«Η γιορτή των ανθρώπων», ένα παραμύθι της Λιάνας Μιχελάκη για τη λογοτεχνική δράση «Μένουμε σπίτι»

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μία νεράιδα, που την έλεγαν Λουλουδένια. Η Λουλουδένια είχε ολόχρυσα, λαμπερά  μαλλιά, σαν τον ήλιο. Τα μάτια της φάνταζαν σα δύο χαντρούλες, που μόλις ξεπρόβαλλαν από τα βαθυγάλανα νερά του ωκεανού. Το φόρεμα της το είχε ράψει η ίδια από τα πέταλα που της χάρισαν τα τριαντάφυλλα και τα λουλούδια του αγρού.

Η Λουλουδένια όλο το χειμώνα κατοικούσε σε ένα δέντρο, πολύ βαθιά μέσα στον κορμό του. Εκεί, έπλεκε από το πρωί μέχρι το βράδυ όμορφες, πολύχρωμες φορεσιές για τα λουλούδια. Κίτρινες για τις μαργαρίτες, κόκκινες για τις τουλίπες, ροζ για τα τριαντάφυλλα, μωβ για τους μενεξέδες, λευκές για τα γαρύφαλλα και ένα σωρό ακόμη. Έπλεκε, έπλεκε, χωρίς να αφήνει ούτε λεπτό τις βελόνες της, για να ξεκουραστεί και δεν έβγαινε από την κρυψώνα της, παρά μόνο, όταν είχε ολοκληρώσει και το τελευταίο φόρεμα, για το πιο μικροσκοπικό λουλουδάκι, που θα συναντούσε στο δρόμο της. Έτσι, λοιπόν, περνούσαν οι κρύες μέρες του χειμώνα και η Λουλουδένια ούτε που το καταλάβαινε, με τόση δουλειά, που είχε.

Έβγαινε τότε, τραγουδώντας από την κρυψώνα της και τα πουλιά φτερούγιζαν ρυθμικά πάνω από το χρυσό της  κεφαλάκι. Πρώτο μέλημα της ήταν να ξυπνήσει όλα τα λουλούδια και τα δέντρα. «Ξυπνήστε λουλουδάκια μου και όμορφα δεντράκια μου», έλεγε με τη γλυκιά της τη φωνή. «Έχω πλέξει για εσάς τα πιο όμορφα φορέματα, με τα χρώματα του ουράνιου τόξου». Τα λουλούδια τότε άρχιζαν να ξεπροβάλλουν σιγά, σιγά με τα μικροσκοπικά τους κεφαλάκια, μέσα από το χώμα, αγουροξυπνημένα και τα δεντράκια τη χαιρετούσαν με τα κλαδάκια και τα φυλλαράκια τους. Όταν έντυνε και το τελευταίο λουλουδάκι, έτρεχε πανευτυχής να απλώσει στη γη ένα πανέμορφο χρυσοπράσινο τραπεζομάντηλο, που με μεγάλη υπομονή κεντούσε όλο το χειμώνα, με τις χρυσές και πράσινες κλωστές, που της είχε χαρίσει το ουράνιο τόξο.

Καλούσε έπειτα όλους τους ανθρώπους, νέους, γέρους και παιδιά, να βγουν από τα σπίτια τους και να καθίσουν μαζί της, πάνω σε αυτό το χρυσοπράσινο τραπεζομάντηλο. Τα δέντρα τότε έγερναν με αγάπη, για να προσφέρουν σε όλους τα καλούδια τους. Οι μηλιές τα όμορφα μήλα τους, οι πορτοκαλιές τα ζουμερά πορτοκάλια τους, οι κερασιές τα λαχταριστά κεράσια τους. Ύστερα, έρχονταν οι μέλισσες με βάζα ξέχειλα από το μέλι, για να γλυκάνουν τους ανθρώπους και ο ποταμός έστελνε κανάτες από το κρυστάλλινο νερό του, δροσίζοντας όλους τους διψασμένους.

Τα πουλιά φτερούγιζαν πάνω στα κεφαλάκια των παιδιών, χαρίζοντας τις πιο γλυκές μελωδίες τους και τα λουλούδια δώριζαν σε όλους ευωδιαστά στεφάνια από τα πολύχρωμα πέταλα τους. Ο ήλιος χαμογελούσε από ψηλά και έστελνε το πιο ζεστό φιλάκι του στη γη, ενώ τα σύννεφα στέγνωναν τα δάκρυα τους και ταξίδευαν σε τόπους μακρινούς. Ο ευωδιαστός αέρας πρόσφερε το χάδι του το απαλό, ξεσηκώνοντας, μεγάλους και μικρούς στον πιο χαρούμενο χορό! Όλοι έτρωγαν, γελούσαν, χόρευαν και τραγουδούσαν, έχοντας στη μέση την καλή τους τη νεράιδα, τη Λουλουδένια, που πάντα φρόντιζε για την καλή τους τύχη.

Κάπου αλλού όμως, πολύ βαθιά κάτω στη γη, στη Σκοτεινούπολη, κατοικούσε ένας άρχοντας σκαιός. Εκεί, όπου δε φώτιζε ο ήλιος ποτέ, μα μήτε και το φεγγάρι… Εκεί, που όλα ήταν μαύρα, όπως ο ίδιος το είχε επιβάλλει. Μαύρα τα σπίτια, μαύροι οι δρόμοι, μαύρες οι φορεσιές των δυστυχισμένων υπηκόων του. Μαύρες οι φορεσιές των λουλουδιών, μαύρες και των δέντρων. Ακόμη και το νερό του μοναδικού ποταμού, που διέσχιζε τη Σκοτεινούπολη, ήταν μαύρο και ζεστό και όποιος προσπαθούσε να πιει έστω και μία μικρή γουλιά, αρρώσταινε βαριά.

Ο άρχοντας αυτός παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι τη Λουλουδένια να προσφέρει με όλη της την καλοσύνη, την ομορφιά και τη χαρά σε όλους, τους ανθρώπους, τα ζώα, τα λουλούδια και τα δέντρα. Πόσο πολύ ζήλευε με τη χαρά τους. Ήθελε οπωσδήποτε να ανέβει πάνω στη γη και να τα καταστρέψει όλα. «Πόσο πολύ θα χαιρόμουν», μονολογούσε, «αν έβλεπα τους ανθρώπους να κλαίνε και να δυστυχούν». Ήθελε οπωσδήποτε να τους πάρει με τη βία κάτω στη γη, στο σκοτεινό Βασίλειο του, στη Σκοτεινούπολη.

Έτσι λοιπόν μια μέρα, αποφάσισε να στείλει πάνω στη γη ένα μαύρο πουλί, για να προσφέρει στους ανθρώπους το μαύρο δώρο του, που τόσο καιρό το ετοίμαζε. Το πουλάκι λοιπόν απέθεσε διακριτικά, πάνω στο χρυσοπράσινο τραπεζομάντηλο της καλής νεράιδας ένα μαύρο λουλούδι, με άρωμα μεθυστικό και ύστερα φτερούγισε μακριά πολύ, για να μην το δουν.

«Μα τι λουλούδι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε τότε η νεράιδα.  «Δεν θυμάμαι να έχω κεντήσει μαύρη φορεσιά για κανένα λουλουδάκι εδώ πάνω στη γη. Άλλωστε, όλες τις κλωστές, μου τις προσφέρει απλόχερα το ουράνιο τόξο και αυτό μαύρη κλωστή δεν έχει» προβληματίστηκε και πάλι η Λουλουδένια. Πριν προλάβει όμως να κάνει το οτιδήποτε, ένα μικρό παιδί σήκωσε απαλά με τα μικρά χεράκια του το μαύρο αυτό λουλούδι, το έσφιξε στην αγκαλιά του και άρχισε να το μυρίζει. Αμέσως, το παιδί έπεσε λιπόθυμο στη γη. Είχε αρρωστήσει βαριά πολύ. Οι γονείς του απελπισμένοι, προσπαθούσαν να το βοηθήσουν, μα το παιδί φλεγόταν στον πυρετό. Όλοι έτρεξαν τότε να βοηθήσουν, μάταια όμως. Όσοι ακούμπησαν μάλιστα το παιδί, αρρώστησαν βαριά και αυτοί και όλοι οι δικοί τους.

Σιγά σιγά η αρρώστια εξαπλωνόταν σε όλη τη γη. Ακόμη και στο πιο απομακρυσμένο χωριουδάκι. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι, νέοι, γέροι και παιδιά, άρχισαν να αρρωσταίνουν βαριά. Δεν μπορούσαν να φάνε, μα ούτε και να πιουν.  Όσο μάλιστα εξαπλωνόταν η αρρώστια, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε το μαύρο αυτό λουλούδι στη γη και ο σκαιός άρχοντας της Σκοτεινούπολης έτριβε τα χέρια του από τη χαρά του. «Σε λίγο καιρό, όλοι θα γίνουν υπήκοοι και κάτοικοι της μαύρης πολιτείας μου» σκεφτόταν και γελούσε με όλη του τη δύναμη.

Οι άνθρωποι, όσο περνούσε ο καιρός, γίνονταν ολοένα και περισσότερο φοβισμένοι. Έχασαν τη χαρά και το γέλιο τους. Κλείστηκαν στα σπίτια τους και προσεύχονταν με όλη τους την ψυχή, να έρθουν και πάλι οι καλές μέρες, τότε που γιόρταζαν όλοι, μαζί με την καλή τους τη νεράιδα. Κάθε πρωί, κοίταζαν θλιμμένοι πίσω από τα παράθυρα τους και απεγνωσμένα την αναζητούσαν, για να τους δώσει έστω και λίγο κουράγιο και ελπίδα στον πόνο τους.

Η Λουλουδένια με τη σειρά της, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους εμψυχώνει, έστω και από μακριά. Κάθε πρωί λοιπόν έστελνε στα μπαλκόνια τους πουλιά, για να κελαηδούν αυτά τις πιο γλυκές μελωδίες και να υπενθυμίζουν στους ανθρώπους πως πρέπει να τραγουδούν και να ελπίζουν. Τα λουλούδια σήκωναν τα κεφαλάκια τους, πάνω από τους φράχτες, αναζητώντας τους κρυμμένους, πίσω από τα παράθυρα ανθρώπους, για να τους στείλουν το πιο μεθυστικό τους άρωμα. Ο ήλιος έστελνε το πιο ζεστό φιλάκι του και ο αέρας το χάδι του, το απαλό, σε όσους φλέγονταν από τον πυρετό. Κάθε βράδυ το φεγγάρι μαζί με όλα τα αστέρια του ουρανού, φώτιζαν τα χλωμά πρόσωπα των ανθρώπων και ζέσταιναν την παγωμένη τους ψυχή, που είχε αρχίσει πια να χάνει το κουράγιο της.

Οι μέρες όμως περνούσαν  και όσο οι άνθρωποι αρρώσταιναν, τόσο πιο πολύ το μαύρο λουλούδι μεγάλωνε και άνοιγε διάπλατα τα μαύρα του τα πέταλα, για να φοβίζει τους ανθρώπους. Να κρύβονται αυτοί πιο βαθιά στα σπίτια τους και να μην αναζητούνε άλλο την καλή τους τη νεράιδα. Η Λουλουδένια όμως δούλευε σκληρά, μέρα και νύχτα, μέσα στην κρυψώνα της, στο δάσος. Είχε βάλει στόχο να σώσει τους ανθρώπους από τον άρχοντα της Σκοτεινούπολης και να ξαναφέρει στη γη το φως, την ελπίδα και τη χαρά.

Έτσι, λοιπόν, έπλεκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με τα κρινένια τα χεράκια της, την πιο μεγάλη φορεσιά, που είχε πλέξει ποτέ. Με χρώματα σπάνια, που μάτι ανθρώπου δεν είχε συναντήσει μέχρι τώρα και με κλωστές ολόχρυσες, δώρο αυτές από τον ήλιο, το χρυσαφένιο. Όχι, για να ντύσει τώρα τα λουλούδια, όπως έκανε παλιά και να γιορτάσει με τους ανθρώπους. Είχε άλλο στο νου της τώρα. Όταν κάποια στιγμή τελείωσε το πλέξιμο, φώναξε τα κατάλευκα πουλιά του ουρανού και παρέδωσε τη φορεσιά σε εκείνα. Αυτά, αφού τη θαύμασαν, την κράτησαν με το ράμφος τους απαλά, άνοιξαν διάπλατα τις δυνατές φτερούγες τους και πέταξαν ψηλά στον ουρανό. Πετούσαν μέρα και νύχτα  και δεν σταματούσαν ούτε να πάρουν ανάσα, μα ούτε και να ξεκουραστούν. Όταν κάποιο βράδυ, που το φεγγάρι και τα αστέρια είχαν πάρει απόφαση, τον ουρανό να μην φωτίσουν, είδαν από ψηλά το μαύρο το λουλούδι, άφησαν τη φορεσιά να πέσει, το λουλούδι, για να ντύσει. Αυτό διά μιας μεταμορφώθηκε σε ένα χρυσό αστεράκι και χάθηκε ψηλά στον ουρανό. Μαζί του χάθηκε και η Σκοτεινούπολη και ο σκαιός της άρχοντας.

Αμέσως τότε ξύπνησε ο ήλιος τη γη  για να φωτίσει. Τα λουλούδια φόρεσαν και πάλι την ολόλαμπρη στολή τους.  Άνοιξαν όλα τα παράθυρα και σηκώθηκαν οι άρρωστοι από τα κρεβάτια τους, την καλή τους τη νεράιδα να αναζητήσουν. Εκείνη, με τα κατάλευκα πουλιά του ουρανού, μήνυμα τους έστελνε σημαντικό. Το τραγούδι τους να θυμηθούν και όλες οι φωνές τους στη γη να ταξιδέψουν, γιατί ήρθε ο καιρός  και πάλι να γιορτάσουν…


Ενημερωθείτε για τη λογοτεχνική μας δράση  “Μένουμε σπίτι”.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη