Το ποίημα ‘Έγκωμη’ του Γ.Σεφέρη σε αρκετά σημεία διατηρεί ένα διακειμενικό διάλογο με τα ‘Τέσσερα κουαρτέτα’ του Τ.Σ.Έλιοτ. Ο Αγγλοαμερικάνος μέγιστος ποιητής του 20ου αιώνα, του οποίου το έργο ‘Έρημη Χώρα, μετέφρασε στα Ελληνικά ο Σεφέρης, του εμφυσήσει την ποιητικο-φιλοσοφική πνοή του σε ότι αφορά τον Χρόνο. Ο Έλιοτ πείθει τον Σεφέρη για την απόλυτη κυριαρχία του αιωνίου πάνω στο μοιρασμένο, στο κλασματικό και προσωρινό αναφορικά με την ανθρώπινη εμπειρία, και τη πρόσληψη. Γιατί αν ο χρόνος είναι προκαθορισμένος για ένα σκοπό και επιπλέον αν ο χρόνος είναι ‘αιώνια παρών’ τότε η όποια ερώτηση του ποιητή δεν βρίσκει στο κενό απάντηση.

Εκεί ο Έλιοτ ακούει ‘βήματα ν’ αντηχούν στη μνήμη / στο μονοπάτι που δεν πήραμε / προς την πόρτα που ποτέ δεν ανοίξαμε’. Στην ερώτησηποιος ακούει’ απαντά ο ίδιος:

‘μόνο το πουλί μπορεί ν’ ακούει την ανήκουστη φωνή και να λαλεί απαντώντας’. Και ενώ τα παιδιά του Έλιοτ παίζουν ξέγνοιαστα η κατάληξη είναι ότι ‘το ανθρώπινο είδος δεν μπορεί ν’ αντέξει πολλή πραγματικότητα’. Όλα εκκρεμούν με εμμονή, έχουν και μια ‘διαρκή δυνατότητα’ στο τετελεσμένο και μη αναστρέψιμο της στιγμής, θα έλεγα. Αυτό τελείται μέσα σε μια γενικευμένη αγνωσία του Χρόνου : οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Αυτό κάνει την Ιστορία δραματική έως εφιαλτική. Μπορεί να συμβεί το κάθε τί ανά πάσα στιγμή μέσα στα άφωτα μονοπάτια της Ιστορίας· κι αυτό τότε γίνεται ‘μοίρα’. Το ‘ορισμένο’, το ‘προκαθορισμένο’ δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό στον άνθρωπο. Το ‘προκαθορισμένο’ δεν μπορεί ούτε ο ποιητής να προαισθανθεί, ούτε ο φιλόσοφος να αγγίξει εννοιολογικά – ίσως μόνο θεωρητικά – το δε ‘πεπρωμένο φυγείν αδύνατον’!

Γράφοντας τα ‘Τέσσερα Κουαρτέρα’ στη δίνη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Έλιοτ ήθελε να αναπαραστήσει το απροσδόκητο και το άγνωστο της μοίρας του ατόμου. Ένιωθε τα προμηνύματα του πολέμου πολύ πιο πριν, δεν είχε στάχτη στα μάτια λόγω της χλιδάτης Belle Epoqhe. Μα το ποίημα απομακρύνεται απ’ την εποχή του για να γίνει άχρονο, θέλοντας ο ποιητής ν’ αντιληφθεί ‘εποπτικά’ τη μοίρα της εποχής του.

Ο Έλιοτ αμφιρρέπει μεταξύ του Παρμενίδιου ‘είναι’, στάσιμου/ ‘ακίνητου’ που δίδεται ‘εξ αρχής’, και του Ηρακλείτειου ‘ρέοντος’ / ‘κινητού’ της επιμερισμένης εμπειρίας του ατόμου. Κανείς δεν κερδίζει (neither gain nor loss, / For us, there is only the trying). Τον ακολουθεί ο Σεφέρης στη διαλεκτική ανάμεσα στο έγχρονο-κοινωνικό και αιώνιο-μεταφυσικό. Άλλωστε, η διαλεκτική των δύο ποιητών ξεκίνησε από την ‘Έρημη Χώρα’ όπου ‘τα σπίτια ζουν και πεθαίνουν και υπάρχει χρόνος για ανοικοδόμηση και καιρός για τη ζήση και τις γενεές’ (Houses live and die : there is a time for building).

Ο Έλιοτ, ως θρήσκος καθολικός, στρέφεται σε ένα είδος ‘θρησκευτικής φιλοσοφίας με προσωπικό μυστικισμό’. Παρόλα αυτά αποδέχεται κάποιες ιδέες ινδουιστικές – όπως ο Σεφέρης και ο Καβάφης το Απολλώνιο φως – και κάνει συγκερασμό, αλλά επιζητεί να γευτεί ποιητικά την ‘αναμονή’ απέναντι στα μεγάλα που μπορεί να κατορθώσει η ανθρωπότητα. Ναι, στρέφεται στο ‘αιώνιο’, όπως και ο Σεφέρης στην ‘Έγκωμη’ όπου οι ηθικές αξίες αντέχουν γερά στις όποιες κοινωνικές ανατροπές και πολιτικές δίνες.

Κάπως έτσι φαίνεται να ‘ανέγνωσε’ ο ποιητής και πολιτικός Σεφέρης τα ‘Τέσσερα Κουαρτέττα’ του Έλιοτ.  Μέσα στον Χρόνο ‘ένας καινούριος κόσμος / κι ὁ παλιός, γίνεται σαφής, κατανοητός / στην ολοκλήρωση της μερικής του έκστασης, / τη διάλυση της μερικής του φρίκης…’ Ένα συνταίριασμα του κοινωνικού ανθρώπου με το υπερβατικό. Μια θεότης-όραμα, όπως αυτή της σεφερικής Έγκωμης, για οικουμενική  λύτρωση που θα ολοκληρωθεί εφόσον ολοκληρωθεί η αέναη ανακύκλωση της ζωής.

Ο χρόνος είναι το βάσανο του Σεφέρη, της Έγκωμης του χτες και του αύριο. Αλλά και του Έλιοτ που γράφει ‘ο παρελθών χρόνος και ο μέλλων χρόνος / ό,τι θα μπορούσε να είχε συμβεί και ό,τι συνέβη / δείχνουν σ’ ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν.’

‘Το να έχεις επίγνωση σημαίνει να μη βρίσκεσαι μέσα στον χρόνο’, λέει ο Έλιοτ, αλλά σκέφτεται, όπως και ο Σεφέρης ότι ‘μόνο μέσα στον χρόνο μπορεί κανείς να θυμηθεί, και μόνο με τον χρόνο ο χρόνος κατακτάται’. Έτσι ο Σεφέρης, ο Σολωμός, ο Ιωσήφ, ο Σωκράτης σταματούν τον χρόνο, για να έχουν χρόνο να δουν ‘τη θεότητα εν χορώ’.

Ο Σεφέρης σταματά τον χρόνο. Έτσι και ο Έλιοτ 20 χρόνια πιο πριν όταν έγραφε:

‘…Στο ακίνητο σημείο, του κόσμου που γυρίζει. Ούτε σάρκα ούτε μη-σάρκα.

Ούτε από, ούτε προς· στο ακίνητο σημείο, εκεί είναι ὁ χορός,

αλλά ούτε στάση, ούτε κίνηση. Και μην το ονομάσεις μονιμότητα,

όπου συγκλίνουν παρελθόν και μέλλον. Ούτε κίνηση από, ούτε προς,

ούτε άνοδος, ούτε πτώση. Χωρίς το σημείο, το ακίνητο σημείο,

δεν θα υπήρχε ο χορός, και υπάρχει μόνον ὁ χορός…’

Το ίδιο και ο Σεφέρης όταν γράφει ‘με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας, χορός ακίνητος’

ενώ πιο πριν ‘περπατούσα και δεν περπατούσα / κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένα κλπ’. Συντονίζεται πλήρως με τον Έλιοτ, όταν και εκείνος μίλησε κάπως αλλιώς για λύτρωση, για χάρη αίσθησης, για ένα λευκό φως, κινούμενο και ακίνητο:

‘…ἡ λύτρωση από τη δράση και τον πόνο, η λύτρωση από τον εσωτερικό

και τον εξωτερικό καταναγκασμό, ωστόσο περιβάλλεται

από μια χάρη αίσθησης, ένα λευκό φως κινούμενο κι ακίνητο.’

 

Επιμύθιο

Ίσως με όλα τα ως άνω ν’ ανοίγει διάλογος για το ‘κινούν ακίνητο’ του Αριστοτέλους ώστε ν’ αναχθεί (ως άλλη Ανάληψη) σε ποιητικο-φιλοσοφικό θέμα άλλης διάστασης;

Ή ‘ας πούμε ότι το τέλος προηγείται της αρχής / και το τέλος και η αρχή βρίσκονταν πάντοτε εκεί / πριν από την αρχή και μετά το τέλος. Και όλα είναι πάντοτε τώρα’, όπως καταλήγει ο Έλιοτ. Ανοίγοντας αυτό το νέο κεφάλαιο θα συμφωνούσα με τον Σεφέρη και τον Έλιοτ: η ίδια η αγάπη είναι ακίνητη, μες στο φως, αιτία και σκοπός της κίνησης, άχρονη και χωρίς επιθυμία…ανάμεσα στο μη-είναι και στο είναι. Η Έγκωμη στο φως! Η Ορθή Πίστη είναι ο μόνος φορέας ο οποίος παρείχε την ελπίδα ότι οι ανεκπλήρωτοι πόθοι των Ελλήνων για ολική απελευθέρωση θα γίνονταν σύντομα πραγματικότητα.

Το κινούν-ακίνητο, εξάγω ότι είναι η Έγκωμη-Πολιτισμός· αναστηνόμενη, ανασταίνει.

 

ΕΓΚΩΜΗ

Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός∙ από μακριά φαινόνταν

το γύρισμα χεριών που σκάβαν.

Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου – κάπου

μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη∙ το δείλι.

Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζαν

ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες∙ θα ‘χε βρέξει

πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.

Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,

γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια.

Ήταν μια πολιτεία παλιά∙ τειχιά δρόμοι και σπίτια

ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,

η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι

του αρχαιολόγου ναρκοδότη ή του χειρουργού.

Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα

και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά

αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δούλευαν

τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν

μ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα

σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα

κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένα

κοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένος

κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει

κι ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει.

Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια

είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια

καμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια, και το σώμα

έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο

με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας,

χορός ακίνητος.

Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:

κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν άγγιζαν

γυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν

αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν

πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα

κι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα.

Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει∙

είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,

και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.

Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι

και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα

που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.

Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια

και χάθηκαν∙ μια ανάληψη.

                                          Ο κόσμος

ξαναγινόταν όπως ήταν, δικός μας

με τον καιρό και με το χώμα.

                                         Αρώματα από σκίνο

πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης

κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά∙

κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου

στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη

στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια

όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,

όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

Γιώργος Σεφέρης

[Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη