“Η κατάρα”, ένα διήγημα της Αθηνάς Μαραβέγια

                Αρχές της άνοιξης. Η φύση οργιάζει. Χρώματα και μυρωδιές μπερδεύονται και χωρίζουν με τόση αρμονία και ομορφιά και σαν να έχουν βάλει σκοπό να ξεπεράσει το ένα το άλλο. Μέχρι και οι θάλασσες αποφάσισαν να πάρουν αυτό το γαλαζοπράσινο χρώμα, χωρίς ίχνος αφρού ή γκρίζου χρώματος. Μια εικόνα ονειρική. Κι όμως, όλα αυτά δεν μπορεί να τα απολαύσει ο Αλέξανδρος, όπως άλλοτε και όπως θα τους έπρεπε. Κάνει αυτό το ταξίδι στο πατρικό του με βαριά καρδιά…

                Έχουν περάσει 22 χρόνια από τότε που έχασε τον πατέρα του και 20 από την πρώτη αγωγή που του έκανε ο αδελφός του· τον κατηγορεί πως του έχει καταβάλει ένα υπέρογκο ποσό, για την εποχή εκείνη, με σκοπό να του παραχωρήσει ένα μέρος του κληροδοτήματος που είχαν λάβει και οι δύο. Όχι μόνο δεν έχει εισπράξει τούτο το ποσό ο Αλέξανδρος, αλλά είχε αναλάβει και τη μητέρα τους -με μεγάλη του χαρά- και την οποία είχε πάρει μαζί του, μια κι ο μεγάλος, παρόλο που ζούσαν στο ίδιο οίκημα, δεν την ήθελε. Του είχε πει εμμέσως πλην σαφώς, πως δεν μπορούσε ν’ αναλάβει τέτοια ευθύνη. Λες και η μάνα τους ήταν καμία ανήμπορη ή και απαιτητική γυναίκα. Από τα νιάτα της, μέχρι και την ημέρα που έφυγε από τη ζωή, υπήρξε κυρία με το Κ κεφαλαίο. Όσος κόσμος τη γνώριζε, τη σεβόταν και την εκτιμούσε. Πολύ περισσότερο ο αδερφικός φίλος του Αλέξανδρου, ο Κώστας, που την γνώριζε από παιδί.

–Τι έγινε, Αλέξανδρε; Πώς πήγε;

–Τι να πάει; Πού να πάει και πώς να πάει;

–Μα δεν είχες το δικαστήριο; Δεν πήγες;

–Πήγα. Πώς δεν πήγα. Το θέμα είναι τι έγινε…

–Ε, αυτό σε ρωτάω κι εγώ: Τι έγινε;

–Για να σε βγάλω από την αγωνία, έχω πάλι μια αναβολή για μετά από δύο χρόνια. Πώς με βρίσκεις;

–Αμάν, ρε παιδάκι μου… Σε έχουν τρελάνει στις αναβολές.

–Ξέρεις τι είναι, είκοσι δύο χρόνια να σου κάνουν αγωγές, να σε τρέχουν σαν την άδικη κατάρα, να πληρώνεις τα μαλλιοκέφαλά σου σε ταξίδια και δικηγόρους και να παίρνουν αναβολές;

–Πήρε πάλι αναβολή;

–Όχι. Τούτη τη φορά την έδωσε από μόνο του το δικαστήριο, γιατί δεν έχει εκδικαστεί και τελεσιδικήσει η δική του αγωγή. Γιατί, βλέπεις, ήταν να γίνει ξανά το Μάρτη που μας πέρασε, αλλά με τις απεργίες των δικηγόρων πήρε αναβολή για τον φετινό Νοέμβρη. Άστα, σου λέω…

–Τι να σου πω, ρε φίλε μου. Έχεις μπλέξει πολύ άσχημα.

–Το άσχημο ξέρεις ποιο είναι; Να πλησιάζεις στο σπίτι σου, στο πατρικό σου, εκεί που έζησαν τα τελευταία χρόνια οι γονείς σου, που το αγόρασαν με κόπους χρόνων και να σφίγγεται η καρδιά σου. Να μη θέλεις μήτε να πλησιάσεις. Να σφίγγεται το στομάχι σου, εκεί που άλλοτε πετάριζε η περδικούλα σου. Αυτό είναι το χειρότερο.

–Αν σου πω ότι δεν σε καταλαβαίνω, θα είναι ψέματα…

–Χαρά Θεού έξω. Η φύση να οργιάζει. Τα χρώματα και οι μυρωδιές να μπερδεύονται και να χωρίζονται με τόση ομορφιά και αρμονία, που νομίζεις ότι ξαναγεννιέσαι. Γιατί αυτό είναι η άνοιξη και μάλιστα ο Μάης. Κι εσύ να βρίσκεσαι στα τάρταρα και να μην μπορείς να τα απολαύσεις όλα αυτά. Μέχρι και οι θάλασσες αποφάσισαν να είναι ήρεμες. Θάλασσα γυαλί, που λέμε. Κι εγώ να μην μπορώ να γευτώ όλες τούτες τις ομορφιές. Λες και πήγαινα σε κηδεία. Και μάλιστα, πολύ αγαπημένου ανθρώπου. Πάντως έτσι γύρισα. Σαν να κήδεψα ό,τι με ένωνε μ’ εκείνο τον τόπο.

–Μπα σε καλό σου. Μην το ξαναπείς αυτό. Εσύ που φρόντισες τόσο τη μάνα σου, αλλά και τον πατέρα σου, λες αυτά τα πράγματα; Εσύ που πιστεύεις στην άλλη ζωή, θα ήθελες να λυπούνται οι γονείς σου για τούτη τη θλίψη σου; Έλα, σε παρακαλώ. Μη λες κουβέντες που μετά από καιρό δεν θα τις πιστεύεις…

–Τι λες, ρε Κώστα; Σαν να μη με ξέρεις. Αλήθεια, να σου πω ένα πράγμα; Αν θέλεις να καταραστείς κάποιον, είναι να έχει αδέρφια και να τον σέρνουν στα δικαστήρια για τα κληρονομικά. Και μάλιστα με ψευδή στοιχεία.

–Ρε Αλέξανδρε, ξέρεις τι μου θύμησες τώρα; Την κουβέντα που σας είχε πει ο πατέρας σας: να μη μοιάσετε σε δυο αδέλφια από το χωριό σας, που σήκωσαν τρία μέτρα τοίχο για να μην βλέπει ο ένας τον άλλο… Κι εσείς γίνατε χειρότεροι… Από όσο θυμάμαι, κι επειδή είχαμε αρκετή διαφορά με τον αδερφό σου, εσύ τον είχες ίνδαλμά σου. Θυμάμαι όταν έφυγε για την Ελβετία για σπουδές που δεν τελείωσε ποτέ, φορούσες τα ρούχα που είχε αλλάξει, το τζιν και το πουκάμισο κι ας σου ήταν τεράστια. Για μέρες ήσουν κακόκεφος και ούτε μπάλα ήθελες να παίξεις μήτε να μιλάς σε κανέναν. Με το ζόρι σου παίρναμε μια κουβέντα…

–Τι πας και θυμάσαι… Και λες και κακιούλες…

–Αλήθειες λέω, αλλά και πώς να μην τα θυμηθώ; Αφού μαζί μεγαλώσαμε. Όπως θυμάμαι πολύ καλά, πως έβαλες το κεφάλι σου στον ντορβά, για να τον μονιμοποιήσουν, όταν γύρισε στην Ελλάδα και δουλεύατε στην ίδια εταιρία. Και το κατάφερες. Ξεχνάς που σε έπαιρνε τηλέφωνο για οτιδήποτε χρειαζόταν; Ξεχνάς που έτρεχες κι έπαιρνες δάνεια για να του παρέχεις όλες του τις ανέσεις, ειδικά όταν έκανε οικογένεια; Και πόσα άλλα…

–Τι τα θυμάσαι όλα αυτά τώρα; Περασμένα-ξεχασμένα.

–Για σένα και τον αδερφό σου μπορεί, για μένα που δεν έχω αδέρφια και τα έζησα και που σας ζήλευα, όχι.

–Αχ, ρε Κώστα. Ξέρεις; Ο πατέρας μου έλεγε μια παροιμία: η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει τον Θεό. Εκείνος από κει πάνω ξέρει.

–Ρε συ, αλήθεια, πες μου τώρα την αλήθεια. Έτσι. Άλλη μια φορά. Εκείνα τα δέκα εκατομμύρια που σου έδωσε, πού τα έχεις καταχωνιάσει και δεν το μαρτυράς;

–Πλάκα μου κάνεις τώρα;

–Εμ τι σου κάνω… Αλήθεια, πες μου, σε παρακαλώ, στην φιλία μας, σου τα έδωσε πραγματικά; Γιατί, από όσο θυμάμαι, εκείνη την περίοδο, τότε που ερχόμουν κι εγώ για διακοπές μαζί σου, πριν παντρευτούμε και οι δύο, ψώνιζε βερεσέ από τα μαγαζιά του χωριού. Α, ναι, θυμάμαι και τότε που αρρώστησε ο πατέρας σας, που του βρήκαν το πρόβλημα με την καρδιά του και του είπαν πως πρέπει να σταματήσει να δουλεύει.

