«Η αγαπημένη της μητέρας», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Στο καθιστικό με τα βαριά έπιπλα εποχής, τέσσερις αμίλητες και σκυθρωπές φιγούρες, θαμπές από το χαμηλό φως του σούρουπου, που μπαίνει από το ψηλό παράθυρο, δείχνουν να περιμένουν κάτι ή κάποιον, που θα αιφνιδιάσει την αλλόκοτη στασιμότητα τους. Μία γυναίκα και τρεις άνδρες σκεπτικοί, χωρίς να κοιτάζει ο ένας τον άλλο, μέσα σε μια  σιωπή, βασανιστική σιωπή, φαντάζουν σαν θολές σκιές στο γέρμα του απογεύματος. Ακούγεται μόνο ο ρυθμικός ήχος του εκκρεμούς στον τοίχο, σε συνδυασμό με το συνεχόμενο ελαφρύ θόρυβο της βροχής, που πέφτει από το μεσημέρι. Ένα σκυλί αλυχτάει έξω ασταμάτητα. Το γάβγισμά του θυμίζει θρήνο.

Ξαφνικά, υψώνονται φωνές διαμαρτυρίας από τον νεότερο άνδρα,  αντιρρήσεις, αποδοκιμασίες στη συνέχεια από τους άλλους δύο  και τελικές, όπως δηλώνουν, αποφάσεις, που παίρνει ο καθένας για τον εαυτό του, αλλά ανακοινώνοντάς τες  δεν αρέσουν σε κανένα. Απρόσμενες ίσως εξελίξεις, που εμφανίσθηκαν σαν εκπλήξεις. Διαβάζουν κάποια χαρτιά. Τα δίνουν  ο ένας στον άλλο και ύστερα κοιτούν επίμονα τη γυναίκα, με μάτια στεγνά και ωχρά πρόσωπα. Εκείνη δείχνει να νοιώθει άβολα. Δεν μιλάει. Σταυρώνει με νευρικότητα τα χέρια της, ύστερα τα απλώνει στα γόνατα της, σηκώνεται, αλλάζει κάθισμα, τους κοιτάζει, αλλά εκείνοι φαίνεται πως αδιαφορούν τελικά  για την παρουσία της. Η γυναίκα βγαίνει στη συνέχεια από το δωμάτιο και εκείνοι  αρχίζουν πάλι να διαπληκτίζονται μεταξύ τους.

 Ομολογούν και παραδέχονται ταυτόχρονα, μέσα στον παροξυσμό των διαφωνιών τους, ότι ποτέ δεν τους διέκρινε η ενότητα. Η  διάσπασή της ήταν ανέκαθεν  δεδομένη. Με ζήλο μεγάλο είχαν καταφέρει να τη δημιουργήσουν επί σειρά ετών και αβάστακτης παράλληλα πλήξης, που τη χρωμάτιζε μόνο η έντονη διαφορετικότητά τους. Η γυναίκα επιστρέφει στον χώρο και σιωπηλή τους κοιτά προσεκτικά. Είχε αρχίσει ωστόσο να βραδιάζει και ο νεότερος άνδρας σηκώθηκε και άναψε τους πολυελαίους, που γέμισαν με πλούσιο φως το χώρο.

Η βροχή έξω δυνάμωσε, θαμπώνοντας τα τζάμια των ψηλών παράθυρων του δωματίου. Ξαφνικά, έπεσε ηχηρά πολύ κοντά στο σπίτι κεραυνός, αφού προηγήθηκαν  αστραπές, με αποτέλεσμα να διακοπεί το ρεύμα και να γεμίσει το δωμάτιο με γαλάζιες ανταύγειες. Ο νεότερος άνδρας σηκώθηκε και στα τυφλά άναψε τα κεριά στο μπρούτζινο καντηλέρι πάνω στο δρύινο τραπέζι. Η γυναίκα  ξαφνικά σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και αποχώρησε από τη συντροφιά με αργό βήμα αλλά σταθερή απόφαση, όπως έδειχνε το σφιγμένο πρόσωπό της. Οι υπόλοιποι τρεις την παρατήρησαν αδιάφορα, χωρίς να ρωτήσουν οτιδήποτε αφορούσε αυτή την ξαφνική κίνηση αποχώρησής της. Η πόρτα έμεινε ανοιχτή και ένας παγερός αέρας έσβησε τα κεριά  στο καντηλέρι.

 Ο μεγαλύτερος από τους άνδρες σηκώθηκε  τότε και άναψε ξανά τα κεριά. Οι υπόλοιποι έμειναν ακίνητοι στις θέσεις τους αμίλητοι και σιωπηλοί.

 Αίφνης το εκκρεμές χτύπησε 9.30 αλλά δεν είχαν τη διάθεση να δειπνήσουν, έτσι τουλάχιστον είπαν, ή να  ρωτήσουν κάτι για όλα αυτά που είχαν συζητηθεί τις  προηγούμενες  ώρες. Την απόλυτη σιωπή διέκοψε το γάβγισμα του σκύλου στον κήπο, που είχε αρχίσει πάλι να κλαίει παραπονεμένα. Η πόρτα άνοιξε ξανά και εμφανίσθηκε πάλι η γυναίκα βρεγμένη, κρατώντας ένα μικρό βελουδένιο κουτί. Ήταν ωχρή, το πρόσωπό της τραβηγμένο, τα μάτια θολά. Το άφησε αμίλητη πάνω στη δρύινη παλιά κονσόλα, με μάτια θολά και απίστευτα ωχρό πρόσωπο. Βυθίστηκε στη συνέχεια στη γκρενά μπερζέρα. Οι τρεις άνδρες βύθισαν το βλέμμα τους πρώτα σε εκείνη και ύστερα στο μικρό κουτί.

Η γυναίκα άρχισε ξαφνικά να μιλάει με λυγμική διάθεση, να μιλάει ασταμάτητα. Είχε σταυρώσει τα χέρια και τα μάτια της τα είχε ερμητικά κλειστά.  Την άκουγαν σιωπηλοί, με σκοτεινά όμως πρόσωπα,  χωρίς να τη διακόψουν. Το ηλεκτρικό ρεύμα είχε στο μεταξύ επανέλθει, αλλά έκαιγαν παράλληλα και τα κεριά στο καντηλέρι. Κανένας   δεν σηκώθηκε να τα σβήσει.

Η φωνή της γυναίκας ήταν τρεμουλιαστή. Έμοιαζε σαν υπνωτισμένη με  τα μάτια της πάντα κλειστά και τα  χέρια πεσμένα στο πλάι. Η εξομολόγησή της τους ξάφνιασε και αυτό φάνηκε από τα πρόσωπά τους, που σκοτείνιασαν. Ο μονόλογος της ηχούσε μελαγχολικά, ίσα που ακουγόταν γιατί την κάλυπτε ο θόρυβος της βροχής, που είχε ήδη δυναμώσει περισσότερο.

 «Οι τοίχοι του δωματίου ήταν άσπροι, δεν επέτρεπαν στα μάτια μου να σχηματίσουν μια εικόνα. Δεν υπήρχε κάποια εικόνα.  Δεν θυμάμαι πόσο καιρό ήμουν εκεί, ξαπλωμένη συνεχώς στο κρεβάτι, σαν υπνωτισμένη. Για ρούχο φορούσα ένα σάκο, από παλιό ύφασμα.

Η πόρτα του δωματίου μου   άνοιγε πολλές φορές και  μπαινόβγαιναν άνθρωποι με άσπρα ρούχα, δεν ήμουν βέβαια και σίγουρη, αλλά μάλλον ήταν  λευκά. Με αδιάφορα μάτια μου έδιναν κάτι μικρά πολύχρωμα κουφετάκια, που στη συνέχεια εγώ τα πετούσα στο τενεκεδένιο καλαθάκι του δωματίου. Μία ημέρα, δάγκωσα το χέρι ενός από τους ανθρώπους με τα άσπρα ρούχα, γιατί μου έδινε πιεστικά  να πιώ κάτι. Εκείνος τότε μου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι, πόνεσα πολύ. Μετά από αυτό, για να με τιμωρήσουν με έδεσαν  στο κρεβάτι.

Αυτό το άσπρο δωμάτιο, με έπνιγε. Κάποιες φορές,  το βράδυ κυρίως, σκεπτόμουν ένα χώρο, αλλά δεν θυμόμουν ποιος ήταν. Μπορεί να ήταν και αυτό το δωμάτιο που βρισκόμαστε τώρα. Δεν θυμόμουν ούτε το όνομά μου και για ποιο λόγο, βρισκόμουν  στο άσπρο δωμάτιο».

Καθώς μιλούσε ο  μεγαλύτερος από τους τρεις άνδρες είχε γύρει στη ράχη του καναπέ με κλειστά μάτια και κανείς δεν καταλάβαινε αν κοιμόταν ή είχε επικεντρωθεί με τον τρόπο αυτό στην αφήγησή της.

Ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει και άνοιξε τα μάτια της, που έδειχναν υγρά, σαν να είχε κλάψει.  Ο νεότερος, που καθόταν δίπλα της στράφηκε προς το μέρος της και σιγανά της εξήγησε ότι έπρεπε να βρίσκεται στο χώρο που τους περιέγραφε γιατί είχε αρρωστήσει .«Είχες αρρωστήσει βαριά» της είπε. «Τώρα όμως είσαι καλά, μας διαβεβαίωσαν οι γιατροί γι’ αυτό».

Ξαφνικά, συνέχισε να μιλάει, με ανοικτά τώρα μάτια, χωρίς να απευθύνεται όμως σε κάποιον με βλέμμα απλανές και θολό, σαν να βρισκόταν μόνη στο πνιγηρό δωμάτιο, που είχε ήδη γεμίσει σκιές από το σούρουπο. Τα λόγια της τώρα ήταν συγκεχυμένα, δυσκολευόσουν να καταλάβεις τι έλεγε. Όμως δεν τη διέκοψαν. Την άκουγαν σιωπηλοί, χωρίς να ζητούν εξηγήσεις για όλα αυτά που άκουγαν να τους αφηγείται.

 Εκείνη ξαφνικά σηκώθηκε όρθια  και κοιτάζοντάς τους με σκληρό βλέμμα   συνέχισε το μονόλογό της, εξιστορώντας τα βιώματά της σε εκείνο το άσπρο δωμάτιο,  αποκαλώντας τους με μια ξαφνική νηφαλιότητα, σκληρούς και άκαρδους, αφού ποτέ δεν την επισκέφθηκαν. Δεν της απάντησε κανείς από τους τρεις. Ο μεγαλύτερος άνοιξε τα μάτια του και αφού την κοίταξε αδιάφορα τα ξανάκλεισε. Στη συνέχεια η ίδια δείχνοντας κουρασμένη, σταμάτησε να μιλάει, πήρε το κουτί, που είχε τοποθετήσει στην κονσόλα και βυθίστηκε στη βαθιά μπερζέρα με το κουτί στα γόνατά της. Κανείς από τους τρεις δεν την είχε ρωτήσει μέχρι τότε  για το περιεχόμενό του.

Απόλυτη σιωπή από όλους έπεσε στη συνέχεια στο δωμάτιο. Τα κεριά στο καντηλέρι εξακολουθούσαν να λιώνουν, αργά. Έξω ο αέρας φυσούσε δυνατά και κάποια κλαδιά του  δένδρου στην αυλή χτυπούσαν τα παντζούρια του παράθυρου, που κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί να κλείσει. Πρόλαβαν να δούνε το ρολόι. Ήταν  11 και είκοσι. Στη συνέχεια το ηλεκτρικό ρεύμα διακόπηκε ξανά. Ο χώρος φωτιζόταν τώρα μόνο από τα κεριά στο καντηλέρι. Δεν είχαν ακόμη λειώσει. Από έξω ακούστηκε το κρώξιμο μιας κουκουβάγιας. Δεν τους εντυπωσίασε, γιατί τα τελευταία βράδια είχαν συνηθίσει την παρουσία της έξω από το σπίτι.

Ξαφνικά  εκείνη σηκώθηκε και με χέρια που έτρεμαν ελαφρά, βάλθηκε να ανοίγει το κουτί. Έξι μάτια εστίασαν την προσοχή τους σε αυτή την κίνησή της. Έβγαλε  προσεκτικά από μέσα κάποια διπλωμένα χαρτιά. Τα ξεδίπλωσε και τα άφησε πάνω στο τραπέζι χωρίς να μιλήσει, να πει κάτι. Ήταν πυκνογραμμένα χειρόγραφα. Έτσι τουλάχιστον έδειχναν. Στη συνέχεια τα πήρε από το τραπέζι και τα έδειξε στον καθένα χωριστά. Τα κοίταξαν αστραπιαία και ύστερα έστρεψαν αδιάφορα το βλέμμα τους στο κενό.  Περίμενε για λίγο κάποια κίνησή τους. Δεν μπήκε κανείς στον κόπο να  της πει κάτι.

Εκείνη τότε σηκώθηκε, φόρεσε το επανωφόρι της, πήρε τα χαρτιά, τα δίπλωσε προσεκτικά βάζοντάς τα στη δεξιά τσέπη της  και βγήκε έξω. Η βροχή είχε ήδη  σταματήσει. Περιπλανήθηκε στους δρόμους και ξαναγύρισε μετά από ώρες στο σπίτι.  Τα παράθυρα είχαν κλείσει όλα και  η κουκουβάγια στον κήπο έβγαζε μικρές ανατριχιαστικές κραυγές. Αφουγκράστηκε να ακούσει ήχους, είχαν όλοι σίγουρα αποκοιμηθεί. Στάθηκε κάποια στιγμή ακίνητη, τα μάτια της έλαμπαν στο σκοτάδι, το στόμα της ήταν σφιγμένο σαν μια οριζόντια γραμμή.

Πήγε στη συνέχεια στο παρτέρι του κήπου και ανέσυρε κάτω από ένα θάμνο  το ντεπόζιτο με τη βενζίνη, που είχε κρύψει. Το άνοιξε  και  περιέλουσε προσεκτικά τους τοίχους του σπιτιού. Έβγαλε αργά  αναπτήρα από την αριστερή τσέπη της και έβαλε φωτιά.

Απομακρύνθηκε με αργά βήματα και όταν έφθασε στο ξέφωτο του δρόμου με το χέρι της αναζήτησε τα διπλωμένα έγγραφα  στην τσέπη της. Τα ξεδίπλωσε βγάζοντας τα και ακουμπώντας σε κολόνα ηλεκτρικού, άρχισε να διαβάζει δυνατά, σαν να απευθυνόταν σε κοινό. Τα είχε διαβάσει τόσες φορές, που σχεδόν ήξερε απ’ έξω το περιεχόμενό τους. Της άρεσε όμως να τα διαβάζει και να τα ξαναδιαβάζει, ένοιωθε μια απίστευτη γαλήνη και ηρεμία.

Ήταν η διαθήκη της μητέρας της, που την όριζε μοναδική και αμετάκλητη κληρονόμο  της περιουσίας της. Ανάλογα έγγραφα υπήρχαν στο συρτάρι της κονσόλας στο σπίτι, που ήδη καιγόταν και μαζί με αυτό οι τρεις αδελφοί της.

Ξαφνικά σταμάτησε να διαβάζει. Ένοιωσε μια ευχάριστη αίσθηση να διαπερνά το σώμα της. Έβγαλε το μικρό μενταγιόν που φορούσε στο λαιμό της με τη φωτογραφία της μητέρας και τη φίλησε. Ήταν  όμορφη η μητέρα και η ίδια είναι όμορφη, έτσι  της έλεγε όταν της χτένιζε τα σγουρά της μαλλιά. Πίστευε πάντα ό,τι έλεγε η μητέρα, που την αγαπούσε  και την αγκάλιαζε σφιχτά, τόσο που της κοβόταν η αναπνοή. Την άφηνε ακόμη να τη βλέπει στο δωμάτιό της να φοράει τα μακριά  φορέματά της, όταν  εκείνη έβγαινε για διασκέδαση. Τον πατέρα δεν τον θυμόταν. Η μητέρα της είχε πει ότι έλειπε για δουλειές στο εξωτερικό και ότι κάποτε θα επέστρεφε. Δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα. Της αρκούσε  που η μητέρα την αγαπούσε πολύ, όπως και η ίδια την αγαπούσε πολύ και φοβόταν όταν εκείνη έλειπε μολονότι τη διαβεβαίωνε ότι δεν θα αργήσει να επιστρέψει.

Η δεσποινίς Μαντλέν, που την πρόσεχε και της μάθαινε και γαλλικά, δεν έμοιαζε καθόλου στη μητέρα. Ήταν πολύ αυστηρή μαζί της. Μόνο η μητέρα την αγαπούσε πολύ, περισσότερο ίσως και από τα αδέλφια της. Της το έλεγε συχνά και έτσι ησύχαζε. Ήταν η αγαπημένη της, γιατί ήταν ξεχωριστή και ευαίσθητη πολύ. Έτσι της έλεγε.  Τα αδέλφια της, από τον πρώτο γάμο της μητέρας και πολύ μεγαλύτερά της, δεν την αγαπούσαν. Έτσι πίστευε.

Όταν αρρώστησε, όπως της είπαν τα αδέλφια της, η μητέρα είχε πεθάνει. Πολύ  νωρίτερα όμως της είχε χαρίσει το μικρό βελουδένιο κουτί και την είχε ενημερώσει ότι σύμφωνα με το έγγραφο, που περιείχε το κουτί αυτό, ό,τι και αν είχε ήταν δικό της, γιατί ήταν η αγαπημένη της. Ναι, το ήξερε πως ήταν η αγαπημένη της μητέρας. Ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Ήταν που θυμήθηκε τη μητέρα. Έχοντας απομακρυνθεί από το σπίτι γύρισε ασυναίσθητα πίσω και κοίταξε. Πύρινες φλόγες το είχαν περιτυλίξει.

Της ήλθε ξαφνικά η εικόνα του δωματίου με τους κάτασπρους τοίχους και της φάνηκε πολύ οικείος. Με συμπάθεια θυμήθηκε και τους ανθρώπους με τα λευκά ρούχα, που της έδιναν πολύχρωμα  κουφετάκια και αυτή τα πέταγε τις περισσότερες φορές στο καλάθι. Θυμήθηκε επιπλέον ότι κάποιες φορές την κοίταζαν ακόμη και στα μάτια και κάποιος της χάιδεψε μια φορά  τα μαλλιά και της είπε να μη στενοχωριέται. Ναι, έτσι της είπε, καλά το θυμόταν.

Πέρασε μπροστά της ένα ταξί, το σταμάτησε και ζήτησε από τον οδηγό να την πάει εκεί που βρισκόταν το λευκό δωμάτιό της. Τη θυμόταν καλά τη διεύθυνση, δεν έκανε λάθος. Ξαφνικά άρχισε να νοιώθει χαρούμενη, που θα ξαναγύριζε στο λευκό δωμάτιό της  και υποσχέθηκε στον εαυτό της να μην παραπονεθεί ξανά και να μην πετάει τα πολύχρωμα κουφετάκια στο καλάθι. Σκέφθηκε ότι δεν είχε χρήματα να πληρώσει τον οδηγό του ταξί, αλλά αυτό καθόλου δεν την ένοιαζε. Γύριζε πίσω και αυτό της ήταν αρκετό…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη