Σ’ ερωτεύομαι
στη σκιά ενός ετοιμοθάνατου ήλιου
βαφτισμένη στο φως της αβασίλευτης μέρας
κι οι σκέψεις από των πελάγων τον αφρό
σαν φυσαλίδες
αναδύονται.
Κινούμαι
στους παλμούς της φωνής σου
απογεύματα Κυριακής
που αλλάζουν χρώμα με τους αναστεναγμούς σου.
Χορταίνω την πείνα μου
Ξεδιψάω τη δίψα μου
στα χείλη σου
γλυκά σαν μέλι
κόκκινα σαν φράουλες του Μάη
πάνε κι έρχονται αέρας στις πικροδάφνες.
Και η απόσταση ανάμεσά μας
μια απόφαση
ορίζοντας
πόσο είσαι μισός
πόσο είμαι μισή.
Καίγομαι
λιανοκέρι θυμίαμα
κωπηλατώντας
σε θάλασσες συναισθημάτων
σ’ έναν αέρα που γίνεται βανίλια και ρούμι.
Και το ανάμεσα λιώνει
εύπλαστος πηλός
σε επιδέξια χέρια πηλοποιού.
Πώς να σου μεταφέρω την έκπληξη
μπροστά στο κάλλος του έρωτα;
Μυροβόλα η ανάσα του
ρευστή και άσαρκη σαν αύρα λυτρωτική
διεισδύει από τις στενές ρωγμές της μοναξιάς μου
βλαστάρια ευτυχίας πετάει ψηλά εκεί που κεντά ο Ήλιος το ιντερμέδιό του.
Αφήστε το σχόλιο σας