–Τι πας και θυμάσαι τώρα;

–Γιατί να μην τα θυμάμαι; Αφού μαζί σου τα έζησα. Θυμάμαι που σας είχε πει πως θα σταματούσε, αν είχε εκατό χιλιάδες το μήνα· όσα χρειάζονταν οι γονείς σας, μια και δεν είχαν σύνταξη, για να ζούνε με αξιοπρέπεια. Και όταν είπες να τα δίνεις εσύ -τότε δούλευες σε δυο δουλειές- ο κυρ-Φώτης απαίτησε να τα δίνετε μισά-μισά με τον αδερφό σου. Και όχι μόνο δεν δέχτηκε, αλλά όταν του είπες να δίνεις εσύ τα ογδόντα κι εκείνος τα είκοσι, σου απάντησε πως δεν του περισσεύει δεκάρα τσακιστή. Πού τα βρήκε, λοιπόν, τα δέκα εκατομμύρια; Άντε, μην πω καμιά βαριά κουβέντα, γιατί έχω θυμώσει πολύ.

–Κώστα μου, αυτές είναι παμπάλαιες ιστορίες. Πού πας και τις θυμάσαι;

–Όχι, Αλέξανδρέ μου. Κι εσύ πρέπει να τις θυμάσαι. Και η μάνα σου, αυτή η άγια γυναίκα, τα θυμόταν, αλλά δεν σου έλεγε τίποτα για να μη σε στενοχωρεί. Ούτε στη γυναίκα σου την Έλενα δεν έλεγε τίποτα, που την είχε σαν κόρη της. Μην τυχόν και της ξεφύγει κάτι και σε στενοχωρήσει. Σε μένα, όμως, όποτε ήμαστε μόνοι μας, μου τα εμπιστευόταν. Στενοχωριόταν πολύ και νοιαζόταν για σένα. Αλήθεια, όλα αυτά τα χρόνια, είκοσι αν δεν κάνω λάθος, τι πρόσφερε ο αδερφός σου στην μάνα σας; Από τότε που πέθανε ο κυρ-Φώτης και την πήρες μαζί σου, πότε νοιάστηκε αν περνά καλά η μάνα του, αν της φερόσαστε καλά, αν έχει τα φάρμακά της;

–Σε παρακαλώ, ρε Κώστα. Τι μου τα λες τώρα και με κάνεις χειρότερα; Γιατί; Χρειαζόμουν κάποιον να με ελέγχει για το αν θα φροντίζω τη μάνα μου;

–Με συγχωρείς, φίλε μου, αλλά πρέπει να σου τα θυμίζω. Και ξέρεις γιατί; Διότι είχες τύψεις που του έκανες τη μήνυση. Να σου πω κάτι; Άργησες κιόλας. Από την πρώτη αγωγή έπρεπε να του έχεις υποβάλει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση και για ψευδή μαρτυρία. Εγώ σου το έλεγα από τότε, αλλά δεν με άκουγες. Ειλικρινά, ώρες-ώρες απορώ τι έχεις μέσα στο μυαλό σου…

–Αγάπη έχω, Κώστα μου, αγάπη. Και να σου πω την μαύρη μου αλήθεια; Ξέρεις πόσο άσχημα ένοιωθα στο δικαστήριο, όταν φώναξε η πρόεδρος τα ονόματά μας και του είπε να καθίσει στη θέση, στον πάγκο του κατηγορούμενου; Δεν μπορείς να φανταστείς. Ποιος; Εγώ κάθισα στο σκαμνί τον ίδιο μου τον αδερφό.

–Είδες που σου λέω πως δεν είσαι καλά; Χρειάζεσαι επειγόντως γιατρό και μάλιστα τρελίατρο… Δεν μας παρατάς, λέω εγώ…

–Ξέρεις πόση δυστυχία κραυγάζει η εικόνα δύο αντίδικων αδερφών σε μια αίθουσα δικαστηρίου; Είναι ο πλήρης εξευτελισμός. Αν ζούσαν οι γονείς μας, θα πέθαιναν από ντροπή. Και όλα αυτά γιατί; Για κάτι που ήθελε να μας χαρίσει ο πατέρας μας και που δεν τα κληρονόμησε εκείνος από τον δικό του. Που δούλεψε από τα δώδεκά του στα ξένα, για να αγοράσει τούτη την περιουσία και να την αφήσει στα βλαστάρια του. Που δούλεψε μέχρι τα ογδόντα του, μέχρι την τελευταία του πνοή σχεδόν, μαζί με τη μάνα μας. Που αποποιήθηκε της πατρικής του περιουσίας, για να μην έρθει σε προστριβές με τα αδέρφια του. Άσε με, ρε Κώστα, άσε με…

–Αυτά σου λέω κι εγώ… Και μου μιλάς για αγάπη. Ναι. Αγάπη από σένα ΜΟΝΟ. Γιατί εκείνος, από όσο αποδείχτηκε, δεν σε αγάπησε ΠΟΤΕ. Όλο αυτό, Αλέξανδρέ μου, λυπάμαι, αλλά δεν είναι αγάπη. Δεν λέγεται αγάπη. Κατάρα λέγεται, κατάρα…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη