“Η ζωή μας”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η ζωή μας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και ηθοποιός συνάμα. Χιλιάδες τα σενάρια που γράφει σε καθημερινή βάση. Διαλέγετε και παίρνετε αυτό της αρεσκείας σας, αρχίζοντας μία ανάγνωση χωρίς διάβασμα, αν γίνομαι κατανοητή.

Καλή ‘’ανάγνωση’’ λοιπόν…

***

Η Μαντώ, άγνωστο πώς, βρέθηκε στη γειτονιά μου. ΟΥΤΕ ΑΥΤΗ ΜΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ AΛΛΟΣ ΚΑΝΕΙΣ ΗΞΕΡΕ ΤΟ ΠΩΣ. Απλά βρέθηκε να ζει σε ένα όμορφο σπίτι, μια νεόκτιστη μονοκατοικία, στο έμπα της μικρής μας πόλης. Κάποιος ή κάποιοι την αγόρασαν για λογαριασμό της. Ποιοι ήταν αυτοί δεν γνώριζε να πει. Ένα σημείωμα που βρήκε στο τραπέζι του living room την πληροφορούσε για τα στοιχειώδη, πώς την λένε, τον αριθμό του τραπεζικού της λογαριασμού, και ότι θα μάθαινε περισσότερα όταν σύντομα επανεύρισκε την χαμένη της μνήμη. Ούτε υπογραφή, ούτε σημάδι άλλο από την έως τώρα ζωή της.

Να είχε οικογένεια; Να ήταν παντρεμένη; Μαύρο σκοτάδι στην οθόνη του μυαλού της, ως εάν να γεννήθηκε στην παρούσα ηλικία. Δεν θα ήταν πάνω κάτω τριάντα χρόνων; Χωρίς να ξέρει γιατί και από πού ορμώμενη, έβαλε αυτήν τη χρονική αφετηρία στη ζωή της. Κατ’ ευθείαν ενήλικη, σε μεγάλη απόσταση από την εφηβεία. Νεανικοί έρωτες; Βασικές σπουδές; Μια κοπέλα που θα πρέπει να είχε προχωρήσει στη ζωή της. Έτσι αισθανόταν. Χαμογέλασε πικρά.

Τι να της συνέβη άραγε και ο σκληρός δίσκος της μνήμης της ετέθη εκτός λειτουργίας, κανείς δεν την πληροφόρησε. Ίσως αυτή η απώλεια μνήμης να την προστάτευε από το να μάθει κάτι κακό που της συνέβη και την απέτρεπε από το να υποφέρει. Ποιος να ξέρει! Ήταν πάντως σκληρό να υπάρχουν ασφαλώς άτομα που γνώριζαν και να μην την βοηθούσαν τουλάχιστον να μάθει. Γιατί αυτή η συμπεριφορά άραγε; Δεν έπρεπε να γνωρίζουν ότι χρειαζόταν να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό, σε κάποιον ψυχίατρο σε κάποιον ψυχολόγο. Επιτρεπόταν αυτή η παντελής απουσία τους; ΜΑ για να της λέει ο άγνωστος στο σημείωμα’’ όταν ξαναβρείς τη μνήμη σου’’, σημαίνει ότι οι γιατροί έτσι θα είχαν γνωματεύσει και αυτό ήταν παρηγορητικό. Γιατί άνθρωπος χωρίς μνήμη είναι ότι Λαός χωρίς Ιστορία.

Το περίεργο είναι ότι ήταν ήρεμη. Καμιά εσωτερική αγωνία καμιά απειλή που να πηγάζει από το υποσυνείδητό της.

Γίναμε φίλοι με μιας, αφ’ ότου ήρθε στην Τράπεζα που εργαζόμουν. Και βέβαια αμέσως με την πρώτη συναλλαγή της κατάλαβα ότι κάτι συνέβαινε με τούτο το πανέμορφο πλάσμα το νεοφερμένο στην μικρή μας πόλη. Της έδειξα το ενδιαφέρον μου που δεν θα το έλεγες ’’περιέργεια’’ μα μια φυσική έλξη.

Γίναμε πρώτοι φίλοι.

Την φλέρταρα διακριτικά και είχα τη χαρά να δω ότι ανταποκρινόταν.

Έμαθα το πρόβλημά της και στάθηκα δίπλα της με αληθινό ενδιαφέρον.

Δεν αργήσαμε να γίνουμε ζευγάρι.

Την αγάπησα. Φαινόταν φτιαγμένη από καλά υλικά. Δεν κρύβω ότι με εξίταρε το μυστήριο που κρυβόταν πίσω από τα κατεβασμένα στόρια του μυαλού της.

 Ρώτησα ειδικούς γιατρούς.

Μελέτησα παρόμοιες ιστορίες και έμαθα πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε άτομα σαν την αγάπη μου. Το έβαλα σκοπό της ζωής μου να την δω να γίνεται καλά, ακόμη και αν η ίασή της έκρυβε για μένα δυσάρεστες εκπλήξεις.

Π.χ. τι θα γινόταν αν ήταν παντρεμένη;

Μα παρηγορούμουν με την ιδέα ότι  κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε, γιατί, ΠΟΥ  ΗΤΑΝ Ο ΣΥΖΥΓΟΣ; Πώς την άφησε να ανέβει μόνη της αυτόν τον Γολγοθά;

Για να είχε παιδιά, το απέκλεια, φαινόταν τόσο μικρή και εύθραυστη και παράλληλα δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου πώς ήταν δυνατόν να νεκρωθεί το μητρικό της φίλτρο εάν είχε παιδιά. Το ίδιο με βεβαίωνε και ο ψυχίατρος.

Στην αρχή, της απέκρυψα την επαφή μου με αυτόν και τούτο το έκανα για να μην την αγχώσω περισσότερο. Σύντομα όμως την ενημέρωσα για τις κινήσεις μου και φάνηκε να ικανοποιείται και να εκτιμά το πραγματικό μου ενδιαφέρον. Φτάσαμε να πηγαίνουμε μαζί στις συνεδρίες με τον γιατρό, που ήταν καλός όπως μας τον συνέστησαν. Μόνο που κάθε φορά ήταν ένα μικρό ταξίδι για εμάς, γιατί εκείνος ήταν στην Πρωτεύουσα.

Ντρεπόμουν μα ήταν αδύνατον να επωμισθώ την οικονομική αφαίμαξη για τους γιατρούς της και τα ταξίδια. Τι ήμουνα εγώ; Ένας φουκαριάρης κατώτερος υπάλληλος, που δύσκολα συντηρούσα τον εαυτό μου. Εκείνη,  στον τομέα αυτόν δεν είχε την ανάγκη μου. Ο λογαριασμός της στην Τράπεζα,  παχυλός.

Αποφασίσαμε να συζήσουμε και τηρουμένων των αναλογιών των  περίεργων καταστάσεων,  μπορώ να πω ότι ήμασταν ευτυχείς. Βέβαια η σκιά πίσω από το ριντό της μνήμης της ήταν ένας ανασταλτικός παράγοντας για μια ευτυχία πλήρη, αλλά ελπίζαμε ότι η ζωή κάποια στιγμή, θα φώτιζε τις αραχνιασμένες σκοτεινές γωνιές του μυαλού της και θα της έδινε, θα ΜΑΣ έδινε, αυτό που όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται. Να θυμούνται, το παρελθόν δηλαδή.

Μαντώ Μαντάκη, όπως έγραφε το τραπεζικό της βιβλιάριο, ξύπνησε ένα πρωινό με εμέτους και ιλίγγους. Τρελάθηκα. Δεν ήξερα πώς να βοηθήσω. Δεν θα υπεισέρθω σε λεπτομέρειες αρκεί μόνον να πω ότι το κορίτσι διαγνώστηκε σε κατάσταση ενδιαφέρουσα. Έγκυος δηλαδή…

Πατέρας εγώ! Απίστευτη εξέλιξη. Αμέσως την έθεσα υπό κώδωνα. ‘’Μη σκύψεις, μη κουράζεσαι, μη τούτο, μη το άλλο», ήμουν ένας αξιοθρήνητος ευτυχής ερωτευμένος με τον οποίο εκείνη γελούσε, αλλά φανερό ότι ΚΑΙ ασφυκτιούσε από την υπέρ προστατευτικότητά μου. Και όταν ο ψυχίατρος μας έκρινε με τακτ και αμισθί ότι εγώ ήμουν που έχριζα βοήθειας, κατάλαβα ότι ίσως να ήταν η Μαντώ μου που ζήτησε την επιστημονική του βοήθεια. ΚΑΙ ΣΥΝΗΡΘΑ. Όχι και να έχω έκπτωση στην αγάπη της αγάπης μου εξ αιτίας της φοβίας μου. Αυτό δεν το δεχόμουν και δεν θα το άφηνα να πάρει δυσάρεστες διαστάσεις. Δεν θα αφηνόμουν να πάθω ό,τι συνέβαινε σε  πολλά ζευγάρια που πριν το καυτηρίαζα. Δεν ήταν διόλου εύκολο, μα τα κατάφερα. Δεν ήταν ο γιατρός που με βοήθησε αλλά η Αγάπη, αυτή που ήρθε στη ζωή μου και της έδωσε νόημα, αγγίζοντάς με μέ το μαγικό της ραβδί.

Σχήμα οξύμωρο αυτό που θα πω, μα έτσι αισθανόμουν, δηλαδή η καλή μου έψαχνε για το παρελθόν της κι εγώ ήμουν νεογέννητος, που δεν με ενδιέφερε καμία μου ανάμνηση. Ακόμη και η ομορφότερη απ’ αυτές δεν άντεχε σε σύγκριση ακόμη και με μια μικρούλα στιγμή που ζούσαμε οι δυο μας στην καθημερινότητά μας.

Και ήρθε η κόρη μου.

Αποκλείεται να υπάρχει άντρας ευτυχέστερος εμού. Θα πρέπει να υπήρξα πάρα πολύ καλός άνθρωπος τόσο σε τούτη όσο και στις προηγούμενες ζωές μου για να με ανταμείβει η Ζωή τόσο πλουσιοπάροχα. Της ήμουν ευγνώμων.

Και ήρθε η μέρα να βαφτίσουμε τη μικρή.

«Χρύσα θα την πούμε αγάπη μου» είπε η Μαντώ μου, «έχεις αντίρρηση αγάπη μου;»

«Αντίρρηση εγώ σε σένα; Καμία. Αλλά πες μου γιατί διάλεξες το όνομα αυτό;»

«Δεν ξέρω μωρό μου. Μια ξαφνική παρόρμηση».

«Να λέγανε λες την μητέρα σου έτσι; Τελείως ηλίθια η ερώτησή μου και να με συγχωρείς. Αφού δεν θυμάσαι, δεν είν’ έτσι;»

«Έτσι». Απάντησε κοφτά η Μαντώ και κάτι σαν σκιά φώλιασε στις καρδιές και των δυο μας.

Ο καιρός περνούσε. Η Χρύσα μας ήταν πια ολόκληρη κοπέλα δύο χρόνων.  Και μια μέρα, όπως ήμασταν οι τρεις μας στην παιδική χαρά της περιοχής, βλέπω το αγριοκάτσικό μας τη Χρύσα, να σκαρφαλώνει στην τσουλήθρα εκ των κάτω προς τα πάνω. Τελείως ανορθόδοξα δηλαδή.

«Πρόσεχε Χρύσα», φώναξα ανήσυχος και βλέπω τη Μαντώ να γίνεται κάτωχρη και αμέσως μετά να λιποθυμά.

Και οι δύο αγάπες της ζωής μου σε κίνδυνο κι εγώ σαν ηλίθιος να μην ξέρω ποιον να στέρξω να βοηθήσω πρώτα. Ευτυχώς η Μαντώ συνήλθε αμέσως, την βόλεψα αστραπιαία στο παγκάκι και έτρεξα αλλόφρων να κατεβάσω τη μικρή από την τσουλήθρα. Ήταν η πρώτη φορά που την μάλωσα άσχημα νιώθοντας την καρδιά μου να κτυπά σε ρυθμούς ξεχαρβαλωμένου μοτέρ.

“Πολύ ωραία», σκέφτηκα, “μια δική μου καρδιακή κρίση και τριτώνει το κακό. Και ποιος να πρωτοβοηθήσει ποιον…”

Παλουκώνω τη μικρή δίπλα στη Μαντώ που ανέπνεε βαθιά και την ρωτώ: «Πώς είσαι αγάπη μου;» για  ν’ ακούσω μιαν απάντηση που θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου στη ζωή μου όλη.

«Αγάπη μου τα θυμήθηκα ΟΛΑ, ΟΛΑ…»

«Χρύσα η μάνα μου, Αποστόλης ο πατέρας και τους έχασα και τους δύο  σε κείνο το  φρικτό τροχαίο όπου τραυματίστηκα κι εγώ. Δεν  ξέρω τι απέγιναν.  Συνέβη στην Κωνσταντινούπολη, που είχαμε πάει διακοπές, δώρο του πατέρα για τα εικοστά πέμπτα μου γενέθλια. Που σημαίνει  ότι είμαι είκοσι επτά ετών».

Με έπιασε δέος και γι’ αυτό στην αρχή μίλησα για τα σενάρια που γράφει η ζωή. Ευτυχώς, το σενάριό της τούτο δεν έκρυβε καμία δυσάρεστη έκπληξη με γάμους και τέτοια. Υποσχέθηκα στην καλή μου ότι θα ξόδευα και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών μου στην αναζήτηση των δικών της. Άλλο μυστήριο και αυτό… Δύο τραυματισμένοι Έλληνες στην Τουρκία. Να πέθαναν, να ζούσαν;

Συνειδητοποιώντας την κοσμογονία που συνέβη στην Ζωή μας, αφήσαμε τη Χρύσα στην έκπληκτη μάνα μου και πήγαμε στην Πόλη παρέα με έναν φίλο μου ερευνητή. Και στον Βόρειο Πόλο και στον Νότιο, μα και στη Ζούγκλα με τον Ταρζάν θα πήγαινα, προκειμένου να ψάξω για τα ίχνη των πεθερικών μου…

Καλά ε; Η δική μας γραφειοκρατία, που ακούει τα εξ’ αμάξης από τον Έλληνα φορολογούμενο πολίτη, μπροστά στο χάος των ‘’φίλων’’ γειτόνων μας, μοιάζει αγγελικά πλασμένη!!!

Όμως, η συστηματική, η μεθοδική μας αναζήτηση απέδωσε καρπούς. Ίχνη και των δύο τους βρέθηκαν, αλλά πού νομίζετε; Στις κολεγιακές φυλακές της Γείτονος Χώρας με την κατηγορία της κατασκοπίας. Θεέ μου. Κατάσκοποι δύο ηλικιωμένοι Έλληνες που αμφιβάλλω εάν ήξεραν και τι σήμαινε η λέξη ‘’κατάσκοπος’’. Το μόνο που ίσως ήξεραν από κατασκοπίες, ήταν από τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ και αυτό στην αρχή τους,  στα πρώτα πρώτα έργα του, τότε που ο Μποντ ήταν το αντρικό πρότυπο και τον λάτρευαν άντρες και γυναίκες.

Αυτήν λοιπόν την κυρά Χρύσα βρήκαν οι λατρεμένοι μας ‘’φίλοι’’ να κατηγορήσουν μαζί με τον σύζυγό της για κατασκοπία και απειλή για την Τουρκία…

Φαίνεται όμως ότι στα δύο με δυόμισι χρόνια που ακολούθησαν το ατύχημα, βαρέθηκαν να τους κατηγορούν ασκόπως και κυρίως για την γελοία δημιουργία  εντυπώσεων, πείστηκαν για την αθωότητά τους, έγιναν πιο ελαστικοί και ήταν τότε που συνέπεσε να πάμε στην Πόλη εμείς και να αρχίσουμε το ψάξιμο.

Φαίνεται επίσης πως στο σενάριο που έγραψε η ζωή αποφάσισε για μια φορά να δώσει ένα happy end, προς όφελος δύο αθώων Χριστιανών και παράλληλα να κινήσει τα νήματα που ένωσαν την οικογένεια και πάλι. Βρήκε η μάνα το παιδί και τα παιδί τη μάνα  και έτσι από τρεις που ήμασταν γίναμε πέντε άτομα στην Οικογένεια και οσονούπω επτά, καθώς η αγαπημένη μου σύζυγος κυοφορούσε δίδυμα.

ΟΧΙ ΠΕΣ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ , ΓΡΑΦΕΙΣ  Ή ΔΕΝ ΓΡΑΦΕΙΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΕ  ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ STORY, ΑΝΤΕ ΝΟΥΒΕΛΑ, ΕΣΤΩ;

Ασύγκριτη Ζωή μου ΕΣΥ!

Να ΜΗΝ παραλείψω να πω, ότι ο άγνωστος χρηματοδότης της καλής μου ήταν ή ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΖΩΗΣ  που είχε κάνει ο κυρ Αποστόλης για όλη την οικογένεια.

Να που μερικά πράγματα λειτουργούν ακόμη σωστά…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη