«Ευαγγελία Χαραλάμπους», παρουσιάζει ο Κυριάκος Στυλιανού

Καλό μήνα, καλό φθινόπωρο και από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

 

Για το μήνα Σεπτέμβριο η στήλη «Λόγω Γραφής… ες γην εναλίαν Κύπρον» παρουσιάζει την ταλαντούχα συγγραφέα Ευαγγελία Χαραλάμπους, η οποία διακρίνεται για την ευαισθησία και τη διεισδυτικότητα της γραφής της.

 


 

Έλενα Λιακούδη, The water is not always blue.

Γυναίκα, υπερίπταται [1]

«Βρέθηκε», λέει εκείνος. Μοιάζει να απαντάει σε μια ερώτηση, την οποία δεν του απηύθυνε κανείς.

«Ποιος;» ρωτάει εκείνη ανόρεχτα, καθώς σιδερώνει το μουσταρδί πουκάμισο. Πολύ το αντιπαθεί αυτό το πουκάμισο, ίσα που αντιστέκεται στον πειρασμό να το κάψει «τυχαία».

«Τον γιακά μην ξεχάσεις» της τονίζει, ανεβάζει τα ντεσιμπέλ ένα κλικ. Αλλά εκείνη δεν ακούει. «Τον γιακά, λέω» επιμένει. «Κάθε φορά τον ξεχνάς».

«Ε;» ρωτάει εκείνη. Κοιτάζει κάπου απροσδιόριστα, έξω από το παράθυρο, ίσως και έξω από αυτή την πόλη.

Την στραβοκοιτάζει. «Βρέθηκε, λέω. Βρέθηκε καφέ, θηλυκό Yorkshire, στις 3/1 στη Βούλα. Χωρίς τσιπ». Μιλάει στον τόνο των δημοσιογράφων, αυτό ακριβώς την φρικάρει με τις ειδήσεις. Χώρια από το περιεχόμενο: τρομολαγνεία, μα κι άλλος νεκρός; Σπίτια  πλημμυρίζουν, άνθρωποι τρέχουν, παιδιά με φουσκωμένες κοιλιές. Α πα πα, δεν θέλει ούτε κατά διάνοιαν να ακούσει.

Yorkshire; Εκείνος θυμάται ότι πρόσφατα είχε διαβάσει μια παρόμοια είδηση στη στήλη «Χάθηκε». Ανοίγει με σβέλτες κινήσεις και τη δεύτερη εφημερίδα και συγκρίνει τα στοιχεία και τις ημερομηνίες. «Αυτό είναι. Βρέθηκε», ξαναλέει, και εκείνη σκέφτεται πως θα μπορούσε να φιγουράρει και το όνομά της στη λίστα των χαμένων. Το πού θα βρεθεί είναι το θέμα.

Εκείνος, πάλι, διπλώνει τις εφημερίδες, τακτοποιεί αλφαδιάζοντάς τες με το μάτι και ησυχάζει μόνο όταν βλέπει το τραπεζάκι του τέλειο. Δοκίμασε να τις διαβάζει μέσω υπολογιστή, αλλά δεν γίνεται να μην τις μυρίζει, να μην τις αγγίζει, να μην τις οργανώνει στο τραπεζάκι δίπλα από τον καναπέ. Όλο το σπίτι σε πλήρη αταξία, και ένα τραπεζάκι στη μέση, τέλεια συγυρισμένο, νησί μέσα στην πόλη με την άναρχη δόμηση.

Πίνει μια γενναία γουλιά από τον ελληνικό του καφέ. Σήμερα δεν του πέτυχαν οι φουσκάλες. Έξω, παγωνιά. Ήλπιζε σε λίγο χιόνι, αλλά δεν του έκανε τη χάρη. Πάνω από τα τρία τέταρτα του σώματός του πρέπει να έχουν βυθιστεί αύτανδρα στον μολυβί καναπέ. Σάββατο πρωί, ησυχία, τα παιδιά στους παππούδες. Κι εκείνη να σιδερώνει αφηρημένη, σιδερώνει τυχαία, κατά τόπους, σε σημεία, να πηγαίνει ζικ ζακ, ποτέ σε ευθεία, μα καλά, τσακώθηκε με τις ευθείες; Οι μόνες ευθείες που της αρέσουν είναι οι ανοικτοί δρόμοι, αυτοί που τελειώνουν στο βάθος του ορίζοντα.

Αν ήταν πίνακας, εκείνος θα είχε βαράκια στα πόδια και θα βούλιαζε στον καναπέ, κι εκείνη θα ήταν στον αέρα. Φτιαγμένη λες από μετάξι. Να υπερίπταται, συνήθως κάπου κοντά σε παράθυρο και φως. Ίσως να είναι όλα θέμα έλλειψης βαρύτητας. Όχι ότι είναι ελαφρόμυαλη, ίσα ίσα. Απλώς απεχθάνεται το βάρος στα πράγματα, της προκαλεί μια στένωση εκεί, ανάμεσα στους πνεύμονες. Μα το αγαπάει το αεράκι, και μέσα και απ’ έξω. Αναρωτιέται την απόσταση που έχει διανύσει ο αέρας για να φτάσει εδώ, πάνω στο μάγουλό της. Τις στάσεις που έκανε, στα πρόσωπα, στα δέντρα, στο νερό.

«Χθες με πήραν από το μπαλέτο της μικρής. Ξέχασες εκεί το παγουρίνο της», λέει εκείνος καθώς ντύνεται. Το παγουρίνο της μικρής και χιλιάδες άλλα πράγματα που παλεύουν να στοιβαχθούν στη λίστα της κάθε μέρας. Εκκρεμότητες, το μυαλό σε μια μόνιμη εκκρεμότητα. Δεν έχει πρόβλημα με τη μνήμη της, αποφάνθηκαν οι ειδικοί. Γιατί του είχε κολλήσει ένα φεγγάρι η σκέψη πως υπάρχει κάτι στις κυψέλες του εγκεφάλου, που δεν κάνει σωστά τις συνάψεις. Αλλιώς πώς εξηγείται όλο αυτό;

Του εξήγησαν για τη διάσπαση της προσοχής. Σε απλά ελληνικά, είναι μονίμως αλλού. Ασυγυρισιά παντού, μέσα κι έξω. Ξεκινάει να φτιάξει ένα τοστ, το ξεχνάει, μυρίζει το καμένο και τρέχει, στο μεταξύ μονίμως ψάχνει τα κλειδιά της, έγινε πια φίλη με τον κλειδαρά στη γωνία, τηλεφωνούν από το σχολείο για να της πουν ότι ξέχασε το ταπεράκι με το φρούτο, κι εκείνη τρέχει να το πάει τελευταία στιγμή. Η μικρή, κέρβερος στην πόρτα του σχολείου, την ακυρώνει με το βλέμμα, η δασκάλα είναι κι αυτή κάπως. Μα είναι βέβαιη ότι ετοίμασε το μήλο, έβαλε και κανέλα από πάνω, αλλά όλως περιέργως το ξέχασε στον πάγκο της κουζίνας, εκεί, δίπλα από τα ανοιγμένα τάπερ του τυριού και του ζαμπόν. Κι εκείνος από πίσω της, να τακτοποιεί το χάος με τα τάπερ στους πάγκους, τα πεταμένα ρούχα, τις κατσαρόλες που θέλουν τρίψιμο, γιατί οι φακές άρπαξαν λίγο. Λίγο; Μια ζωή στην αφαίρεση, κι αυτός θέλει πρόσθεση, όχι άλλη αφαίρεση.

«Θες να σου φτιάξω καφέ;» τον ρωτάει καθώς φτιάχνει τον δικό της.

«Όχι, ευχαριστώ», της απαντάει.

«Τελικά δεν μου είπες, θες καφέ;» ξαναρωτάει.

Λέει τα ίδια πράγματα δύο και τρεις φορές, σαν τις γιαγιάδες. Οι σκέψεις της ίδιες με τις ντουλάπες της, παλεύει μια ώρα να βρει μια μπλούζα που τελικά θέλει πάλι σιδέρωμα, έτσι όπως έγινε μες τη στοίβα της ντουλάπας. Περιμένει να ζεσταθεί το σίδερο, η ώρα περνάει, μα μήπως χάλασε πάλι το ρημάδι; Όχι, απλώς ξέχασε να το βάλει στην πρίζα.

Η σκέψη πάντα σε πτήση τράνζιτ, σε κάποιο, ξεχασμένο αεροδρόμιο και το εδώ, άγνωστη χώρα. Δηλαδή είναι και εδώ, απλώς είναι πάντα και κάπου αλλού. Το πήρε απόφαση. Πάντα κάτι θα της λείπει, κάτι το απροσδιόριστο, που μοιάζει με τη θλίψη Κυριακή απόγευμα. Κλειστό λούνα-παρκ, εκτελούνται εργασίες εντός, χωρίς χρονοδιάγραμμα.

Κάτι θα την κρατά μακριά. Απ-έχει και αφού απέχει, δεν έχει. Κάπου ξέχασε τη ζωή της, κάτι σαν τα ψώνια που ξεχνάει κανείς στο τέρμα του ταμείου στο σούπερ μάρκετ. Και ο καιρός πέρασε, τώρα πια δεν μπορεί να τη βρει στα απολεσθέντα.

Εκείνος πάλι; Θέλει συγυρισμένα πράγματα. Αλφαδιασμένα. Γεωμετρία, πλήρη γεωμετρία. Για παράδειγμα, θέλει το μυαλό του σε απόλυτη τάξη, πασχίζει να μην ξεχάσει τίποτα από όλες τις πληροφορίες που στοιβάζει μες την κινητή εγκυκλοπαίδεια του εγκεφάλου. Ξυπνάει μες τη νύχτα και ηρεμεί μόνο όταν είναι απόλυτα βέβαιος ότι δεν έχει ξεχάσει ούτε μία πρωτεύουσα, ούτε ένα ποτάμι. Λίμα, πρωτεύουσα του Περού, Ελ Αλαμέιν, ξεκίνησε στις 23 Οκτωβρίου, Νικηφόρος Φωκάς, από πού; Α, ναι, από την Καππαδοκία. Διαδέχτηκε… Μάντρας που επαναλαμβάνει από μέσα του, τον αποκοιμίζουν και πάλι. Κι εκείνη δίπλα του και μακριά του, αιωρείται ακόμα και στον ύπνο της, μπαίνει και βγαίνει μες τα όνειρα, ακόμα κι εκεί σε κίνηση, ακόμα κι εκεί φευγάτη.

Κι όμως. Πάντα αυτό το «κι όμως». Υπήρχε μια περίοδος όπου ήταν παρούσα. Σχεδόν εντελώς παρούσα. Όταν τους έδενε το μεγάλο Ε, ο έρωτας. Τότε, μόνο τότε ήταν παρούσα, με τα χίλια. Βλέμματα, ανάσες σε πλήρη αρμονία, γέλια για το κάθε τι, χέρια, χείλη που εφάπτονται συνέχεια, κουβέντες χωρίς παύση, να διακόπτει την κουβέντα μόνο και μόνο για να τον ονειρευτεί. Μέχρι που μια μέρα πέρασε από μπροστά του γυμνή και ήταν αφηρημένος, δεν την πρόσεξε. Ο έρωτας στραβομουτσούνιασε, άρχισε να κάνει τις πρώτες κοπάνες, μέχρι που ένα πρωί τα μάζεψε κι έφυγε, και μαζί του έφυγε κι εκείνη. Από τότε είναι αλλού.

Κι εκείνος κάθε πρωί ντύνεται, κοιτάζει τη βαλίτσα την οκτάκιλη, αυτήν, που χωράει στην καμπίνα του αεροπλάνου. Την ώρα που φτιάχνει τη γραβάτα του, τη βλέπει. Τον κοιτάει, κάτι θέλει να του πει αυτή η βαλίτσα στο κάτω μέρος της ντουλάπας, αναρωτιέται αν χωράει μέσα όλη του η ζωή. Θέλει να φύγει αλλά δεν έχει ιδέα πού να πάει. Κι όμως, πολύ θα ήθελε να είναι με μια γυναίκα που να μην είναι συνέχεια σε καθεστώς ημιαπουσίας – ημιπαρουσίας.

Κι εκείνη τον κοιτάει που ντύνεται, δεν είναι βέβαιη αν προτιμάει να φύγει αυτός πρώτα, δεν ξέρει γιατί δεν έχει φύγει ήδη αυτή, ούτε με ποιο τρόπο θα λυθεί όλο αυτό το μπουρδούκλωμα μες το κεφάλι της. Κάτι της λέει ότι δεν θα φύγει κανείς, ότι θα βλέπουν την ίδια ταινία κάθε μέρα.

Βάφει κάθε πρωί τα νύχια της ροζ, αυτό τη συγκεντρώνει, μετά αφήνει τα εσωτερικά της βαράκια και υπερίπταται. Βολτάρει μέσα σε όνειρα, στη ζωή που δεν έζησε, υπερίπταται και φτάνει σε λιμάνια, και μετά κάποιος κύριος στην πόρτα του καραβιού τής ανακοινώνει πως δεν μπορεί να ταξιδέψει χωρίς εισιτήριο. Κι εκείνη θυμάται ότι έχει πάλι σιδέρωμα, σφουγγάρισμα, και δεν κάνει τίποτα, αρνείται, θέλει μόνο να αφαιρείται.

Βγαίνει στο μπαλκόνι, θυμάται να ποτίσει τα φυτά, ένα βήμα πριν ξεραθούν, χάνεται μες τις σκέψεις της, όλα ανάκατα, θυμίζουν φωτογραφίες σε κουτιά παπουτσιών, όλες μπερδεμένες, καλοκαίρια, εκδρομές και αποφοιτήσεις μαζί, και όλο την τρώει αυτό το μεσοδιάστημα, το «ένα τσιγάρο δρόμος» ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, το μπερδεμένο-εκεί, τη χίμαιρα-εκεί. Το εκεί που δεν έχει ταυτότητα, ούτε συντεταγμένες, ούτε πρόσωπο, μόνο για να της μουντζουρώνει το εδώ.

 

[1] Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από τον πίνακα της ζωγράφου Ελένας Λιακούδη, The water is not always blue (παρουσιάζεται στην ένθετη φωτογραφία)

 


Η Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου γεννήθηκε το 1980 στην Πάφο. Σπούδασε Ελληνική φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (E.K.Π.Α) και Θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Κατέχει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α). Έχει κάνει μαθήματα δημιουργικής γραφής σε Ελλάδα και Κύπρο. Διηγήματα και παραμύθια της έχουν διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε Ελλάδα και Κύπρο. Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της υπάρχουν στο Ηθική, C.S.I., lemilou.blogspot.com, σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά όπως: 121 words, periou.gr, fractalart.gr, diastixo.gr, koukidaki.gr, hartismag.gr, monoklread.gr, Κέφαλος και στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό Άνευ. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Κατακαλόκαιρο, του οποίου το εξώφυλλο φιλοτέχνησε η ζωγράφος Ελένα Λιακούδη, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021 από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος (Αθήνα).

 


[Κυριάκος Στυλιανού – Ας  γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη